«Δεν είναι κορίτσι, είναι κορίτσια πολλά, μαζί…» τραγουδάει η Δεσποινίς Τρίχρωμη και η χρονομηχανή με γυρίζει στην εποχή που ήμουν κι εγώ ένα κορίτσι, ένα κοριτσάκι, μια μικρή γυναίκα, από το όλο βαμμένο ροζ βρεφικό δωμάτιό μου, μέχρι το εφηβικό που ήταν γεμάτο αφίσες από τους αγαπημένους μου καλλιτέχνες των ‘90s.
Το να είσαι κορίτσι δεν είναι εύκολη υπόθεση, ειδικά όταν μεγαλώνεις σε μια μικρή πόλη όπου όλοι ασχολούνται μαζί σου. Με τις Barbie έπαιζα σπάνια, γιατί προτιμούσα τα playmobil, ενώ παράλληλα, φορούσα κοντά φορέματα που έραβε η μαμά μου και παντελόνια λινά που έκαναν τους μεγάλους και σοφούς άντρες της τοπικής κοινωνίας να νιώθουν ότι έχουν το δικαίωμα να μου πουν ότι τα παντελόνια δεν είναι για κορίτσια. Όταν έφτασα στη δική μου εφηβεία και η περίοδος μού χτύπησε την πόρτα, ήταν Πάσχα θυμάμαι, και υπήρξε άνθρωπος που γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε «Είσαι βρώμικη, δεν κάνει να προσκυνήσεις». Θύμωσα τόσο που θεωρούσε την έμμηνο ρύση κάτι βρώμικο κι ας ήμουν ακόμη παιδί. Δεν χρειάζεται να έχεις πτυχία, για να καταλάβεις ότι η παραδοσιακή, θρησκευτική οπτική θέλει τη γυναίκα και το κορίτσι εγκλωβισμένα. Είναι πολλά τα κουτιά και τα στερεότυπα που πρέπει να σπάσεις, μεγαλώνοντας. Είναι μεγαλύτερος ο δρόμος που πρέπει να διανύσεις και η ενέργεια που πρέπει να ξοδέψεις.
Το Girlhood σου σερβίρει μια ειλικρινή, εσωτερική ματιά στις ζωές τριών κοριτσιών μέσα στην πανδημία. Έχεις την αίσθηση ότι κάθεσαι κι εσύ μαζί τους στο μεσημεριανό τραπέζι και συμμετέχεις στις συζητήσεις που κάνουν η Νεφέλη, η Χριστίνα και η Βέρα, κυρίως μέσα από βιντεοκλήσεις, λόγω του εγκλεισμού. Νιώθεις ότι τα κορίτσια αυτά είναι κομμάτι από τη ζωή σου, ίσως κομμάτι του είναι σου, πλέον.
Ξαφνικά, η εφηβεία δεν μοιάζει τόσο μακριά. Η εμπλοκή κι ο εθισμός με τα social media και η επιρροή τους στην αυτοεικόνα σου, αλλά και τη ζωή σου γενικότερα αναδεικνύονται μέσα από τα τρία κορίτσια της ταινίας. Ακόμη, όταν τα κορίτσια μιλούν για την περίοδο, τις σοκολάτες και το φαγητό ή απλά παρακολουθούν τα μαθήματά τους online, συνομιλούν απευθείας με την δική σου πραγματικότητα. Βλέπεις την κανονικοποίηση των βιντεοκλήσεων και την εισαγωγή τους στη ρουτίνα μας ως κάτι που ήρθε για να μείνει, μαζί με τα interactive παιχνίδια στο Messenger, ως μια εγγυημένη απόδραση από την «απαγορευμένη» ζωή εκεί έξω. Οι απαγορεύσεις όμως για ένα κορίτσι δεν σταματούν εκεί.
Σαν πετυχημένη συνταγή της γιαγιάς για κουλουράκια, το βιώμα του σεξισμού και της παρενόχλησης διαιωνίζεται από γενιά σε γενιά και είναι κάτι που μαθαίνει η γιαγιά, κι έπειτα η μάνα κι ύστερα η κόρη κ.ο.κ. «Τα αγόρια στην ηλικία μου έχουν τόσο εσωτερικευμένο σεξισμό», ακούς να λέει μία από τις πρωταγωνίστριες. «Η πρώτη μου επαφή με τον σεξισμό με έκανε σκληρή, να μπορώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου», ακούγεται λίγο πιο κάτω και το κάδρο συμπληρώνεται από την παράλληλη παραδοχή της ευαλωτότητάς μας: «Επειδή είσαι γυναίκα, πρέπει να προσέχεις περισσότερο. Αυτό με έχει κάνει πολύ ευάλωτη».
Ποιά από εμάς δεν έχει σκεφτεί ή νιώσει κάτι από τα παραπάνω; Ποιά δεν έχει βιώσει σεξουαλική παρενόχληση και έχει ντραπεί η ίδια εξ ονόματος του δράστη; Η σιωπή και η ντροπή ήταν το πέπλο με το οποίο μας έντυναν από μικρές. Όμως τα σημερινά κορίτσια έχουν πρόσβαση σε πηγές πληροφόρησης και ενδυνάμωσης που παλαιότερα δεν υπήρχαν. Τα κορίτσια υποστηρίζουν ότι έχουν μάθει πολλά πράγματα από το Tik Tok, «πράγματα που δεν μαθαίνουμε στο σχολείο» και η συζήτηση στρέφεται στη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, στη συναίνεση, στο body positivity. Κάπου μέσα μου εύχομαι να είχα κι εγώ την πρόσβαση σε όλα αυτά τα εργαλεία και να μη χρειαζόταν να παλέψω τόσο, για να διεκδικήσω τα αυτονόητα.
Έχουμε όμως η μία την άλλη, όπως και τα κορίτσια του Girlhood έχουν το ένα το άλλο και ξέρουν ότι δεν θα κριθούν από τις φίλες τους, όπως κρίνονται καθημερινά από την κοινωνία. Θα είναι οι εαυτές τους «κι όταν χορεύουν, χορεύουν μέχρι να ζαλιστούν», όπως τραγουδά η Δεσποινίς Τρίχρωμη. Ποιά είναι όμως τα κορίτσια πίσω από τα κορίτσια; Η Βάνια Τέρνερ και η Μαρία Σιδηροπούλου είναι οι εγκέφαλοι πίσω από την ταινία που δημιουργήθηκε για το κορίτσι μέσα μας.
«Όλα ξεκίνησαν με μία ανάθεση που μου έγινε από την Στέγη Ιδρύματος Ωνάση και συγκεκριμένα τον Head του Creative, Χρήστο Σαρρή, ο οποίος μου ζήτησε να ερευνήσω το θέμα του σεξισμού στην Ελλάδα», εξηγεί η Βάλια. «Προσέγγισα την Μαρία την οποία γνώριζα και εκτιμούσα πολύ και φτιάξαμε ομάδα. Συζητώντας αποφασίσαμε να εστιάσουμε στην ευάλωτη περίοδο της εφηβείας, γιατί συνειδητοποιήσαμε ότι δεν υπήρχε ένα βιωματικό ντοκιμαντέρ για το θέμα αυτό στην Ελλάδα – ήταν αχαρτογράφητα νερά. Συναντήσαμε τα κορίτσια ένα απόγευμα τέλη Νοεμβρίου 2020, μοιραστήκαμε τις σκέψεις μας μαζί τους, τις ρωτήσαμε για τις ανησυχίες τους, τα όνειρα και τους προβληματισμούς τους, το σεξισμό, την μετάβαση στην ενηλικίωση. Τις ακούσαμε».
«Τα γυρίσματα μαζί τους δεν ήταν πάντοτε εύκολα», λέει στην Popaganda η Μαρία Σιδηροπούλου. «Μπορεί να τις γνωρίζαμε και να μας εμπιστεύτηκαν στην αρχή, αλλά η έκθεσή τους και το πώς θα διαμορφωνόταν η εικόνα τους ήταν ένα ζήτημα συνεχούς διαπραγμάτευσης. Το γεγονός αυτό με έκανε ιδιαίτερα χαρούμενη διότι κατάλαβα ότι είχα να κάνω με κορίτσια που ήξεραν τι ήθελαν και τί δεν ήθελαν να προβάλουν από τις εαυτές τους και την καθημερινότητά τους, έβαζαν όρια και ήξεραν να λένε όχι αν κάτι δεν τους άρεσε. Αισθάνθηκα πολλές φορές περήφανη γι’ αυτό».
Όσον αφορά την ταύτιση των κοριτσιών πίσω από την κάμερα με αυτές μπροστά, η απάντηση ήταν κοινή: «Είδαμε κομμάτια του εαυτού μας σε όλα τα κορίτσια. Έχουμε υπάρξει τελειομανείς και ευάλωτες σαν τη Νεφέλη, έχουμε δεχτεί πίεση ως οι καλές κόρες που πρέπει να τα κάνουν όλα σωστά σαν τη Χριστίνα και έχουμε αισθανθεί σαν ψάρια έξω από το νερό, όπως η Βέρα. Πιστεύουμε ότι η ταύτιση που θα βιώσει κάθε κορίτσι, γυναίκα, ή ακόμη και τα αγόρια, όταν δει την ταινία είναι αναπόφευκτη. Η «αβάσταχτη ελαφρότητα» της περιόδου της εφηβείας είναι ένα θέμα καθολικό».
Τα κορίτσια αυτά σου δίνουν την δύναμη -ή καλύτερα, σου δείχνουν τη δύναμη- ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει πιο γλυκός κι ότι σαν άλλη Malala Yousafzai, Ahed Tamimi ή Greta Thunberg, κάθε κορίτσι μπορεί να κάνει τον κόσμο αυτό ένα καλύτερο, πιο ασφαλές και πιο δίκαιο μέρος για να ζούμε.