Το Έξυπνο Πουλί συνεχίζει για δεύτερη χρονιά τις πτήσεις του με μεγάλη επιτυχία στο θέατρο Tempus Verum-Εν Αθήναις. H ανάλαφρη φάρσα του Φεντώ διασκεδάζει τους θεατές παρουσιάζοντας στη σκηνή τις ξεκαρδιστικές ιστορίες μιας πλειάδας συζύγων που ασφυκτιούν μέσα στη σύμβαση του γάμου. Οι σκηνοθέτες, Μάνος Βαβαδάκης και Γιώργος Κατσής, απαντούν στις ερωτήσεις της Popaganda σχετικά με την παράσταση τους.
Πώς αποφασίσατε να συνεχίσετε την παράσταση για δεύτερη χρονιά; Την έχετε χειριστεί κάπως διαφορετικά ώστε να έρθει να τη δει και κάποιος που την παρακολούθησε πέρσι; Μάνος Βαβαδάκης: Η επιτυχία της παράστασης πέρυσι ήταν ο λόγος για να επαναληφθεί. Να επικοινωνήσουμε τη δουλειά μας με ένα μεγαλύτερο κομμάτι του κοινού. Λογικό είναι μετά από αυτό το διάστημα αγρανάπαυσης, η παράσταση να έχει αλλάξει. Έχει κερδίσει μια ωριμότητα, έχει δημιουργηθεί ένα άνοιγμα, χωρίς να χάσει καθόλου την ορμή και την τρέλα που είχε στην πρώτη της ηλικία.
Γιώργος Κατσής: Λόγω μεγάλης προσέλευσης του κόσμου πέρυσι, θεωρήσαμε- μιας και αρκετοί μας είπαν πως δεν το πρόλαβαν – ότι θα ήταν καλό να συνεχίσει. Επίσης, οι 18 περσινές παραστάσεις είναι ένας πολύ μικρός αριθμός για μια δουλειά που έχει τόση δουλειά από πίσω. Γενικά, είναι κάπως στείρο όλο το ρεύμα των 10 – 15 – 20 παραστάσεων. Αλλά δεν υπάρχει κάτι καλύτερο για τις μικρές ή ανεξάρτητες παραγωγές. Όπως είναι φυσικό, στις φετινές πρόβες διορθώσαμε και ερμηνεύσαμε με άλλο μάτι κάποιες σκηνές. Αλλά πρόκειται για την ίδια παράσταση. Αναπόφευκτα πιο ώριμη. Ή και ανώριμη, όπως το δει κανείς.
Πώς μια φάρσα του Φεντώ βρίσκει σύνδεση με την πραγματικότητα του 2017; ΜΒ: Υπάρχουν θεατές που το έργο τους φαίνεται αρκετά επίκαιρο και εκείνοι που αναγνωρίζουν στη διασκευή μας την ανανέωση που χρειαζόταν για να επικοινωνήσουν μαζί του. Προσωπική άποψη είναι ότι το έργο δεν έχει να πει τίποτα πλέον. Το σημαντικό προσόν του είναι ότι ακριβώς επειδή είναι τόσο πρωτόλειο λειτουργεί άψογα ως καμβάς για να δημιουργηθεί ένας νέος, δυνατός και αλλόκοτος κόσμος. Ειδικά με την σημερινή πραγματικότητα δεν έχει καμία επαφή. Το μόνο πρόβλημα των ηρώων είναι η καύλα, γι’ αυτό φαίνονται και τόσο γελοίοι.
ΓΚ: Δεν βρίσκει νομίζω. Δεν είναι πολιτικά κείμενα οι φάρσες. Ούτε απαραίτητα επίκαιρα. Επίσης δεν πρόκειται τόσο για μια φάρσα του Φεντώ, όσο για μια δική μας ανασύνθεση, διασκευή του έργου του. Η ανάγκη μας και ο στόχος της παράστασης είναι το γέλιο του θεατή ή η βαθιά ενόχληση των ευαίσθητων καθωσπρέπει αυτιών. Τα΄χουμε δει και τα δύο.
Πόσο δυνατή είναι η σύμβαση του γάμου; Πώς απαντάται αυτό το ερώτημα μέσω της παράστασης; ΜΒ: Για μένα ο γάμος δεν έχει καμία ουσιαστική χρησιμότητα στη σύγχρονη κοινωνία, εκτός από την κατοχύρωση διαφόρων παροχών του κοινωνικού κράτους. Στην παράσταση δεν θριαμβεύει ο γάμος, αλλά η συγχώρεση, απόρροια της βαθιάς αγάπης. Οι χαρακτήρες του έργου αγαπούν, απιστούν και επιστρέφουν. Επιστροφή στην συμβίωση, στην ασφάλεια της συντροφικότητας.
ΓΚ: Δεν το απαντάμε. Δεν έχω να δώσω κάποια απάντηση. Λέμε μια ιστορία, μ’ έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο σ’ ένα συγκεκριμένο είδος κωμωδίας. Ακόμα και την μαγική συμφιλίωση στο φινάλε κάθε φάρσας μεταξύ γυναίκας και άντρα, δεν νομίζω πως την παρουσιάζουμε ως αυτονόητη. Η σύμβαση του γάμου έχει κάτι υποδουλωτικό. Το πόσο δυνατή είναι δεν το ξέρω. Άλλοι φεύγουν, άλλοι μένουν.
Ποιο είναι το πιο ωραίο/ενδιαφέρον σχόλιο που έχετε ακούσει για την παράσταση; ΜΒ: Όταν μια κυρία μας είπε ότι η παράσταση αφήνει μια πίκρα. Αυτή είναι μια ισορροπία που μου αρέσει στην κωμωδία, την κάνει σημερινή.
ΓΚ: Ότι είμαστε σπουδαία ομάδα. Το οποίο αποτελεί κύριο μέλημά μου.