Το εξαιρετικό ντοκουμέντο «Για τους Εβραίους της Σαλονίκης» του Ηλία Πετρόπουλου, αποκαλύπτει πτυχές του αποσιωπημένου εβραϊκού παρελθόντος της Θεσσαλονίκης

Αναρχικός, άθεος και αμοραλιστής εκ πεποιθήσεως, συγγραφέας εξαιρετικών ικανοτήτων, αριστερός δίχως άμεση αντιδικτατορική δράση, εξ’ ιδιοσυγκρασίας απρόβλεπτος, αλλά και αμετανόητος ακόμη και στα λάθη του. Και, βέβαια, οξύνους, αιχμηρός, ιοβόλος και προκλητικός, μεθοδικός και εξαντλητικά εργατικός. Ένας επαγγελματίας -θα έλεγε κανείς- «ερασιτέχνης» της λαογραφίας, της γλώσσας, της κριτικής και της ποίησης ο οποίος κατάφερε να διευρύνει τους ορίζοντες ετερόκλητων γνωστικών πεδίων.

Μία πολυσχιδής προσωπικότητα που είχε τη μανία της συλλογής, της κατάταξης, της αρχειοθέτησης και της τεκμηρίωσης- ή αλλιώς, ένας «καθολικός διανοούμενος»: το πολυπρισματικό έργο του, άλλωστε, δεν αφήνει περιθώρια για μια διαφορετική άποψη. Πάνω απ’ όλα, όμως, ένας σημαντικότατος λαογράφος, που έμελλε να γίνει κυρίως γνωστός για την εκτεταμένη έρευνά του πάνω στα ρεμπέτικα τραγούδια του αστικού υποκόσμου, τα λεγόμενα «ελληνικά μπλουζ», τα οποία πρώτος -το 1968- ανθολόγησε και μελέτησε στο κοινωνικό τους περιβάλλον.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος γεννήθηκε το 1928 στην Αθήνα, αλλά μερικά χρόνια αργότερα, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη. Είναι σε αυτήν την επαφή του με την κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα της Μακεδονίας που ξεκινάει το έντονο ενδιαφέρον του για τη γλώσσα, αλλά και η εμμονή του με το διάβασμα. Ο πατέρας του συμμερίζεται αυτήν την προδιάθεση του γιου του για την ανάγνωση και τον ενθαρρύνει, αγοράζοντάς του ποιήματα του Βερλαίν και του Μπωντλαίρ.

Οι καιροί, ωστόσο, ήταν δύσκολοι και η ποίηση σύντομα θα έμοιαζε με μια μάλλον περιττή πολυτέλεια: Τον Οκτώβριο του ’44, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, σκοτώνουν τον πατέρα του. Από τη μία, αυτή η εξέλιξη τον αναγκάζει να εγκαταλείψει το σχολείο και να δουλέψει ως εργάτης οδοποιίας. Απ’ την άλλη, άρχισε να περιδιαβαίνει στα μάγκικα στέκια και τους τεκέδες, ανακαλύπτοντας έναν άγνωστο, μυστικό, υπόγειο και γοητευτικό κόσμο, με τους δικούς του αινιγματικούς κώδικες και τους συχνά άγνωστους και ακατανόητους νόμους.

Στο μεταξύ, γνωρίζεται με τον πεζογράφο Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, μία σχέση καθοριστική για την εξέλιξή του: «Μου έμαθε να βλέπω λοξά, διαγωνίως, παρανοϊκά, αξονομετρικά, ανορθόδοξα» θα γράψει στην μελέτη του για τον ιδιοφυή λογοτέχνη. Και, πράγματι, έπειτα από αυτήν τη γνωριμία ο Πετρόπουλος θα επιδείξει μία ασυνήθιστη πολυπραγμοσύνη: γράφει παράξενες -για την εποχή- μελέτες και συνθέτει ποιήματα αφτιασίδωτης απλότητας. Παράλληλα, εγκαθίσταται στην Αθήνα -με τη γυναίκα του Ναυσικά και την τετράχρονη κόρη τους Λήδα- και εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Ώσπου, το 1968 θα εκδώσει ένα έργο μνημειώδες: τα «Ρεμπέτικα Τραγούδια», την πρώτη πραγματεία για τους ανθρώπους του «περιθωρίου και του υποκόσμου», όπως χαρακτήριζαν τότε τους ρεμπέτες, στην οποία είχε περισυλλέξει περισσότερα από 1500 τραγούδια του είδους. Αλίμονο όμως, για το περιεχόμενο του βιβλίου του καταδικάζεται και εκτίει ποινή φυλάκισης 18 μηνών στις φυλακές του Γεντί Κουλέ- σαν να ήταν ένας κοινός εγκληματίας.

Μάλιστα, όταν έπειτα από την αποφυλάκισή του εκδίδει τα «Καλιαρντά» (1972) -μια πρωτοποριακή γλωσσολογική έρευνα για το λεξιλόγιο των ομοφυλοφίλων- θα φυλακιστεί και πάλι. Έτσι, το 1975 το παίρνει απόφαση και -με τη σύντροφό του Μαίρη Κουκουλέ- φεύγει οριστικά για το Παρίσι, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του.

Αλλά, εκείνος, κουρασμένος και απογοητευμένος, φορτωμένος την πατρίδα του υπό μορφήν αρχείων, σημειώσεων, φωτογραφιών, βιβλίων και ζωηρόχρωμων αναμνήσεων, δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει για την Ελλάδα και ας την θεωρούσε μία «κουραστική και αχάριστη χώρα».

Αυτό το τέλος εποχής, λοιπόν, για τον Ηλία Πετρόπουλο δεν θα αργήσει να αποτελέσει μία νέα αρχή για τη ζωή και το έργο του, με τον ίδιο πλέον να αποδεικνύεται ένας αστείρευτα ευρηματικός ερευνητής της «λαογραφίας του άστεως» και -ταυτόχρονα- ένας χαρισματικός συγγραφέας με μία ιδιαίτερα γοητευτική χρήση της γλώσσας.

Με εκφράσεις, δηλαδή, σύντομες και κοφτές, με μία ιερουργική καθαρεύουσα αριστοτεχνικά ταιριασμένη με την ατόφια δημοτική, με την οποία θα έδινε πνοή σε θέματα που θεωρούνταν άλλοτε ταμπού και άλλοτε απλώς ασήμαντα: τα ρεμπέτικα, το χασίς, τα μπουρδέλα, ο τούρκικος καφές, τα σίδερα και τα μπαστούνια, η φασολάδα και η φουστανέλα, ο καραγκιόζης, τα νεκροταφεία – όλα θα γίνονταν έργα που χαρτογραφούν τον ελληνικό υπόκοσμο, την παραδοσιακή τέχνη, τη γλώσσα και τις συνήθειες των λαϊκών ανθρώπων, την επίδραση των παραδόσεων στην ιστορική μνήμη. Πάνω απ’ όλα, όμως, ήταν ο πρώτος λαογράφος που ασχολήθηκε με το περιθώριο και κατέγραψε πρόσωπα και πράγματα περιφρονημένα από την επίσημη Ιστορία.

Ήταν επόμενο ότι η βιωματική παρακαταθήκη του Ηλία Πετρόπουλου και το πάθος του να ασχοληθεί με όσα απέρριψε η εθνική ιστοριογραφία για δεκαετίες, θα τον οδηγούσε να ασχοληθεί με τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης.

Ηλίας Πετρόπουλος
«Για τους Εβραίους της Σαλονίκης»
Επιμέλεια-εισαγωγή: Αχιλλέας Φωτάκης
Εκδόσεις: Καπόν

Αλλά αν κάτι τον ώθησε να καταπιαστεί με τα επώδυνα της μνήμης, ήταν η αναβίωση του αντισημιτισμού στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Αυτό είναι το ιστορικό πλαίσιο των γραπτών του Πετρόπουλου που παρουσιάζονται για πρώτη φορά μαζί στο βιβλίο με τίτλο «Για τους Εβραίους της Σαλονίκης».  

Τα άρθρα του αποτέλεσαν τις κραυγές μιας ειλικρινούς αγωνίας, ενός ενεργού συγγραφέα -ίσως του μοναδικού εκείνη την περίοδο- που διαμαρτυρήθηκε ενάντια στην εκούσια λήθη και τις κρατικές χρήσεις και καταχρήσεις της Ιστορίας.

Και μέσα από τα γραπτά του (που αποτελούν ένα εξαιρετικής σημασίας ντοκουμέντο) αποκαλύπτει πτυχές του αποσιωπημένου εβραϊκού παρελθόντος και της καθημερινότητας της πολυεθνικής πόλης της Θεσσαλονίκης.

Πάντως, είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι ο Ηλίας Πετρόπουλος έγραψε και ως μάρτυρας των γεγονότων, ως ένας μη Εβραίος, μιλώντας από τη θέση εκείνου που ανήκει στην πλειοψηφική κοινότητα. Με αυτή την έννοια, προσφέρει στους αναγνώστες έναν τρόπο να διαβάσουν την ιστορία και να τοποθετηθούν, ατομικά και συλλογικά, απέναντι σε αυτήν.

Παρά το οξύ ύφος, η γραφή του είναι λυτρωτική, απλώνεται με σεβασμό και αναγνώριση του παρελθόντος, αντλεί από τη συναισθηματική δεξαμενή, σέβεται απολύτως τα γεγονότα και αποσκοπεί μονάχα σε ένα πράγμα: Να ανοίξει χώρο άπλετο για συζήτηση…

Βιβλία στη Βιτρίνα

Carson McCullers
«Η μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου – Και άλλες ιστορίες»
Μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος
Εκδόσεις: Διόπτρα
Σελίδες: 232

Σε μια πόλη πληκτική, μικρή, ξεκομμένη απ’ όλα τα άλλα μέρη του κόσμου, στέκει γερμένο ένα κτίριο, με τα παντζούρια του κλειστά, καρφωμένα με σανίδες. Δεν ήταν πάντα έτσι θλιμμένο και ετοιμόρροπο. Ήταν το καφενείο της Αμέλια και έσφυζε από ζωή. Αυτή είναι η ιστορία της και η ιστορία του εξαδέλφου Λάιμον, που ζούσε μαζί της εκείνον τον καιρό. Και η ιστορία του πρώην συζύγου της, που γύρισε μια μέρα στην πόλη και έφερε την καταστροφή. Πρόκειται για ένα από τα ομορφότερα έργα της Carson McCullers, το οποίο εδώ δημοσιεύεται μαζί με έξι ακόμα ιστορίες, μεταξύ των οποίων το Wunderkind, το πρώτο διήγημα που εξέδωσε η συγγραφέας. Ιστορίες για τους αταίριαστους, τους χαμένους αυτού του κόσμου από μία από τις πιο σπουδαίες γυναικείες φωνές της αμερικανικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα.

Σαλμάν Ρούσντι
«Κισότ»

Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Σελίδες: 496 

Αντλώντας έμπνευση από το κλασικό έργο του Θερβάντες, ο Σαμ ΝτιΣάμπ, ένας μέτριος συγγραφέας κατασκοπευτικών θρίλερ, δημιουργεί τον Κισότ, έναν ευγενή, ονειροπαρμένο πωλητή που έχει εμμονή με την τηλεόραση και ερωτεύεται παράφορα μια τηλεοπτική σταρ. Μαζί με τον (φανταστικό) γιο του, Σάντσο, ο Κισότ ξεκινά μια τραγελαφική εκστρατεία, προκειμένου να αποδείξει πως είναι άξιος να γίνει το ταίρι της, διασχίζοντας την Αμερική και αντιμετωπίζοντας κωμικοτραγικούς κινδύνους μιας εποχής όπου όλα είναι πιθανά. Στο μεταξύ, ο δημιουργός του Κισότ, που περνά κρίση μέσης ηλικίας, έχει να διαχειριστεί τις δικές του επείγουσες προκλήσεις. Όπως ο Θερβάντες έγραψε τον Δον Κιχώτη για να σατιρίσει την κουλτούρα της εποχής του, έτσι και ο βραβευμένος με Booker Σαλμάν Ρούσντι ταξιδεύει τον αναγνώστη σε μια χώρα που βρίσκεται στο κατώφλι της ηθικής και πνευματικής κατάρρευσης, με την αφηγηματική μαγεία που χαρακτηρίζει το σύνολο του έργου του.

Ιωάννα Μπουραζοπούλου
«Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;»
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Σελίδες: 490

Σαράντα αιώνες μετά τη βιβλική καταστροφή στα Σόδομα και τα Γόμορρα, η ίδια εκείνη γη στις όχθες της Νεκράς θάλασσας ανοίγει και ένα μυστηριώδες βιολετί αλάτι αναβλύζει. Η εμφάνισή του αλλάζει τη γεωγραφία τριών ηπείρων και μονοπωλεί το ενδιαφέρον της αγοράς. Η νέα ουσία δεν υπηρετεί, αλλά υπηρετείται. Καταδυναστεύει με τις ιδιοτροπίες της. Εθίζει με τη γεύση της. Υποδουλώνει με την αθόρυβη επιρροή της. Τα σύγχρονα Σόδομα, η «Αποικία», αποδεικνύονται πιο πανούργα και από τη βιβλική ακόμη εκδοχή τους. Μια αποπνικτική ατμόσφαιρα περιβάλλει τα καλά κρυμμένα μυστικά τους, και μόνο ένας άνθρωπος είναι σε θέση να τα ανακαλύψει: ο ανυποψίαστος Φιλέας Μπουκ, που μια νύχτα αλλιώτικη απ’ τις άλλες θα κληθεί να λύσει το πιο σημαντικό σταυρόλεξο που επινοήθηκε ποτέ.

Jon McGregor
«Γείρε, πέσε, σήκω»
Μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς
Εκδόσεις: Άγρα
Σελίδες: 296

Όταν μια ερευνητική αποστολή στην Ανταρκτική πηγαίνει στραβά, οι συνέπειες είναι ανυπολόγιστες – τόσο για τους ανθρώπους που εμπλέκονται όσο και για τις οικογένειές τους στην πατρίδα. Ο Ρόμπερτ «Ντοκ» Ράιτ, ένας βετεράνος της επιτόπιας έρευνας στην Ανταρκτική, έχει τα στοιχεία για το τί συνέβη, αλλά δεν μπορεί πλέον να τα εκφράσει. Όσο η Άννα, η γυναίκα του, πλοηγείται στα δύσκολα τοπία της νέας της ζωής φροντίζοντάς τον, ο Ρόμπερτ αναγκάζεται να μάθει έναν ολόκληρο καινούργιο τρόπο για να υπάρχει στον κόσμο. Ο βραβευμένος συγγραφέας Τζον ΜακΓκρέγκορ επιστρέφει με ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα που εξιχνιάζει την έννοια του ηρωισμού και εξερευνά την ακατάβλητη παρόρμηση του ανθρώπου να πει τις ιστορίες του – ακόμα και όταν ο κόσμος τον προδίδει.

Γιώργος Βαϊλάκης

Share
Published by
Γιώργος Βαϊλάκης