Δεν είναι τυχαίο που έχει χαρακτηριστεί ως ο βασιλιάς του ροκ εντ ρολ. Ήταν μάλλον ο πρώτος που προσπάθησε να περάσει στο ευρύ κοινό μουσικά ιδιώματα τα οποία μέχρι τότε ακούγονταν σε μαύρες κοινότητες, επάνω του ουσιαστικά χτίστηκε η ποπ κουλτούρα, ήταν πραγματικά το πρώτο ποπ μουσικό είδωλο και αυτό είναι κάτι που του αναγνωρίζεται μέχρι και σήμερα, 25 χρόνια μετά τον θάνατό του. Αυτός και είναι και ο λόγος της ύπαρξης του The Searcher.
Δεν θα βρείτε ερωτικά κουτσομπολιά ή σκάνδαλα σε αυτό το ντοκιμαντέρ. Τα δύο, μεγάλα σε διάρκεια, επεισόδια της μίνι σειράς επικεντρώνονται στη μουσική καριέρα του Έλβις, ξεκινώντας από τις επιρροές και τα όνειρά του, την αγάπη του για το γκόσπελ και τα μπλουζ, περνώντας μέσα από την εμμονή του για μια καριέρα ως σοβαρός ηθοποιός (που του στοίχισε μουσικά σε κάποιο βαθμό), τα κοινωνικά γεγονότα που σημάδεψαν την εποχή και την ψυχολογία του, φτάνοντας μέχρι τη σκιαγράφηση της ιδιαίτερης σχέσης που είχε με τη μητέρα του, τη λατρεία του κοινού, το δέσιμο και την εκρηκτική αλληλεπίδραση με τους μουσικούς του αλλά και τους λόγους που τον οδήγησαν στη μοναχικότητα.
Όλο αυτό γίνεται όχι μόνο με τρομερό αρχειακό υλικό, αλλά και με απόψεις και ιστορίες που ακούμε από τις φωνές της πρώην γυναίκας του, Priscilla Presley, του Bruce Springsteen, της Emmylou Harris, του Robbie Robertson και του εκλιπόντος Tom Petty καθώς και με σχολιασμό από φίλους, συνεργάτες και ανθρώπους που τον είχαν γνωρίσει ή τον θαύμαζαν και έχουν παρακολουθήσει ενδελεχώς το έργο του. Καθώς οι εικόνες, οι αφηγήσεις και οι μουσικές εναλλάσσονται, όλα αυτά που έχουμε διαβάσει στο παρελθόν, που έχουμε δει και έχουμε ακούσει για τον Έλβις μπαίνουν σε μια σειρά, σαν να ενώνεται ένα παζλ και αντιλαμβανόμαστε πλήρως τους λόγους της μεγαλειότητάς του. Σε μία εποχή που στη μουσική βιομηχανία όλοι δουλεύουν με μεγάλες εταιρείες management, με κολοσσούς δισκογραφικές, με image makers, είναι πραγματικά εντυπωσιακό να βλέπει κάποιος πώς ήταν για ένα νέο αγόρι από το Μισισιπή να πατάει σε αχαρτογράφητα νερά, να θέτει τους κανόνες που αργότερα άλλοι βρήκαν έτοιμους και να μεταμορφώνεται στο πρώτο ολοκληρωμένο ποπ είδωλο της παγκόσμιας μουσικής σκηνής. Και, θα προσθέσω, ο τρόπος διαχείρισης της καριέρας του αποτελεί σχολή για κάθε μουσικό που θέλει να πετύχει, ακόμη και σήμερα.
Κάν’ το ή μην το κάνεις σαν τον Έλβις. Τι θέλω να πω με αυτό; Ίσως η καριέρα του να ήταν ακόμα πιο τεράστια αν είχε αποφύγει κάποια πράγματα. Ίσως και όχι γιατί μπορεί να πήγαινε σε άλλους δρόμους. Σίγουρα όμως υπήρξαν κομβικά σημεία και άνθρωποι που τον επηρέασαν και όλα αυτά κάνουν τον θεατή της σειράς να αναρωτηθεί ποια θα ήταν η κατάληξη αν ο ίδιος τα είχε αντιμετωπίσει διαφορετικά. Ας το πάρουμε όμως από την αρχή.
Ήταν αποφασισμένος να βρει τρόπο να πετύχει. Για πάρα πολύ καιρό τριγυρνούσε έξω από τα Sun Studios στο Μέμφις, όπου ο Σαμ Φίλιπς, ο ιδρυτής των στούντιο και της δισκογραφικής και παραγωγός σε ονόματα όπως ο Ike Turner ή ο Rufus Thomas τον είχε δει να βολτάρει γύρω-γύρω αλλά να μην κάνει την κίνηση να μπει μέσα. Του πήρε καιρό να βρει τη δύναμη και να νιώσει ότι είναι έτοιμος. Όταν τελικά το έκανε, τραγουδώντας μπαλάντες, ο Φίλιπς στην αρχή δεν ήξερε πώς να αξιοποιήσει τον 19χρονο Έλβις. Αντιλαμβανόταν ότι είχε κάτι ιδιαίτερο και αγνό αλλά δεν μπορούσε να εντοπίσει ακριβώς πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί. Το μαγικό κλικ έγινε όταν μετά από μία ατελείωτη ηχογράφηση, σε ένα διάλειμμα, εντελώς αυθόρμητα άρχισε να παίζει το τραγούδι That’s All Right του Arthur Crudup και οι μουσικοί τον ακολούθησαν. Ο ίδιος ο Φίλιπς παραδέχτηκε ότι του πήρε το μυαλό και τον σόκαρε γιατί είχε μπροστά του ένα λευκό αγόρι που που ερμήνευε ένα κλασικό μπλουζ κομμάτι χωρίς να μιμείται κανέναν, απλώς έβαλε την ψυχή του σε αυτό που έκανε. Η ηχογραφημένη εκδοχή του τραγουδιού αυτού έγινε χιτ στο Μέμφις μέσα σε ένα βράδυ, χάρη στον ραδιοφωνικό παραγωγό Dewey Phillips που το έπαιξε για πρώτη φορά.
Έψαχνε τη μουσική σε διάφορα είδη και οι στίχοι πάντα έπαιζαν σημαντικό ρόλο. Αγαπούσε τα γκόσπελ από μικρός, από τότε που η οικογένειά του ζούσε στο Τούπελο του Μισισιπή. Ήταν μόλις τριών-τεσσάρων χρονών όταν ξέφευγε από τη μητέρα του στην εκκλησία και πήγαινε μπροστά από την χορωδία για να κρατάει τον ρυθμό, ενώ αργότερα τρύπωνε τις νύχτες στις εκκλησίες των μαύρων και άκουγε τα τραγούδια τους. Οι γονείς του λάτρευαν να τραγουδούν και του πέρασαν το μικρόβιο. Όταν μετακόμισαν στο Μέμφις το 1948 έγινε μόνιμος θαμώνας στα κλαμπάκια της Beale Street και είχε ενθουσιαστεί με τη μαύρη κουλτούρα και τη μουσική. Όπως τονίζει και ο Tom Petty στο ντοκιμαντέρ, εκείνη την εποχή δεν ήταν πολλοί οι λευκοί που ενδιαφέρονταν για τη μαύρη μουσική και ο Έλβις πραγματικά τη σπούδασε. Ο στενός του φίλος Jerry Schilling επίσης θυμάται ότι τα παρατηρούσε όλα και υιοθετούσε πράγματα, κοιτούσε δηλαδή το στυλ ενός τραγουδιστή ή κάποιον στον δρόμο να περπατάει και του έλεγε: «Τζέρι, κοίτα πώς περπατάει αυτός, θα το κάνω κι εγώ» και βέβαια ότι ήταν μαγεμένος και από γκόσπελ ονόματα εκτός από τα μπλουζ. Η Πρισίλα σε κάποιο σημείο αναφέρει ότι οι στίχοι ήταν πολύ σημαντικοί για τον ίδιο. Αν δεν ένιωθε ότι οι στίχοι τον εκφράζουν, δεν μπορούσε να πει ένα τραγούδι σωστά. Έπρεπε να μιλούν στην ψυχή του. Ακόμα και τα τραγούδια που διασκεύαζε, είτε ήταν ποπ, είτε κάντρι ή γκόσπελ, έπρεπε να τον εκφράζουν. Ήταν μάλιστα απρόθυμος να ηχογραφήσει το τραγούδι “Burning Love” το οποίο τελικά αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, επειδή δεν του άρεσαν οι στίχοι.
Η μαγική κίνηση του ποδιού του και το χάρισμά του στη σκηνή δεν ήταν τυχαία. Τα πρώτα χρόνια που έβγαινε στη σκηνή, παρακολουθούσε το κοινό και όταν έβλεπε ότι κάτι που έκανε προκαλούσε θετικές αντιδράσεις, το επαναλάμβανε. Το 1956 ο κόσμος περίμενε πώς και πώς να δει αυτόν τον τύπο που τα έκανε όλα σωστά. Ο Robbie Robertson λέει: «Ήταν η στιγμή που είδαμε κάποιον που μπορούσε να τραγουδήσει καλύτερα από άλλους, να κουνηθεί καλύτερα από άλλους και να έχει και πιο ωραίο στυλ. Στον κόσμο της ποπ, όταν εμφανίστηκε, αυτό ήταν, έσπασε τα τετριμμένα».
Είχε και επικριτές όπως κάθε ταλαντούχος πρωτοπόρος. Ο παρουσιαστής Steve Allen που δεν του άρεσε το ροκ εντ ρολ, τον κάλεσε στο σόου του και τον έβαλε να τραγουδήσει το Hound Dog σε ένα πραγματικό σκύλο, με σκοπό να τον ξεφτιλίσει. Ο τρόπος όμως που ο Έλβις κουνιόταν και αντιδρούσε προκάλεσε εξάψεις αλλά και αντιδράσεις. Η Πρισίλα που είχε δει αυτή την εμφάνιση στην τηλεόραση, θυμάται ότι οι γονείς της μετά δεν την άφηναν να τον ξαναδεί γιατί ο ιερέας τους τούς είχε πει να τον κρατήσουν μακριά από τα παιδιά, είναι ο διάβολος. Και αυτό φυσικά έκανε την Πρισίλα να τον σκέφτεται ως το απαγορευμένο φρούτο της Εδέμ. Γενικά οι κινήσεις του στις εμφανίσεις του θεωρήθηκαν πολύ σεξουαλικές και προκάλεσαν αντιδράσεις.
Στον στρατό άρχισαν τα πρώτα προβλήματα. Το 1958 ο μάνατζέρ του, Colonel Tom Parker, είχε τη φαεινή ιδέα να τον στείλει στον στρατό για να δείξει στο κοινό ότι είναι ένας καλός αμερικανός πολίτης και να πείσει και άλλους να καταταγούν. Η δισκογραφική ήθελε να συνεχίσει να ηχογραφεί, έτσι τον έβαλαν να ηχογραφήσει πολλά τραγούδια πριν φύγει για τη Γερμανία αλλά ο μάνατζερ αποφάσισε να τα κυκλοφορεί αραιά για να μην τον ξεχάσει το κοινό παρά να τα βγάλει όλα μαζί. Μάλιστα είχε δώσει και εντολή στον Έλβις να μην ηχογραφήσει τίποτε άλλο όσο θα ήταν στον στρατό γιατί δεν θα μπορούσε να τα προμοτάρει σωστά. Ο Colonel ο οποίος δεν ήταν αμερικανός πολίτης και το έκρυβε από όλους, δεν μπορούσε να βγει από τη χώρα γιατί δεν θα του επιτρεπόταν να ξαναμπεί μετά και δεν ήθελε ο Έλβις να ηχογραφήσει κάτι χωρίς αυτόν. Εκείνα τα δύο χρόνια στον στρατό έπεσε σε μια μικρή κατάθλιψη γιατί αισθανόταν μόνος και ευάλωτος και άρχισε τα αντικαταθλιπτικά χάπια. Ανησυχούσε ότι τα πράγματα δεν θα ήταν ίδια όταν θα γυρνούσε στην Αμερική.
Η Πρισίλα, η γυναίκα της ζωής του, παρουσιάστηκε μπροστά του σε μια ευάλωτη περίοδο. Στον στρατό είχε κάποιες καλές στιγμές, όπως τη γνωριμία του με τον στρατιώτη Charlie Hodge, που τραγουδούσε γκόσπελ και εξελίχθηκε σε φιλία. Η πιο σημαντική όμως ήταν η γνωριμία του με την Πρισίλα, της οποίας ο πατριός υπηρετούσε στην αεροπορία στη Γερμανία. Όταν την είδε είπε: «Τι έχουμε εδώ»; Άρχισε να παίζει πιάνο και εκείνη του χαμογέλασε. Τρεις μέρες μετά την πήρε τηλέφωνο και της είπε να βρεθούν. «Και τα υπόλοιπα είναι ιστορία» όπως αναφέρει η ίδια χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες για την προσωπική τους σχέση. Τα μόνα πράγματα που θα αποκαλύψει σε όλο το ντοκιμαντέρ είναι πως ήταν ένας υπέροχος οικογενειάρχης αλλά η αγάπη του για την καριέρα του ερχόταν σε σύγκρουση με τον ρόλο του ως πατέρα και σύζυγο και αυτό κάποια στιγμή έφερε τον χωρισμό.
Η σχέση του με τον μάνατζερ Colonel Tom Parker είχε τα θετικά και τα αρνητικά. Ο Parker είχε δημιουργήσει μια ιδιαίτερη σχέση με τον Έλβις, προσπαθώντας να τον κάνει να πιστέψει ότι λειτουργούσε σαν πατέρας και μέντορας ενώ πολλές φορές έβαζε μπροστά το δικό του συμφέρον. Από τη μία έκανε τα πάντα να μην επισκιάσει κανείς άλλος τον Έλβις ακόμα και όταν έπαιζε σε ταινίες. Από την άλλη λόγω της δικής του αδυναμίας να κάνει κάποια πράγματα, προσπαθούσε να αποτρέψει τον Έλβις από τα να τα ακολουθήσει. Ένα τρανταχτό παράδειγμα είναι ότι δεν τον άφησε ποτέ να δώσει συναυλίες στο εξωτερικό ενώ ήταν διακαής πόθος του, μόνο και μόνο επειδή αυτός δεν ήταν Αμερικανός υπήκοος και δεν μπορούσε να βγει από τη χώρα. Οι δικαιολογίες του ήταν πολλές κάθε φορά και κάποια στιγμή αναγκάστηκε να συμβιβαστεί κανονίζοντας να δώσει μια ζωντανή εμφάνιση στη Χαβάη το 1973, η οποία μεταδόθηκε μέσω δορυφόρου σε κοινό από ολόκληρο τον κόσμο. Ήθελε να τον ελέγχει αλλά και ο Έλβις παρ’ ότι ακολουθούσε ό,τι του έλεγε, κάποιες φορές επαναστατούσε στα κρυφά. Τη μία στιγμή θα έλεγε «Μάλιστα κύριε» και αμέσως μετά χωρίς να τον ακούει θα πέταγε ένα «γάμησέ τον».
Οι ταινίες τον πήγαν πίσω. Είναι γεγονός ότι όλα αυτά τα χρόνια που γύριζε ταινίες θα μπορούσε να έχει ψαχτεί περισσότερο με τη μουσική. Οι ταινίες ήταν πάνω-κάτω παρόμοιες, όπου ο ίδιος κυρίως τραγουδούσε και χόρευε και η ηθοποιοία έμπαινε σε δεύτερη μοίρα και αυτό γιατί στις πρώτες του προσπάθειες να παίξει σοβαρούς ρόλους, οι ταινίες πήγαν άπατες. Από την άλλη το μουσικοχορευτικό στοιχείο με μία γλυκανάλατη ιστορία αγάπης γέμιζε τις αίθουσες. Έτσι ο μάνατζερ αποφάσισε ότι πρέπει να συνεχίσει σε αυτό το μοτίβο ηχογραφώντας μάλιστα και ένα σάουντρακ για κάθε φιλμ. Κάτι που κούρασε και σωματικά και ψυχολογικά τον Έλβις που ενώ ήθελε να κάνει και καριέρα ηθοποιού, αισθανόταν ότι αναλώνεται στο ίδιο πράγμα και τραγουδάει κομμάτια που γράφτηκαν απλώς για να ταιριάζουν με την πλοκή της ταινίας. Όπως λέει και η Πρισίλα: «Δεν ήταν αυτός ο άνθρωπος, ήταν πολύ πιο βαθύς από αυτό. Μετά από μία ταινία αισθανόταν παγιδευμένος. Μισούσε το επόμενο σενάριο γιατί ήξερε ότι θα ήταν το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά».
Η μητέρα του ήταν ο πιο σημαντικός άνθρωπος στη ζωή του. Η σχέση του με τη μητέρα του ήταν λατρευτική και η απώλειά της τον διέλυσε. Από μικρός δούλευε σκληρά γιατί ήθελε να έχει τους γονείς του στα πούπουλα και γι’ αυτό αγόρασε και τη Graceland. Όταν η Gladys αρρώστησε και πέθανε, ο Έλβις έκανε την εκπαίδευσή του ως στρατιώτης στο Τέξας, πριν φύγει για Γερμανία. Αυτός ήταν ένας ακόμη λόγος που στη Γερμανία ήταν βαθιά θλιμμένος. Ακόμα και μετά από πολλά χρόνια από τον θάνατό της, τα ρούχα και τα προσωπικά της αντικείμενα παρέμεναν στη Graceland όπως τα είχε αφήσει. Ήταν η πιο δραματική περίοδος της ζωής του που τον ωρίμασε πολύ.
Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και τα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα της εποχής έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ψυχοσύνθεσή του. Το 1968 όταν έμαθε για τη δολοφονία του Martin Luther King Jr. γύριζε μία ταινία στα στούντιο της MGM. Όταν άκουσε στο ραδιόφωνο ότι δολοφονήθηκε ένιωσε σαν να χάνεται η ελπίδα του να ενωθούν όλοι οι άνθρωποι, χωρίς φυλετικές διακρίσεις. Έσκυψε το κεφάλι του και είπε θλιμμένα αναφερόμενος στον King: «Πάντα έλεγε την αλήθεια». Το ίδιο ένιωσε και όταν σκότωσαν τον Robert F. Kennedy. Σήκωσε την κιθάρα του και άρχισε να μονολογεί με φρενήρη ρυθμό: «Θέλω να με καταλάβετε, επειδή αυτή είναι μία στιγμή στην ιστορία που όλοι πρέπει να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο». Πραγματικά αυτή η αφήγηση την οποία ακολουθεί το τραγούδι “If I Can Dream” το οποίο κλείνει και το ντοκιμαντέρ είναι ίσως η πιο συγκινητική στιγμή. Εγώ πάντως έκλαψα. Εντάξει κλαίω εύκολα αλλά όταν το δείτε θα καταλάβετε.
Η αγάπη του για το γκόσπελ και ο τρόπος που συγχρονιζόταν και δούλευε με τους μουσικούς του ήταν αξιοσημείωτα. Πάντα έψαχνε το γκόσπελ και πάντα σε αυτό στρεφόταν για να βρει δύναμη, όπως λέει και η Πρισίλα. Μάλιστα την περίοδο των εμφανίσεων στο Λας Βέγκας πήρε μαζί του για τα φωνητικά, χορωδία γκόσπελ τραγουδίστριες. Τα μέλη της μπάντας του, και της πρώτης και της δεύτερης είχαν μάθει να τον κοιτούν και να τζαμάρουν μαζί του. Δεν έπαιρναν ποτέ τα μάτια τους από πάνω του. Όλοι μαζί ήταν σαν ένα καλοκουρδισμένο τρένο. Κάθε κίνησή του, τίναγμα του γοφού του, έδινε το ρυθμό στους μουσικούς. Στο ντοκιμαντέρ βλέπουμε με τι ωραίο τρόπο έκανε τον ενορχηστρωτή και πόσο εμπλεκόταν σε όλο το μουσικό κομμάτι των εμφανίσεων.
Είχε ανασφάλειες ακόμα και όταν βρισκόταν στην κορυφή. Όπως λέει ο Tom Petty αναφερόμενος στην περίοδο μετά την απουσία του από τα μουσικά πράγματα λόγω του στρατού και τις άπειρες ταινίες: «Δεν υπάρχει κάποιος χάρτης που να λέει τι πρέπει να κάνει ένας μουσικός του ροκ εντ ρολ όταν μεγαλώνει. Οι Beatles είχαν ο ένας τον άλλο και ο Έλβις ήταν ολομόναχος. Δεν υπήρχε κανείς που να είναι έστω και λίγο στα ίδια κυβικά με αυτόν για να μπορέσει να πάρει μια ιδέα». Όσο ήταν αφιερωμένος στις ταινίες δεν έψαχνε τη μουσική ιδιαίτερα, έτσι εκείνη την περίοδο στα τέλη των ‘60s ένιωθε ότι δεν ήξερε τι πρέπει να κάνει μετά. Είχε μπλοκάρει. Το 1968 κανονίστηκε η πρώτη του εμφάνιση μπροστά σε κοινό μετά από 7 χρόνια, για ένα σπέσιαλ επεισόδιο στον τηλεοπτικό σταθμό NBC. Λίγο πριν ξεκινήσει η εκπομπή, ο Έλβις ήταν στο καμαρίνι του και σκεφτόταν ότι αυτή είναι μια πολύ σημαντική εμφάνιση στη ζωή του. Είτε θα κατέληγε σε μεγάλη αποτυχία, είτε θα άλλαζε τα πάντα. Και για μια στιγμή δείλιασε. Αρνήθηκε να βγει στη σκηνή λέγοντας ότι άλλαξε γνώμη και ότι δεν θέλει να το κάνει. «Δεν θυμάμαι τίποτα από ό,τι τραγούδησα στο καμαρίνι. Δεν θυμάμαι τις ιστορίες που είπα. Το μυαλό μου είναι κενό. Ας το ακυρώσουμε. Δεν πρόκειται να συμβεί». Ευτυχώς ο παραγωγός κατάφερε να του αλλάξει γνώμη και όταν βγήκε στη στιγμή πραγματικά ήταν μια στιγμή μαγείας. Πήρε την κιθάρα του, το κοινό αιχμαλωτίστηκε επάνω του και απέδειξε περίτρανα ότι δικαίως αυτός ο εξαιρετικός μουσικός ονομάστηκε βασιλιάς του ροκ εντ ρολ.
Η σχέση του με τα χάπια ξεκίνησε στον στρατό και έγινε πιο έντονη στις εμφανίσεις στο Λας Βέγκας. Είχε κλείσει συμβόλαιο για πάνω από 150 εμφανίσεις τον χρόνο. Για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα έπρεπε να παίρνει διεγερτικά χάπια για τα σόου και υπνωτικά για να μπορεί να κοιμάται. Πήρε αρκετά κιλά κάποια στιγμή γιατί δεν έβγαινε από το ξενοδοχείο, όπως και κανένας μουσικός του, ήταν όλη μέρα εκεί, σαν να ζούσε σε μια πολυτελή φυλακή. Στο ξενοδοχείο που γίνονταν οι εμφανίσεις και έμενε, τον παρακολουθούσε ένα πιο σφιγμένο κοινό που διέθετε αρκετά χρήματα για να κάτσει στα μπροστινά τραπέζια και να φάει. Οι ενθουσιώδεις νέοι κάθονταν πίσω και δεν είχε άμεση επαφή μαζί τους, έτσι αυτό τον έριχνε ψυχολογικά γιατί δεν υπήρχε η αλληλεπίδραση που είχε ανάγκη. Τότε χώρισε και με την Πρισίλα και βίωνε μια δύσκολη κατάσταση την οποία προσπαθούσε να μη σκέφτεται προσθέτοντας συνεχώς περισσότερα σόου και σε άλλες πόλεις. Η Πρισίλα αναφέρει ότι αυτά τα τελευταία χρόνια των εμφανίσεων του Έλβις στο Λας Βέγκας ήταν πολύ δύσκολα εξαιτίας της σωματικής και της συναισθηματικής εξάντλησης που βίωνε. «Κάποιες φορές δεν μπορούσε καν να ολοκληρώσει ένα τραγούδι. Δεν ξέρω γιατί ανέβαινε στη σκηνή. Ήταν πολύ δύσκολο να το βλέπεις. Πιστεύω ότι θα ήταν καλύτερο αυτές τις μέρες να είχαν ακυρώσει το σόου».
Η μοναχικότητα και το τέλος. Εμπιστευόταν λίγους ανθρώπους. Η Πρισίλα τονίζει ότι η ζωή τους ήταν κυρίως μέσα στη Graceland με λίγους φίλους και γνωστούς μόνο. Είχε έναν κλειστό κύκλο, γύρω στα 50 άτομα και μόνο αυτούς έβλεπαν. Δεν εμπιστευόταν γενικά τον κόσμο και δεν τον ενδιέφερε να ανοιχτεί σε ξένους. Γύρω στο τέλος, το 1976, αποφάσισε να ηχογραφήσει το τελευταίο του άλμπουμ στο σπίτι του. Δεν ήθελε να πάει σε κανονικό στούντιο και έτσι έφερε το στούντιο στη Graceland. Σε έναν χώρο που ονομάστηκε Jungle Room γίνονταν οι ηχογραφήσεις ενώ ακριβώς απ’ έξω ήταν το βαν της RCA στο οποίο βρίσκονταν οι τεχνικοί και ο εξοπλισμός ηχογράφησης και παντού υπήρχαν καλώδια. Οι τεχνικοί περίμεναν υπομονετικά γιατί εξαιτίας των χαπιών και της κατάστασής του, συνήθως εμφανιζόταν για ηχογράφηση τα ξημερώματα. Κατά τη διάρκεια αυτών των, επονομαζόμενων, Jungle Room Sessions, ο Έλβις ηχογράφησε ένα από τα τελευταία του τραγούδια, το δραματικό και συναισθηματικό “Hurt”. Ίσως αυτός να ήταν ο τρόπος του να πει τι ακριβώς ένιωθε λίγο πριν το τέλος. Ένας βασιλιάς μόνος και πληγωμένος.