Το δρακέλι τις ημέρες του κορονοϊού

Είναι Παρασκευή μεσάνυχτα και το δρακέλι κατάπιε τη γυναίκα μου. Τη μια στιγμή την είδα να γέρνει στον δερμάτινο καναπέ του σαλονιού μας, και την άλλη εξαφανίστηκε. Από τις σκιά της κατάλαβα τι συνέβη: την ρούφηξε από τα πέλματα, ακολούθησαν οι στρουμπουλές οι γάμπες της και στο τέλος κατάπιε μέχρι και τα γυαλιστερά, τα φουντωτά μαλλιά της. Περίμενα το δρακέλι να πνιγεί, ή τουλάχιστον να ανακατευτεί. Μιλάμε για μαλλιά πλούσια, τρίχα χοντρή σαν σύρμα, όχι αστεία, αλλά ο αποχαιρετισμός της συνοψίστηκε σε μια πνιχτή κραυγή, ένα ανεπαίσθητο αχ, ίδιο με αυτά που της ξέφευγαν όποτε έβλεπε στην τηλεόραση κάποια σκηνή που την τρόμαζε.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και αναρωτιέμαι τι πρέπει να κάνω με το δρακέλι στο σαλόνι. Παρόλο που δεν μου είναι καθόλου ευχάριστο το πλησιάζω την στιγμή που ξαπλώνει στο χαλί χορτάτο, με τα κόκκινα μάτια του ανοιχτά και το στομάχι του πρησμένο. Σέρνω τις χνουδωτές παντόφλες μου δίπλα στο μαύρο το τριχωτό του δέρμα, ώστε να το αναγκάσω να αναδιπλωθεί για να συρθεί τελικά στην κουρτίνα, λίγα μόλις μέτρα μακριά από τη σκηνή του εγκλήματος που περιέργως παραμένει αναίμακτη και κάπως ηλεκτρική στο φως της τηλεόρασης. Η βιβλιοθήκη στο πλάι μας αλλάζει χρώματα. Τα βιβλία αλλάζουν χρώμα. Όλα μοιάζουν ρευστά.

Το δρακέλι δεν είναι επιθετικό. Έκανε τη δουλειά του ψύχραιμα, με χειρουργική ακρίβεια, χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς ή ζωώδη αγριότητα. Φέρνω την παγωμένη παλάμη μου στον καναπέ, στη θέση της γυναίκας μου που είναι δίπλα στην καθιερωμένη δικιά μου θέση. Είναι ακόμη ζεστή, οπότε είναι σαν να κάθομαι πάνω στη σκιά της, ακριβώς δίπλα στο μαξιλάρι που προ ολίγου έγερνε νυσταγμένη. Το δρακέλι καταβρόχθισε τη σκιά της που κανονικά θα έπεφτε πάνω μου. Τώρα δεν πέφτει τίποτα πάνω μου, μόνο το ηλεκτρικό φως της τηλεόρασης που κάνει ακόμη και τη πιτζάμα μου να αλλάζει χρώματα. Έχει πλάκα η μπλούζα μου όταν γίνεται πράσινη, ενώ κανονικά είναι μπλε. Όλο το δωμάτιο αλλάζει χρώματα συνεχώς, σαν ενυδρείο που φωτίζεται από λάμπες νέον. Όλα τρέμουν, όλα γίνονται ρευστά, δεν υπάρχει τίποτε σταθερό στο δωμάτιο, αλλά εγώ περιέργως παραμένω ψύχραιμος, ίσως γιατί το περίμενα.

Χτυπάει το τηλέφωνο.

Κανείς δεν κοιμάται πια νωρίς στην πόλη και κανείς δεν βγαίνει από το σπίτι. Ξενυχτάνε μέσα στα ενυδρεία τους χωρίς λόγο, αφού ο πολύς ύπνος τους πέφτει βαρύς, πιο βαρύς απ’ ότι τους έπεφτε πριν η αυπνία που έτρεχαν για δουλειές. Μιλάω με τον έναν και τον άλλον εξηγώντας πως έγιναν τα πράγματα στο σαλόνι. Άλλοι με καλούν να μάθουν λεπτομέρειες, άλλους τους παίρνω εγώ.

Το δρακέλι από την άλλη το παίρνει γρήγορα ο ύπνος, δυο μέτρα μακριά μου.

Οι περισσότεροι έχουν ένα παρόμοιο περιστατικό να αφηγηθούν τον τελευταίο μήνα. Ένας άντρας που πλέον λείπει, ένα παιδί που χάθηκε, δυο γονείς που εξαφανίστηκαν, ένα κατοικίδιο που την έκανε, όλοι το ξέρουν πια πως δρα το δρακέλι, κάθε τόσο άλλωστε το δείχνει και η τηλεόραση. Γυρίζει στους δρόμους, σε πάρκα, σε μπαλκόνια και δρα, από εκεί το έβγαλαν δρακέλι, χωρίς να βγάλει άχνα, τρώει στα γρήγορα όποιον του γυαλίζει.

Τουλάχιστον είδες πως έγινε και τώρα ξέρεις με βεβαιότητα που είναι, λένε οι φίλοι μου. Ξέρεις πια γιατί στριφογύριζε στην πυλωτή της πολυκατοικίας και στον λόφο απέναντι από το σπίτι και στη γωνία, δίπλα στο ψιλικατζίδικο.

Ναι, και που ξέρω τι αλλάζει;

Ε, πως; Μπορείς να το περιμένεις να ξυπνήσει και να δεις τι θα γίνει μετά. Να σκύψεις να δοκιμάσεις αν μπορείς να πιάσεις το στομάχι του και αν θα νιώσεις τη γυναίκα σου μέσα του.

Αυτό κάνω. Σηκώνομαι και ακουμπάω την ζεστή κοιλιά του.

Ναι, είναι εκεί τη νιώθω, μέσα στο δρακέλι. Κινείται. Τεντώνει τα γλυπτά τα μπράτσα της και το στήθος της. Σωστό άγαλμα από τη μέση και πάνω από τότε που τη γνώρισα, δέκα χρόνια τώρα, μέχρι και σήμερα, μέχρι και στην κοιλιά του δρακελιού.

Σκύβω μπας και την ακούσω. Κάτι πιάνω στο βάθος, αλλά δεν είμαι σίγουρος ανάμεσα στα γουργουρητά.

Ξαπλώνω στο χαλί, δίπλα στο δρακέλι. Η ανάσα του χαϊδεύει τον λαιμό μου, όπως έκανε η δικιά της ανάσα στο κρεβάτι μας. Μόνο που η δικιά του είναι πιο ζεστή, ίσως και η μυρωδιά να είναι κάπως διαφορετική. Ίσως και όχι. Τώρα που το σκέφτομαι, όχι, η ανάσα του μυρίζει όπως η ανάσα της.

Λένε ότι ερωτευόμαστε με τη μυρωδιά και περιέργως το δρακέλι έχει τη μυρωδιά της. Χάνομαι.

Το φως το ήλιου καρφώνεται μετά από ώρες στο αριστερό μου βλέφαρο που ανοίγει σαν να σηκώνεται αυλαία, το δεξί ακολουθεί με μια μικρή καθυστέρηση. Ο κόσμος χωράει στο σαλόνι μου. Βγαίνω από τον λήθαργο. Η τηλεόραση είναι ακόμη αναμμένη.

Συνειδητοποιώ ότι ο αυχένας μου έχει πιαστεί, όπως και τα πλευρά μου, έχω χρόνια να κοιμηθώ στο πάτωμα, ίσως από παιδί.

Σηκώνομαι και πάω στο μπάνιο, ρίχνω παγωμένο νερό στο πρόσωπό μου και στάζοντας τρέχω στην κουζίνα όπου ακούω θόρυβο. Το δρακέλι είναι εκεί κι ετοιμάζει πρωινό. Φαίνεται ότι έχει φροντίσει να μάθει τις συνήθειές μου. Ίσως του ψιθυρίζει η γυναίκα μου κάπως, μέσα από το στομάχι του, δεν εξηγείται αλλιώς. Εκτός και αν μας παρακολουθούσε απέναντι από τον λόφο τόσο καιρό.

Κάθεται απέναντί μου στο τραπέζι και κατεβάζουμε συγχρονισμένα δυο γουλιές ελληνικού καφέ και δυο μπουκιές από ένα τοστ με γαλοπούλα. Έχουμε και οι δύο όρεξη. Μετά αρχίζει να μιλάει. Λέει όσα θα έλεγε η γυναίκα μου. Η φωνή του μοιάζει και ο τρόπος που βάζει στη σειρά τις λέξεις και όσα λέει, θα μπορούσε να τα λέει εκείνη.

Όσο περνάει η ώρα βεβαιώνομαι ότι αυτή είναι ακόμη εκεί, μαζί μας. Πηδάω πάνω στο τραπέζι και με μια λαβή του ανοίγω το στόμα. Περνάω το χέρι μου στη γλώσσα, στον φάρυγγα, στην τραχεία και ζορίζομαι, κοκκινίζω ολόκληρος ενώ κοντεύω να φτάσω στο στομάχι. Αν είναι ακόμη εδώ θα την τραβήξω. Είναι ακόμη εδώ, το ξέρω αλλά δεν μπορώ να την βγάλω έξω. Επιστρέφω στην καρέκλα μου αποκαμωμένος.

Κάθομαι απέναντί του, μετά καθόμαστε μαζί στο γραφείο και δουλεύουμε, μετά τρώμε μεσημεριανό, μετά καθόμαστε στον καναπέ και βλέπουμε μαζί τηλεόραση, μιλάμε στο τηλέφωνο, πίνουμε τσάι μαζί. Οι άλλοι επιμένουν: τουλάχιστον ξέρεις που είναι.

Το δρακέλι δεν φεύγει. Οι μέρες περνάνε, μπορεί και εβδομάδες, ο χρόνος έχει κάτι ρευστό, ο χώρος εξακολουθεί να είναι κι αυτός ρευστός. Δεν κλείνω μάτι. Ίσως θέλει να μείνει μαζί μου για να μου κάνει παρέα ή μπορεί να σχεδιάζει να με καταβροχθίσει κι εμένα. Ποιός ξέρει; Οι άλλοι λένε: τουλάχιστον εσύ ξέρεις, αλλά το μόνο που μου έρχεται στο μυαλό από το πουθενά μέσα σε αυτή την κατάσταση είναι ένα νανούρισμα από το χωριό στο νησί μου: «Νάνι, δρακέλι μ’, νάνι, νάνι. Νάνι, κοπελαρέλι μ’, νάνι, νάνι», που αυτό ναι, δεν το ξέρει κανείς, αλλά μου το τραγουδούσε κάποτε η μάνα μου, έναν αιώνα πριν.

Η τελευταία εικόνα που έχω είναι το δρακέλι που ανοίγει το στόμα του. Είναι Παρασκευή μεσάνυχτα και όλα είναι ρευστά.

Τα βιβλία της Ευτυχίας Γιαννάκη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ίκαρος.
POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA