Η διάρκειας 15 ωρών ερμηνεία του στο Vexations του Erik Satie έχει αφήσει εποχή. Αυτή τη φορά, στη συναυλία της ΚΟΑ Ελληνική Επανάσταση ΙΙΙ, ο Τίτος Γουβέλης καλείται να δαμάσει ένα ακόμη κοπιώδες, απαιτητικό έργο: το Συμφωνικό Κοντσέρτο του θεμελιωτή της Εθνικής Μουσικής Σχολής, Μανώλη Καλομοίρη. Λίγο πριν την πολυαναμενόμενη βραδιά (12.06), ο καταξιωμένος πιανίστας μιλά για τη βαθιά ερωτική σχέση του με τη μουσική.
«Αν η μουσική συντείνει στο να κάνει τον Έλληνα πιο σκεπτόμενο, τότε είναι μια έμμεση πολιτική πράξη» είχατε πει σε προηγούμενη συνέντευξη. Πιστεύετε ότι αυτό – πέρα από τη μουσική – ισχύει για κάθε καλλιτεχνική έκφραση; Σας έχει συμβεί να επηρεαστείτε- μέχρι σημείου αναθεώρησης απόψεων – ένα μουσικό ή καλλιτεχνικό δρώμενο; Στον βαθμό που η Τέχνη, κάθε μορφή Τέχνης, τροφοδοτεί την κριτική μας σκέψη, εκλεπτύνει τα συναισθήματά μας και ανοίγει νέους τρόπους θέασης και ερμηνείας του επιστητού, καθίσταται σαφώς πράξη πολιτική και μάλιστα ξεχωριστής δύναμης και αποτελεσματικότητας. Η Τέχνη είναι πολιτική πράξη, είτε πρόκειται για τραγωδία του Αισχύλου, μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι, συμφωνία του Σοστακόβιτς, θεατρικό έργο του Μπρεχτ ή βίντεο του Βαϊόλα. Ως καλλιτέχνης ο ίδιος αλλά κυρίως ως άνθρωπος που συνειδητά και σταθερά αφήνεται να παραδοθεί στη μαγεία και την επίδραση της Τέχνης, θεωρώ αναγκαίο να προσέρχομαι στο κατώφλι της χωρίς να υποκύπτω στον πειρασμό της προκαθορισμένης βεβαιότητας. Το βίωμα της ομορφιάς είναι ένα βίωμα παιδευτικό, υπό την έννοια ότι μετασχηματίζει ποιοτικά τη συνείδησή μας κι έτσι κι εγώ αλλάζω, μετακινούμαι, πλουτίζω σε κάθε μου επαφή με το Ωραίο. Ο μετασχηματισμός αυτός μπορεί και να έγκειται σε αναθεώρηση απόψεων αλλά και σε αδιανόητη εμβάθυνση ιδεών και συναισθημάτων. Για παράδειγμα, πολύ πριν το πρώτο μου «προσκύνημα» στο Bayreuth το 2008 αγαπούσα και θαύμαζα τον Βάγκνερ, ενώ παράλληλα είχα μία κάποια καχυποψία σχετικά με τα όρια και τη δύναμη των μοντέρνων σκηνοθεσιών στα έργα του. Μία παράσταση των Αρχιτραγουδιστών της Νυρεμβέργης σε συγκλονιστική σκηνοθεσία της Καταρίνα Βάγκνερ (που είχε διχάσει τότε το γερμανικό κοινό) ήταν αρκετή για να προσδώσει νέες διαστάσεις στην αγάπη μου για αυτή τη μουσική και να άρει μια και καλή κάθε επιφύλαξη απέναντι στις μοντέρνες σκηνοθετικές προσεγγίσεις.
Θα συμφωνούσατε ότι μια επιρροή του επιπέδου που μόλις αναφέραμε είναι η ύψιστη φιλοδοξία του καλλιτέχνη; Με αυτή την έννοια, αποτελεί και δική σας φιλοδοξία; Φιλοδοξία του καλλιτέχνη είναι η διασφάλιση της αλήθειας, της δύναμης και της ειλικρίνειας του μηνύματός του, χωρίς συμβιβασμούς από εξωτερικούς ή εσωτερικούς παράγοντες. Είναι γεγονός ότι ο καλλιτέχνης απολαμβάνει μία αξιοσημείωτη εξουσία επί της ψυχής και του μυαλού των αποδεκτών του έργου του. Το κοινό παραδίδεται στον εκάστοτε καλλιτέχνη οικειοθελώς – και αυτό είναι το σημαντικό – για όσο χρόνο διαρκεί μία καλλιτεχνική δράση, έτοιμο να δει τα πράγματα μέσα από τα δικά του μάτια. Η τεράστια αυτή δύναμη και εξουσία γεννά εξίσου μεγάλη ευθύνη. Φιλοδοξία μου είναι να αποδεικνύομαι κάθε φορά άξιος μίας τέτοιας εμπιστοσύνης, να κάνω την καλύτερη δυνατή χρήση της με ευσυνειδησία και όραμα.
Αξιοσημείωτη στιγμή της σταδιοδρομίας σας είναι η ιστορική πρώτη πανελλήνια εκτέλεση του κολοσσιαίου έργου Vexations του Erik Satie στην Αθήνα, τον Απρίλιο του 2010, που διήρκεσε 15 ώρες. Πώς επιτυγχάνει κάποιος αυτή την υπέρβαση – πνευματική, όσο και σωματική; Είναι πολύ τιμητικό για μένα, ότι μετά από τόσα χρόνια η εκτέλεση αυτή παραμένει χαραγμένη στη μνήμη όσων την έζησαν αλλά ακόμα και αυτών που απλά πληροφορήθηκαν την ύπαρξή της. Όπως έχω πει και στο παρελθόν, δεν αποφάσισα να παίξω τα Vexations από τη ματαιοδοξία να κάνω κάτι πρωτοποριακό ή να «αποδείξω» πόσο μεγάλες αντοχές έχω. Για μένα το έργο αυτό έχει μεγάλη καλλιτεχνική αξία, είναι ένας μουσικός πρόδρομος της εννοιολογικής τέχνης (conceptual art) και προσφέρει μία ιδιάζουσα εμπειρία υπερβατικότητας στους εκτελεστές και στο κοινό του. Αυτό ήθελα να βιώσω και να μεταδώσω. Και η πεποίθηση αυτή ήταν αρκετή, μαζί βέβαια με τη διαρκή παρουσία του κοινού σε εκείνο το ολονύχτιο εγχείρημα, ώστε να διατηρήσω την πνευματική και σωματική μου δύναμη μέχρι τέλους.
Στο τέλος ποιο ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα; Η συγκίνηση. Στις δύο τελευταίες από τις 840 επαναλήψεις έπαιζα εμφανώς δακρυσμένος, νιώθοντας ότι έπρεπε πια να εγκαταλείψω μία «κατάσταση», με την οποία είχα ταυτιστεί ψυχικά.
Ο δάσκαλός σας Άρης Γαρουφαλής υπήρξε αυστηρός μαζί σας, θέλοντας όπως έχετε πει να σας διδάξει την ελευθερία. Όντας πλέον καταξιωμένος καθηγητής, κατανοείτε ίσως το γιατί; Στην τέχνη, η ελευθερία είναι ένας στόχος που επιτυγχάνεται μόνο μέσα από αυστηρή πειθαρχία. Η ελευθερία (όπως και στις κοινωνίες) δεν χαρίζεται αλλά κατακτιέται. Συγκεκριμένα, εμείς οι εκτελεστές μουσικής, κερδίζουμε την ερμηνευτική μας ελευθερία μόνο μέσα από τον αγώνα μας να κατανοήσουμε βαθύτερα και να υπηρετήσουμε καλύτερα το πνεύμα της μουσικής των συνθετών. Και ο αγώνας αυτός απαιτεί τρομακτική πειθαρχία, αμείωτη παρατηρητικότητα, διαρκή προβληματισμό για την κατανόηση των αιτιών κάθε χειρονομίας, ανελέητη προσήλωση στη λεπτομέρεια. Στο απόγειο αυτών των τρόπων προσέγγισης της μουσικής, ο ερμηνευτής δύναται να ανακαλύψει πεδία ελευθερίας που ούτε καν θα φανταζόταν εάν δεν περνούσε μέσα από αυτούς.
Εσείς είστε αυστηρός; Δεν είμαι εγώ αυστηρός. Αυστηρή είναι η μουσική. Εγώ προσπαθώ απλά να βοηθήσω τους μαθητές μου να καταλάβουν ότι η αυστηρότητα της μουσικής πράξης δεν αναιρεί την ομορφιά και τη γοητεία της αλλά αντίθετα, την ενισχύει μοναδικά.
Πώς συμβουλεύετε κάποια/κάποιον να αντιμετωπίσει το λεγόμενο stage fright και πώς το ξεπερνάτε εσείς ο ίδιος; Αναλύοντας τα αισθήματά μου, θα σας έλεγα πως δεν νιώθω φόβο πριν βγω στη σκηνή αλλά περισσότερο μία βαθιά αγωνία για το κατά πόσο θα μπορέσω να επικοινωνήσω στο κοινό μου αυτά που νιώθω και πιστεύω για το έργο που καλούμαι να ερμηνεύσω. Πάντως, σας βεβαιώ, πως η αγωνία αυτή όχι μόνο δεν ελαττώνεται με το πέρασμα του χρόνου αλλά συνεχώς ενισχύεται. Αλλά μετά από τόσα χρόνια ζωής στη σκηνή, η αγωνία αυτή έχει γίνει πλέον οικεία, για να μην πω απαραίτητη. Έχω μάθει πια να ζω με αυτήν και να μου είναι ευπρόσδεκτη, όσο βασανιστική και να δύναται να καταστεί. Αυτή είναι η συμβουλή μου και στους νεότερους συναδέλφους, που συχνά αναζητούν εναγωνίως τη «μαγική συνταγή» για να νικήσουν το τρακ τους: να συμφιλιωθούν με την ιδέα πως δεν θα το νικήσουν ποτέ και ότι αν νιώσουν ότι το νίκησαν, μάλλον θα βρίσκονται σε μία επικίνδυνη τροχιά.
Έχετε κάνει επίσης σπουδές εκκλησιαστικού οργάνου, το οποίο φαντάζει εξαιρετικά περίπλοκο. Είναι όντως έτσι; Εξαρτάται από ποια σκοπιά το βλέπει κανείς. Όπως κάθε όργανο, έχει κι αυτό κατασκευαστικά πλεονεκτήματα αλλά και περιορισμούς, πράγματα που μπορεί κανείς να πετύχει εύκολα και άλλα δύσκολα. Έχοντας ένα πιανιστικό υπόβαθρο όταν ξεκινούσα να μελετάω όργανο, θα έλεγα πως η κύρια δυσκολία που αντιμετώπισα ήταν η ανάγκη να συντονίζω και να ελέγχω πολλούς τεχνικούς παράγοντες (καθοριστικής φυσικά σημασίας) κατά τη διάρκεια μίας εκτέλεσης. Το να διατηρώ αναλλοίωτη και ασυμβίβαστη την προσήλωσή μου στη μουσική αυτή καθ’ εαυτή ελέγχοντας ταυτόχρονα μία σειρά από εξωμουσικούς παράγοντες ήταν η κύρια πηγή δυσκολίας – στην αρχή τουλάχιστον.
Η κλασική μουσική είναι τελικά κλαμπ για λίγους στην Ελλάδα; Απερίφραστα ναι. Αλλά με όση βεβαιότητα κάνω τη θλιβερότατη αυτή παραδοχή, με άλλη τόση βεβαιότητα σας λέω πως δεν θα πάψω ποτέ όσο ζω να παλεύω με όσες δυνάμεις διαθέτω για την ανατροπή αυτής της πραγματικότητας. Ξέροντας παράλληλα, πως πλείστοι εκλεκτοί συνάδελφοί μου επιδίδονται ακατάπαυστα στον ίδιο αγώνα, όσο μάταιος και να φαίνεται αυτός κάποιες στιγμές.
Το ρεπερτόριό σας εκτείνεται από το μπαρόκ μέχρι τον 21ο αιώνα, ενώ έχετε ερμηνεύσει και περισσότερα από 60 έργα Ελλήνων συνθετών – πολλά σε πρώτη εκτέλεση. Πως καταφέρνετε να κινείστε με άνεση ανάμεσα στις διαφορετικές μουσικές περιόδους; Τι απαιτεί αυτή η διαδικασία από εσάς; Δεν χρειάζεται να καταβάλλω προσπάθεια για να συμβαίνει αυτό. Είναι το φυσικό επακόλουθο της αγάπης μου για τη μουσική, που δεν περιχαρακώνεται σε συγκεκριμένες εποχές, συγκεκριμένες περιοχές του ρεπερτορίου ή συγκεκριμένους συνθέτες. Μέσα μου υπάρχει πάντα η ανάγκη της ισορροπίας: όταν π.χ. ασχοληθώ επί μακρόν με το κλασικό ρεπερτόριο, νιώθω μετά την επιτακτική ανάγκη να στραφώ στα αριστουργήματα του 20ού αιώνα, ή όταν περάσω ατέλειωτες ώρες μοναχικής προετοιμασίας μίας σολιστικής εμφάνισης έχω ανάγκη να απολαύσω την ομαδική συμπόρευση της μουσικής δωματίου.
Πέραν των παραπάνω, είστε συντάκτης των προγραμμάτων της ΚΟΑ, ενώ κείμενά σας φιλοξενούνται συχνά και στα έντυπα προγράμματα του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και του Φεστιβάλ Αθηνών. Πώς σας έχει επηρεάσει ως μουσικό αυτή η ενασχόληση με την ιστορία και τα μουσικολογικά στοιχεία των έργων; Η συγγραφή κειμένων προγράμματος έχει αφενός προσφέρει πολλά στην αύξηση των εγκυκλοπαιδικών μουσικών μου γνώσεων, αφετέρου ακουμπάει μία άλλη μεγάλη μου αγάπη, την αγάπη για τη γλώσσα. Όταν ανέλαβα για πρώτη φορά να γράφω τα κείμενα για τα προγράμματα της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών το 2009, δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι θα έβρισκα σε αυτή την ενασχόληση τόση χαρά ούτε ότι το κοινό θα αγκάλιαζε τα ταπεινά μου πονήματα με τόση θέρμη. Δεν θα ήταν υπερβολή να πω επίσης ότι πολλά έργα που αγνοούσα την ύπαρξή τους ή που δεν είχα την ευκαιρία να γνωρίσω σε βάθος, τα ανακάλυψα ουσιαστικά χάρη στη μελέτη και στην έρευνά μου για τη συγγραφή κειμένων. Και αυτό είναι ένα ανυπολόγιστης αξίας ευεργέτημα.
Οι μαγνητοσκοπημένες συναυλίες είναι αναγκαίο κακό ή θεωρείτε ότι μπορούν να αξιοποιηθούν και σε συνθήκες εκτός πανδημίας, όπως πολλοί υποστηρίζουν; Πράγματι, οι μαγνητοσκοπημένες συναυλίες χωρίς κοινό διείσδυσαν δυναμικά στη διεθνή μουσική πραγματικότητα ως μέσο καλλιτεχνικής επιβίωσης εν μέσω της πανδημίας. Όπως κάθε μέσο, η χρήση του θα καθορίσει τελικά αν θα καθιερωθεί στη συνείδησή μας με θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Ας μην γελιόμαστε, η έλλειψη του κοινού στις αίθουσες συναυλιών είναι τουλάχιστον αφόρητη και όσο γρηγορότερα ο κόσμος ξαναβρεθεί στους φυσικούς χώρους ύπαρξης της μουσικής, τόσο το καλύτερο. Από την άλλη, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός, ότι οι μαγνητοσκοπημένες συναυλίες απευθύνθηκαν σε ένα μεγάλο κοινό, σίγουρα μεγαλύτερο από αυτό που φυσικά μπορεί να παρευρεθεί άπαξ σε μία αίθουσα. Το ερώτημα είναι κατά πόσον οι μαγνητοσκοπήσεις θα λειτουργήσουν τελικά ως εργαλείο προσέλκυσης του κόσμου στις αίθουσες ή ως ανάσχεση της φυσικής παρουσίας τους. Το πρώτο θα είναι ευλογία, το δεύτερο κατάρα. Αλλά ακόμα είναι νωρίς, πιστεύω, να αποτολμήσει κανείς μία πρόβλεψη για το τελικό αποτέλεσμα.
Την ώρα που παίζετε αφοσιώνεστε στο τρίπτυχο Μαέστρος/Ορχήστρα/Παρτιτούρα, ή σας επηρεάζει η ενέργεια της πλατείας; Το ερώτημά σας, στην ουσία, είναι μία διαφορετική διατύπωση του διαχρονικού ερωτήματος που ταλανίζει όλους εμάς τους μουσικούς: για ποιον λόγο παίζουμε μουσική; για τον εαυτό μας, για το κοινό, για τον συνθέτη, για την επαγγελματική καταξίωση, γιατί; Όλες οι απαντήσεις έχουν το δικό τους, μικρό η μεγάλο, μερίδιο αλήθειας. Εγώ θα σας έλεγα, κάπως απλουστευτικά ενδεχομένως, πως κάνω μουσική για τον ίδιο λόγο που όταν μας συμβεί κάτι εξαιρετικά ευχάριστο, έχουμε ανάγκη να πάρουμε τηλέφωνο τους πιο αγαπημένους και στενούς μας φίλους και να μοιραστούμε τη χαρά μας για αυτό που μας συνέβη. Κάνω μουσική, γιατί δεν αντέχω να μην μοιραστώ με ανθρώπινες ψυχές την ομορφιά των ήχων που κατακλύζει την ψυχή μου.