Δεν θα βρεις πολλά συγκροτήματα της δεκαετίας του ’90 που, χωρίς να ανήκουν σε κανένα απ΄τα ρεύματα της εποχής (brit pop, grunge, post-rock κτλ.), κατάφεραν να επιβιώσουν χωρίς να δίνουν ιδιαίτερη σημασία στις προσδοκίες κανενός. Είτε μιλάμε για το φανατικό κοινό τους, είτε για τις μεγάλες δισκογραφικές που τους φιλοξένησαν (Island, Beggars Banquet, 4AD και τώρα η City Slang) ή για τους κριτικούς που ποθούν δώδεκα “Jism” κάθε δύο χρόνια. Δεκαεφτά χρόνια μετά το Simple Pleasure, το δίσκο δηλαδή που πρόσθεσε οριστικά μια soul χροιά στη μουσική τους, τα κείμενα που γράφτηκαν μοιάζουν άστοχα. Σήμερα όλοι κάνουν ένα βήμα πίσω και αναγνωρίζουν στην μπάντα απ΄το Νότιγχαμ ότι δεν έχει βγάλει ποτέ κακό δίσκο, ακόμα και αν είναι σίγουρο πως όλοι μας έχουμε μια κυκλοφορία που δεν συμπαθήσαμε ποτέ (προσωπικά, το Falling Down The Mountain του 2010).
Τίποτα απ’αυτά δεν θα συνέβαινε βέβαια αν δεν είχαν κυκλοφορήσει το The Something Rain το 2012 που είναι ότι πιο κοντά έχουν βγάλει στον ήχο που τους οδήγησε στους τρεις πρώτους, και κλασσικούς πια, δίσκους. Σήμερα, το δέκατο άλμπουμ τους οριστικοποιεί το γεγονός ότι ξεπέρασαν την αποχώρηση (κυρίως) του Dickon Hinchcliffe, του υπεύθυνου δηλαδή για τα καλύτερα έγχορδα που ακούσαμε ποτέ σε ποπ μπάντα, και με τον David Boulter στα πλήκτρα να αναλαμβάνει περισσότερες ευθύνες φαίνεται πως το δικό του organ μπορεί και να ήταν πιο ζωτικής σημασίας από όσα πρόσφερε στον ήχο του συγκροτήματος ο Hinchcliffe. Το The Waiting Room είναι ο δίσκος που εδραιώνει το νέο σχήμα κι ελπίζω ακυρώνει τις ιδέες του Stuart Staples για σόλο καριέρα που δεν ήταν κι ό,τι καλύτερο έχει κάνει. Τα έντεκα κομμάτια του δίσκου ακολουθούν τις γνωστές τακτικές του συγκροτήματος: δύο ντουέτα με γυναικεία φωνητικά, τρία υπέροχα ορχηστρικά θέματα (ένα εκ των οποίων διασκευή), ένα ακόμα θαυμάσιο τραγούδι με τη χαρακτηριστική απαγγελία του γκρουπ και μια-δύο εκπλήξεις, με κυριότερη την απόπειρα να παίξουν με το afro funk του Fela Kuti στο “Help Yourself”.
Κι ενώ στα χαρτιά δεν ακούγεται ως η καλύτερη ιδέα, οι Tindersticks καταφέρνουν να ακούγονται διαφορετικοί εκεί που πρέπει, και οικείοι όταν χρειάζεται. Η πειραγμένη φωνή του Staples στο “Second Chance Man” μαζί με την έξοχη τζαζ ενορχήστρωση των πνευστών του Julian Siegel (αναμφίβολα το κρυφό όπλο της δουλειάς) ή το slap bass στο καλύτερο κομμάτι του δίσκου “Were We Once Lovers”, είναι δείγματα μιας μπάντας που έχει βρει τον τρόπο να κάνει μικρές αλλαγές χωρίς να χάνει τον χαρακτήρα της. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτό είναι το πρώτο disco influenced κομμάτι της καριέρας τους. Από κοντά ακολουθεί το σήμα κατατεθέν της μπάντας, το μάλλον αυτοβιογραφικό “How He Entered” με τον Staples να μονολογεί: “Τhe broken hearts left behind/They were just material to him/And how they would come to pursue him/How they would eventually come to drag him back in”.
Παρόμοιο θέμα, δηλαδή η μνήμη κι η φθορά της, ο θάνατος κι ο έρωτας, έχει και το “Hey Lucinda” που είναι το τελευταίο τραγούδι που ηχογράφησε η μπάντα με την πρόωρα χαμένη φίλη τους, την Lhasa De Sela που ίσως θυμάστε απ΄το “Sometimes It Hurts” ή απ΄το ντεμπούτο της που περιείχε το “El Desierto” που είχε κάνει μια σχετική επιτυχία στην Αθήνα. Ο διάλογος που έχει κάνει επιστήμη ο Staples είναι απολαυστικός και κορυφώνεται όταν η Lhasa του λέει “I only dance to remember/how dancing used to feel”. Εξίσου επιτυχημένη είναι και η συνεργασία του “We Are Dreamers” με την Jehnny Beth των Savages, η οποία ακούγεται σαν την Patti Smith κι όχι σαν την Siouxsie (αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα). Τέλος, τα ορχηστρικά θέματα που ολοκληρώνουν το δίσκο, και δεν τον συμπληρώνουν όπως συνέβαινε στο Falling Down The Mountain ή το Hungry Saw παλιότερα, δίνουν την κινηματογραφική χροιά που χαρακτηρίζει την μπάντα, η οποία επέλεξε να δώσει τα τραγούδια του δίσκου σε φίλους σκηνοθέτες για να εμπνευστούν και να δημιουργήσουν ισάριθμες ταινίες μικρού μήκους, τις οποίες μπορείτε να δείτε συνολικά στο παρακάτω βίντεο.
Εικοσιπέντε χρόνια μετά τη δημιουργία των Asphalt Ribbons, όπως λέγονταν αρχικά, οι Tindersticks έχουν φτάσει εκεί που ήθελαν να φτάσουν. Κι εννοώ ότι υπήρχε η στιγμή που θα μπορούσε να μεταφερθούν σε στάδια, αλλά αντίθετα απ΄τους National για παράδειγμα, δεν το θέλησαν ποτέ. Παρέμειναν όμως μια απ’τις καλύτερες μπάντες επί σκηνής, κάτι που αποδεικνύεται απ΄τη δισκογραφία τους που αποτελείται από μερικά αριστουργηματικά live album, όπως αυτό στο Bloomsbury και στο San Sebastian.
Χωρίς να μπορώ να τους πω πλέον επιδραστικούς, οι Tindersticks είναι μια απ΄τις σημαντικότερες μπάντες της γενιάς τους, και παρότι είναι πλέον πενηντάρηδες που αναπολούν τις επιλογές της νιότης τους, δεν μεμψιμοιρούν. Είναι μελαγχολικοί, φυσικά , όμως με το δικό τους τρόπο, μακριά απ΄το αστικό σκοτάδι και την οργή αλλά πάντα δίπλα σου.