O μυκονιάτης Σπυρίδων Κ. Παγανέλης, γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας της εποχής του, το 1895 έγραψε ένα οδοιπορικό για το νησί του. Ο Παγανέλης είχε πλούσια ζωή, μεταξύ άλλων χρημάτισε βουλευτής Κυκλάδων, πρόξενος στη Φιλιππούπολη, έφορος στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Το κείμενο αναδημοσιεύθηκε πρόσφατα χάρη στις εκδόσεις Ίνδικτος.
Στην πολύ προσεγμένη εισαγωγή του βιβλίου ο Παναγιώτης Κουσαθανάς, σημειώνει «Ο Σπυρίδων Παγανέλης ζει έντονα, άπληστα τις στιγμές της παραμονής του εις την νήσον, διότι γνωρίζει καλώς ότι αυτές, ως αναμνήσεις αργότερα πλέον, όταν επιστρέψει στην πρωτεύουσα, θα τον βοηθήσουν ν’ αναζητήσει και να ξανακερδίσει τον χαμένο χρόνο του. Ο μισεμός του από τη φίλη πατρίδα κι ο αποχωρισμός του από τους πεφιλημένους συμπατριώτες περιγράφεται δραματικά από τον ίδιον. Το ατμόπλοιο αναχωρεί, αλλά εκείνος παραμένει με τα μάτια προσηλωμένα στο αγαπημένο νησί που χάνεται ολίγον κατ’ ολίγον στον ορίζοντα εν μέσω μιας καταιγίδας που έχει ξεσπάσει και τον δέρνει αλύπητα χωρίς όμως ουδόλως να τον πτοεί ή να σβήνει το κάρβουνο που καίει στα σωθικά του. Διότι ο ίδιος γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα ότι στο εξής, μακριά από το πάτριο έδαφος “η στέρησις θα του παρέχει το μέτρον της αξίας και της ορθής εκτιμήσεως εκείνου όπερ είχε” και έχασε. Τω όντι δεν υπάρχει άλλο τι πικρότερο από το να ενθυμείσαι στον καιρό της δυστυχίας ευτυχισμένες μέρες».
Δέσαμε αποσπάσματα από το μυκονιάτικό οδοιπορικό του Παγανέλη, του 1895, με σημερινές φωτογραφίες του Γεράσιμου Δομένικου από το νησί. Η γλαφυρή γλώσσα του τότε συναντά την έξαλλη πραγματικότητα του παρόντος. Είτε έτσι είτε αλλιώς η Μύκονος παραμένει το απόλυτο νησί του ελληνικού καλοκαιριού.
Προ μικρού επανήλθον από την πεφιλημένην νήσον, την εξαιρετικώς ανεμόβλητον εκ πασών των Κυκλάδων. Είχον δροσεράς έαρος αύρας αφήσει εκεί, επανεύρισκον δ’ εδώ αφόρητα θάλπη θερινού ηλίου εξατμίζοντα εις θερμούς θρόμβους πάσαν ζωήν και ενέργεια.
Το παν αποπνέει εκεί απλότητα. Και η απλότης αύτη, ενουμένη μετά της φυσικής ευγενείας των κατοίκων, του εντελώς ανεπιτήδευτου αυτών, της επεράστου αγαθότητος και φιλοξενίας, της αξιοσημειώτου καλλονής των γυναικών, της εκπληκτικής ευφυίας των, της σεμνής οικειότητος των αναδεικνύει θελκτικωτέραν έτι τη διατριβήν εις την γόησσαν νήσον.
Κατηρχόμεθα εν τούτοις αδιαλείπτως προς την πόλιν. Τερπνήν ήτο η συνοδεία, και εύθυμων γελώτων απηχήσεις αντήχουν εις την ερημίαν και το σκότος του δρόμου, από γλυκέων και ωραίων στομάτων βαλλόμεναι…… Μετά βραχύ εθεωρήσαμεν τα φώτα της πόλεως. Και οιονεί όπως αναδείξη μείζονα την ταπεινότητα και το εφήμερον παντός γηίνου έργου, το ουράνιον νυκτερινόν άστρον ανέτειλεν ήδη, καταναγκάσαν εις ωχρότητα και εις αδυναμίαν τα γήινα φώτα δια της λάμψεως ην αδράν,αβράν και γλυκέως μελαγχολικήν πάντοτε, κατέρριπτεν εις τον κόσμον.
Ενίοτε, εις την ερημίαν εκείνην, κατελαμβανόμην υπό ανεξήγητων ενθουσιασμών ους δεν ηδυνάμην να χαλινώσω. Εφώναζα, εχειρονόμουν και κατωλίσθαινον αφ’ ύψους, όπερ προσεκτικώς θεωρούμενον έπρεπε να με πτοήσει….Εις την ηθικήν όμως εκείνην ερημίαν , εις την γυμνότητα και την απορία, εις το εσωτερικόν και εξωτερικόν εκείνο χάος, ένθα, θύμα πενίας και απογνώσεως, καταφέρεται παλαίων ο ναυαγός της ζωής, δύναται να ανεύρη ανακούφισιν, αντλών από της ψυχής του, και αιρόμενος εις το ύψος ένθα φωτεινή ίσταται επισκοπούσα τα γήινα η σοφή και ελεήμων Πρόνοια.
Έρριψα χαμαί τα αγροτικά υποδήματά μου και καθ΄ον χρόνον εταλατεύοντο κόκκοι άμμου εκύλισαν από το ένδον του πέλματος. Το ένδυμά μου έφερεν έτι, ισχυρώς εσφιγμένον δια καρφίδος, ξηρόν άνθος, «προβάσι» εις την νήσον καλούμενον και όπερ εις την σχισμήν αγχιάλου πέτρας είχον εγώ αυτός δρέψει αναρριχηθείς προς την απορρώγα. Το επανοφώριον μου διετήρει έτι τα ίχνη λευκής ασβέστου αποτυπωθέντα ότε, κεκοπιακώς έσπεραν τινά, εκάθησα έξωθεν αγροτικού οικίσκου, και ερειδόμενος εις τον τοίχον έβλεπον από του ύψους εκείνου καταδυόμενον βραδέως τον ήλιον όπισθεν των ορέων των Κυκλάδων.
Τον Ιούλιον φορούσιν εκεί επανοφώριον. Καθ’ ον χρόνον ημείς αποβαίνομεν διπυρίτης από του αττικού καύματος και της αντανακλάσεως των φλεγουσών οικιών και οδών, εκεί άγουσιν εποχήν δρόσου, εξικνούμενην μέχρι του ψύχους. Η άνοδος της κλίμακος, ιδίως εις τους προσκειμένους εις τον αιγιαλόν οίκους, είνε τι τα μάλα οχληρόν, δια τας κυρίως ιδίως.Η αδιακρισία του ανέμου ουδέν σέβεται, συνεχώς δε παρίσταται τις εις ακούσια αποκαλυπτήρια κνημών και μελών, άτινα ευγνωμόνως θα εδέχετο ο Πραξιτέλης ως πρότυπα.
Όταν ο παροξυσμός παρήρχετο, όταν εκόπαζε η εσωτερική ταραχή, όταν εχαλινούτο η ανυπότακτος φαντασία και ηπιώτεραι απέβαινον αι έξαλλοι του πνεύματος ορμαί, αλλοία έξαρσις διαδέχετο την πρώτη…. Ισχυρότεραι τότε επήλθον αι αναμνήσεις των καλών ημερών, ας είχον διέλθει εκεί, τέρπων οφθαλμούς και ψυχήν εις την θέα των ωραίων ακτών της, των ιδιόρρυθμων τοπίων της, προ πάντων δε των κατοίκων αυτής, των εξαιρέτων τούτων νησιωτών παρ’ οις εναμίλλως ακμάζει ευφυΐα, αγαθότης, φιλοξενία, και η φυσική εκείνη ευγένεια, ην ουδεμία ανατροφή δύναται ποτέ να διδάξη.
Ώρα αυτομάτου μελαγχολίας ήτο εκείνη. Μελαγχολίας καθ’ ης η ψυχή δεν ηδύνατο να παλαίση, αλλά και δεν ήθελε να παλαίση. Ήτο συστολή της καρδίας πτερούσα με ηπίαν πτήσιν και έξαρσιν το πνεύμα και εκτρέφουσα ανωδύνως την ψυχήν, ανησύχως και ματαίως προσηλουμένην οτέ εις την γην και τας δυστυχίας της, οτέ εις τον ουρανόν και τα μυστήρια του.
Ελπίζω ότι ταχέως θα επισκεφθώ εκ νέου την νήσον ότι αλιεύς και εγώ θα αλιεύσω μετά των αλιέων εγειρόμενος τας μεταμεσονυκτίους ώρας, κραδαίνων τον κάμακα, βυθίζων τα δίκτυα εις την θάλασσα, ανέλκων μετά ώρας αυτά, αθροίζων εις το κύτος της λέμβου την υπό της υγράς εκτάσεως σπαίρουσαν και σπαργώσαν λείαν, ότι θ’ αποβώ μετ’ αυτών εις την ακτήν, παρασκευάζων το λιτόν πρόγευμα, συλλέγων και ανάπτων τα φρύγανα, εφ’ ων ερυθρότεροι θ’ αποβώσιν οι οπτοί ερυθρίνοι και η άλλη πλουσία λεία του υγρού βασιλείου.
Η θαλασσία εικών αντιτίθεται προς την χερσαίαν. Απωτέρω έτι σαλεύει το ιστίον μικράς νηός, ην ηπτέρωσε το πελάγιον πνεύμα. Σχίζει την στίλβουσαν έκτασιν η πρώρα. Οι αφροί ενούνται προς τα ίχνη, άτινα το πηδάλιον διανοίγει εις την πρύμνην, και μετ’ ολίγον η ενότης επικρατεί πάλιν. Και καθ’όσον αφανίζεται η ναυς το σύνολον της εικόνος αναλαμβάνει το πρόσθεν ομοιόμορφον, ποικίλον όμως, εν πάση τη ομοιομόρφω αυτού εκτυλίξει. Η ναυς ηφανίσθη.