Θέλω να είμαι ξεκάθαρη. Από την πρώτη στιγμή το ήξερα ότι δεν είμαι ευπρόσδεκτη. Το ένιωσα εκείνο το απόγευμα που μπήκαμε στο σπίτι του Πέτρου. Η Ελένη μπροστά κι εγώ πίσω της, σιωπηλή, σχεδόν ατάραχη, όπως δεν το συνηθίζω. Ο Πέτρος μου ‘ριξε μια ματιά μπλαζέ, ένα βλέμμα αφ’ υψηλού, που τον έκανε να μοιάσει ακόμα πιο ψηλός απ’ ό,τι είναι, κι ύστερα μου έβαλε νερό, επειδή νερό, φαντάζομαι, προσφέρουν σε όσους έρχονται από πολύωρο ταξίδι. Ότι ήμουν ανεπιθύμητη δεν ήταν κάτι που είχε συζητηθεί ανοιχτά. Τουλάχιστον δεν είχε ειπωθεί τίποτε σχετικό μπροστά μου. Ίσως το είχαν κουβεντιάσει πίσω από την πλάτη μου, πράγμα που, όσο το σκέφτομαι, το αποκλείω, επειδή τις πρώτες μέρες είχα γίνει η σκιά τους. Δεν έμεναν μόνοι τους λεπτό, παρά μόνο τα βράδια, όταν ξάπλωναν κι έκλειναν την πόρτα του δωματίου τους, αφήνοντάς με στο σαλόνι με μια κουβέρτα δική του, παλιά και ελαφρώς τριμμένη στις άκρες της, αλλά μια χαρά ζεστή και μαλακή. Ίσως πάλι ήθελαν να φανούν διακριτικοί. Όχι απέναντί μου, επειδή μου έδιναν την εντύπωση ότι ξεχνούσαν πως έχω μάτια και αυτιά και μπορώ να βλέπω και να ακούω τα πάντα. Σχολίαζαν – χλιαρά είναι η αλήθεια – τα δικά τους, πίνοντας καφέ ή βλέποντας ταινίες τα βράδια στον καναπέ, αλλά όποτε προσπάθησα να μπω στην κουβέντα τους ήταν μάταιο. Το δικό μου σχόλιο έμοιαζε πάντοτε άσχετο, εκτός τόπου και χρόνου, κάτι σα μια ξαφνική παρεμβολή στη δική τους συχνότητα. Το άφηναν στο κενό, αναπάντητο μαζί με μένα. Εγώ τους κοιτούσα για λίγο απορημένα, με θυμό ή με παράπονο, κι ύστερα αποσυρόμουν στο μπαλκόνι ή για ύπνο. Αν διάλεγαν, λοιπόν, να είναι διακριτικοί, δεν ήταν μαζί μου, αλλά μάλλον ο ένας απέναντι στον άλλον. Δεν ξέρω γιατί. Δεν έχω καταλάβει ακόμη πώς γίνεται και οι άνθρωποι αποφεύγουν να μιλάνε για όσα τους ενοχλούν ή πώς καταφέρνουν να κρύβουν αυτά που θέλουν. Στην περίπτωσή μου δεν ισχύει αυτό. Εγώ μιλώ για όσα μ’ ενοχλούν ακόμα κι αν δε μου δίνουν σημασία. Και δεν κρύβω αυτά που θέλω, δεν τα ξεχνάω λεπτό. Από την πρώτη μέρα σε ‘κείνο το σπίτι ήξερα τι μ’ ενοχλούσε και τι ήθελα, κι απλώς περίμενα την κατάλληλη στιγμή, τη δική μου ώρα. Έκανα υπομονή, παρατηρούσα και περίμενα. Το γνώριζα ότι ο χρόνος ήταν με το μέρος μου. Δεν ξέρω πώς το γνώριζα. Πες το έκτη αίσθηση.

Δε μπορώ να πω με ακρίβεια το πότε, πάντως μια μέρα μετά από όσες ζήσαμε σε αυτή την κατάσταση, δηλαδή σ’ αυτή την παρέα όπου ο Πέτρος με την Ελένη ήταν μαζί κι εγώ ήμουν κάπου εκεί δίπλα τους, ολοζώντανη κι ωστόσο αναπάντητη, παρούσα και συγχρόνως απούσα, είδα την Ελένη με τη βαλίτσα της στο χέρι. Ήταν περασμένο μεσημέρι και λαγοκοιμόμουν στον καναπέ κι εκείνη με ξύπνησε για να με αποχαιρετήσει. Μου ανακοίνωσε πως φεύγει για λίγο, μόνο για λίγο, κι ότι θα επέστρεφε πολύ σύντομα να με πάρει και να κάνω λίγο υπομονή και να την περιμένω. Μετά με αγκάλιασε και μου ‘πιασε το πρόσωπο με χέρια κρύα και υγρά κι εγώ κατάλαβα πως δεν ήταν στα καλά της, επειδή ξέρω ότι τα χέρια της πάντα είναι κρύα και ιδρώνουν, όταν φοβάται ή μετά από καβγά. Ο Πέτρος την περίμενε στην πόρτα για να την πάει στο σταθμό, η πόρτα έκλεισε και στο σπίτι έπεσε μια ησυχία περίεργη. Περίεργα ένιωσα κι εγώ, μια παραλίγο στεναχώρια, μια ταραχή, κάτι σαν αυτό που ακούω να περιγράφουν οι άλλοι, όταν μιλούν για αγωνία και άγχος. Αλλά όχι. Δεν είναι του χαρακτήρα μου αυτά τα πράγματα. Δεν είναι στις προδιαγραφές μου. ΄Εφαγα κάτι πρόχειρα κι όταν άρχισε το σπίτι να σκοτεινιάζει, έπιασα να περπατάω από δωμάτιο σε δωμάτιο, νιώθοντας μια πρωτόγνωρη έξαψη, ψάχνοντας ν’ ανακαλύψω ό,τι μου είχε στερήσει η παρουσία της Ελένης, ό,τι δε μου επέτρεπε η Ελένη με τον Πέτρο όλες τις προηγούμενες μέρες. Μέχρι ν’ ανοίξει η πόρτα και να επιστρέψει εκείνος, είχα καταφέρει να μάθω το σπίτι σπιθαμή προς σπιθαμή, το είχα κάνει δικό μου. Κι όταν έκατσε ανόρεκτος στο σαλόνι κι άκουγε τις ειδήσεις, φυσώντας και ξεφυσώντας, κι όταν άφησε το τηλέφωνο να χτυπά χωρίς να το σηκώνει, εγώ δεν πήρα καμία πρωτοβουλία, ούτε άρχισα τις φλυαρίες. Και μετά που βγήκε στο μπαλκόνι κι άρχισε τα πάνω κάτω ή αργότερα που έπιασε το τηλέφωνο κι άρχισε, με τόνο δραματικό, τις ανακοινώσεις ότι «Ναι, τέλος! Είμαστε κλειστά μέχρι νεοτέρας…τώρα το είπανε» και «Η Ελένη έφυγε. Όχι, δε μας βγαίνει τελικά. Δε γίνεται. Θα γυρίσει κάποια στιγμή να πάρει κάτι τελευταία που έχει αφήσει εδώ, και τέλος», εγώ παρέμεινα ακλόνητη. Στη θέση μου. Τον κοιτούσα στοργικά, πού και πού αναστενάζα κιόλας, αλλά ως εκεί. Ούτε παρεξηγήθηκα που είπε αυτό για την Ελένη, ότι δηλαδή θα γυρίσει να πάρει τα τελευταία. Επειδή ήξερα βαθιά μέσα μου ότι δεν ήμουν εγώ μέσα σε αυτά τα τελευταία που θα έπαιρνε μαζί της η Ελένη. Δεν έχω ιδέα πώς το γνώριζα. Πες το έκτη αίσθηση.

Τις μέρες που ακολούθησαν, η γειτονιά βυθίστηκε σε μια αμήχανη ακινησία. Μπαινόβγαινα στο μπαλκόνι, αναζητώντας τη συνήθισμένη βοή της πόλης, ο,τιδήποτε θα μπορούσε να σημάνει μια κάποια κίνηση ή μια ανθρώπινη ομιλία, αλλά τίποτε δεν έμοιαζε να ταράζει το γκρίζο εκεί έξω, εκτός από κάτι θυμωμένα νιαουρίσματα ή τίποτε ξεκούδουνα γαβγίσματα από το πουθενά. Ο Πέτρος έβγαινε από το σπίτι ελάχιστα. Κι όταν έβγαινε γυρνούσε αργά, πετούσε τα ρούχα του εδώ κι εκεί και έπεφτε κατευθείαν για ύπνο, αλλά χωρίς να κλείνει πια την πόρτα. Όσο έλειπε εκείνος, εγώ συνέχιζα την εξερεύνηση μου με απληστία. Κάθε μέρα γινόμουν όλο και πιο τολμηρή. Όταν τέλειωνα με το διεξοδικό και ξεδιάντροπο ψαχούλεμα όλων των πραγμάτων, των δικών του πραγμάτων, κι αφού ολοκλήρωνα το λιτό μου γεύμα και ό,τι είχε να κάνει με την προσωπική μου υγιεινή, άρπαζα ένα από τα πεταμένα του ρούχα, το έκλεινα στην αγκαλιά μου και ξάπλωνα στο κρεβάτι του με την καρδιά μου να χτυπάει ξέφρενα και με το αυτί μου στο ασανσέρ. Δεν ήθελα με τίποτα να με πιάσει επ’ αυτοφόρω και να πάει στράφι ό,τι σχεδίαζα τόσο μεθοδικά. Όταν πάλι έμενε σπίτι, στεκόμουν στο πλάι του, πλήρως παρούσα και  απολύτως συντονισμένη στους ρυθμούς του. Κάθε μέρα λίγα εκατοστά πιο κοντά του, λίγο περισσότερο ομιλητική στους ατέρμονους απογευματινούς του μονολόγους, ανεπαίσθητα πιο απαιτητική. Τόσο όσο. Κι ούτε λόγος για κοινή δραστηριότητα, ούτε κιχ για μια βόλτα, ας πούμε. Για μια βόλτα μέχρι την πλατεία και πίσω. Στο τέλος της βδομάδας, τον άκουσα να με φωνάζει με τ’ όνομά μου. Μια μέρα μετά, φάγαμε μαζί. Εκείνος το δικό του κι εγώ το δικό μου, ο καθένας στην άκρη του, αλλά πάντως μαζί. Το Σαββατόβραδο ακούσαμε για πολλή ώρα μουσική, μαζί, στο σαλόνι κι εκείνος τελειώνοντας τον μονόλογό του, απευθύνθηκε σε μένα – σε εμένα! – με μια ρητορική ερώτηση. Κι εγώ πλέον ήμουν σίγουρη. Τον είχα εξημερώσει. Ήταν θέμα ημερών, μπορεί και ωρών. Το ένιωθα στον αέρα ότι εγώ κι ο Πέτρος θα μέναμε μαζί.

Την Κυριακή ανακοινώθηκαν τα μέτρα. Ο Πέτρος χαμήλωσε τη μουσική και δυνάμωσε την τηλεόραση. Ύστερα έσβησε τα πάντα. Κάτι μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του, κάτι οικείο, ένα γρύλλισμα που έκανε την καρδιά μου να πετάξει. Άρπαξε το μπουφάν του, πήρε το λουράκι από την κρεμάστρα, το πέρασε άτσαλα στον πειθήνιο λαιμό μου και βγήκαμε βόλτα. Οι δυο μας. Εγώ κι εκείνος. Δίπλα δίπλα. Ούτε ξέρω για πόση ώρα. Μέχρι που τα πόδια μας κόπηκαν από την κούραση. Και μετά γυρίσαμε σπίτι. Φάγαμε παρέα. Μου ‘δωσε απ’ το πιάτο του. Ύστερα γδύθηκε και ετοιμάστηκε να ξαπλώσει, κι εγώ τον ακολούθησα χωρίς δεύτερη σκέψη, τα νύχια μου αντήχησαν ζωηρά στο διαδρόμο, χτύπησαν το πάτωμα συντονισμένα με τον χτύπο της καρδιάς μου. Κι όταν πια ξάπλωσε, έδωσα ένα σάλτο, ανέβηκα στο κρεβάτι του, τον πλησίασα και κόλλησα πάνω του, έκρυψα τα μούτρα μου στο στέρνο του και πήρα τη βαθύτερη εισπνοή των τελευταίων ημέρων. Εκείνος πέρασε το χέρι του πάνω μου, με σκέπασε με την κουβέρτα του και έμεινε ακίνητος ως το πρωί, σε ύπνο βαθύ.  Ο Πέτρος κοιμήθηκε βαθιά, εγώ πάλι όχι. Έμεινα ακίνητη κι επιτέλους ευπρόσδεκτη. Εγώ η ανεπιθύμητη, η απούσα, η αδιάφορη, είχα πλέον γίνει το τυχερό του εξάρι. Ήμουν το Β6 στη βεβαίωση της κατ’ εξαίρεση εξόδου του. Ήμουν το πιστό του σκυλί. Και θέλω να είμαι ξεκάθαρη σ΄αυτό. Το ήξερα από την αρχή. Το ένιωθα ότι ο χρόνος ήταν με το μέρος μου. Δεν ξέρω πώς. Πες το έκτη αίσθηση.

Το βιβλίο της Μαριαλένας Σεμιτέκολου «Οι Κυριακές, το καλοκαίρι» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Στέλλα Σαρρή

Share
Published by
Στέλλα Σαρρή