Ο Tigran Hamasyan δίνει στη jazz αρμένικο αέρα

Ο Tigran Hamasyan ανήκει σε αυτούς τους μουσικούς που χαρίζουν στην τζαζ νέες αποχρώσεις, καθώς προέρχονται από μικρές χώρες με σπουδαία μουσική παράδοση. Δεν είναι καθόλου τυχαία η θεαματική εξέλιξη και άνοδος του σπουδαίου αυτoύ Aρμένιου συνθέτη και πιανίστα μέσα σε λίγα μόλις χρόνια. Τώρα έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, και μιλά στην Popaganda  – για τι άλλο; – για μουσική κάθε είδους, καθώς και για την ασυνήθιστη και περιπετειώδη πορεία του, από το Ερεβάν ως το Κάρνεγκι Χωλ.

Επιτέλους θα σε δούμε για πρώτη φορά να παίζεις στην Αθήνα. Ας μιλήσουμε λίγο για το τι θα ακούσουμε. Θα παίξω μουσική από το πιο πρόσφατο άλμπουμ μου, που ονομάζεται An Ancient Observer, που είναι σόλο πιάνο. Το μεγαλύτερο μέρος του είναι δικές μου συνθέσεις, εκτός από δύο παραδοσιακές αρμένικες μελωδίες που έχω διασκευάσει.

Ως γνωστόν η παραδοσιακή αρμένικη μουσική υπήρξε μεγάλη επιρροή στη δουλειά σου. Πότε άρχισες να ενδιαφέρεσαι γι αυτή; Είναι αστεία ιστορία. Η γνωριμία μου με την παραδοσιακή αρμένικη μουσική έγινε μέσα από τη μουσική του Jan Garbarek, του Keith Jarrett και του Ralph Towner! Θυμάμαι πως ήμουν στο σπίτι ενός φίλου του θείου μου όταν ήμουν περίπου δεκατριών χρονών, κι εκείνος ήταν μεγάλος φαν της τζαζ και γνώστης του υλικού της ECM, ειδικά των 70s και 80s. Κι έπαιζε ένα άλμπουμ του Garbarek του 1976 που λέγεται Dis, έναν εκπληκτικό δίσκο που έχει κάνει με τον Ralph Towner. Κι εγώ έπαθα σοκ, γιατί λάτρεψα τον ήχο και την αρμονική προσέγγιση, αλλά και τη μουσική γλώσσα που χρησιμοποιούσαν στους αυτοσχεδιασμούς τους, που δεν ήταν bebop, ήταν κάτι άλλο. Μου άρεσε πολύ λοιπόν, κι αυτός ο δίσκος υπήρξε ο λόγος που άρχισα να ψάχνομαι με την παραδοσιακή μουσική γενικώς. Ξεκίνησα με την αρμένικη, αλλά στη συνέχεια άρχισα να ακούω κι άλλες παραδοσιακές μουσικές, όπως τη σκανδιναβική, την αφρικάνικη, την κλασική ινδική μουσική, αλλά και τον μουσικό αυτοσχεδιασμό που έμοιαζε να ενσωματώνει όλες αυτές τις παραδόσεις. Τέτοια μουσική είναι η τζαζ.

Πράγματι, εδώ και πολλά χρόνια η τζαζ εμπεριέχει τις λαϊκές μουσικές πολλών χωρών. Και μάλιστα και μικρών χωρών, όπως η δική σου κι η δική μου. Αλλά μου κάνει εντύπωση που το ανακάλυψες στα 13 σου, ως νεαρός μουσικός. Συνήθως όταν είμαστε τόσο νέοι, μας αρέσουν η ροκ ή η ποπ, ή και πιο εναλλακτικά είδη. Με σένα πώς ήταν; Είχα μια αληθινά μουσικά παράξενη παιδική ηλικία! Εντάξει, ίσως όχι παράξενη, αλλά πάντως όχι φυσιολογική για ένα παιδί αυτής της ηλικίας, που εκείνη την εποχή θα άκουγε indie. Πράγματι τα άκουγα κι εγώ όλα αυτά, μέχρι τα 17-18 μου. Μάλιστα ροκ άκουγα από τα 3-4 μου χρόνια, επηρεασμένος από τον πατέρα μου, που ήταν μεγάλος φαν της κλασικής ροκ, αλλά και από το θείο μου, που ήταν μεγάλος φαν της τζαζ. Μεγάλωσα λοιπόν ακούγοντας τέτοιες μουσικές, μέχρι τα 11 μου χρόνια, όπου χάρις στο δάσκαλό μου  Vahag Hayrapetyan έμαθα πώς να αυτοσχεδιάζω μέσα σε μια δομή – αυτός μου δίδαξε bebop. Αγάπησα πολύ αυτή τη μουσική, και ήθελα τότε να παίζω μόνο αυτή. Ώσπου άκουσα εκείνο το δίσκο του Jan Garbarek και κάποια από τα άλμπουμ του Keith Jarrett και συνειδητοποίησα την ύπαρξη της παραδοσιακής μουσικής. Εκείνη την εποχή υπήρχαν μερικά συγκροτήματα της παλαιότερης γενιάς που είχαν εντάξει την παραδοσιακή αρμένικη μουσική στη δική τους. Προσωπικά, δεν μου αρέσουν και πολύ τα world music συγκροτήματα, όπου ο καθένας φέρνει στοιχεία από διαφορετικούς πολιτισμούς και παίζουν όλοι μαζί. Πολύ λίγες φορές αυτά τα πρότζεκτ λειτουργούν πραγματικά. Τις περισσότερες, απλώς βασίζονται στα ονόματα των μουσικών. Δεν είμαι λοιπόν και πολύ φαν αυτής της προσέγγισης. Προτιμώ να ακούω την ατομική έκφραση ενός πολιτισμού με οποιονδήποτε τρόπο, παρά να προστίθενται τεχνητά κι άλλοι. Η ανάμειξη διαφορετικών μουσικών παραδόσεων καμιά φορά με κάποια σύλληψη μπορεί και να είναι οκέι, αλλά η ιδέα αυτού που ονομάζεται world music δεν είναι καθόλου του γούστου μου.

Συμφωνώ. Άλλωστε τα ίδια μου έλεγε για τη world music πριν λίγους μήνες και ο Manfred Eicher. Είναι ενδιαφέρον που ενδιαφέρθηκες γι’ αυτή τη μουσική μέσα από τους δίσκους της ECM και τελικά βρέθηκες να συνεργάζεσαι μαζί της ηχογραφώντας τέτοιο υλικό. Ναι. Η ECM έχει κυκλοφορήσει κάποιους από τους αγαπημένους μου δίσκους όλων των εποχών. Ίσως να μην αποτελεί έκπληξη, να υπάρχει κάποιο είδος σύνδεσης. Το ίδιο ισχύει και για τη μουσική της Σκανδιναβίας, την οποία έχω ακούσει πολύ ήδη από νέος και με επηρέασε και που κυκλοφόρησε από την ECM.

Κυκλοφορεί πάντως και μια ιστορία πως όταν ήσουν πολύ νέος, σε ενδιέφερε να κάνεις καριέρα παίζοντας thrash metal! Αληθεύει; Όπως είπα άκουγα από μικρός ροκ μουσική: Black Sabbath, Led Zeppelin, Queen. Αλλά τα πιο βαριά συγκροτήματα, όπως οι Tool, οι Mount Helium, οι System of a Down, άρχισα να τα ακούω όταν ήμουν 16-17, όχι πριν. Όμως πάντοτε ήθελα να μάθω κιθάρα, και τώρα θα μου άρεσε πολύ να ήξερα να παίζω.

Αν δεν κάνω λάθος, εκτός από την Αρμενία, έχεις ζήσει και στο Λος Άντζελες. Προερχόμενος από μια μικρή χώρα με μεγάλη μουσική παράδοση, τι βρήκες εκεί, τι πήρες και τι έδωσες; Όταν μετακόμισα, η διαφορά εκείνη την εποχή, αλλά και τώρα, ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Αρμενία, για τη τζαζ, ήταν πως εκεί υπήρχαν απίστευτες ευκαιρίες να κάνεις πρόβες, να συναντηθείς και να παίξεις με πολλούς διαφορετικούς νέους μουσικούς, και να δοκιμάσεις τη μουσική σου μαζί τους. Υπήρχε εκεί μια καλή σχολή που έδινε στους μαθητές της την ευκαιρία να έχουν χρόνο για πρόβες. Στην Αρμενία τα πράγματα τώρα είναι πολύ καλύτερα, αλλά όταν ήμουν εδώ 16 χρονών, οι άνθρωποι ούτε καν σκέφτονταν να κάνουν μαζί πρόβες ή jam, ειδικά για τη τζαζ, γιατί δεν είχαν το χρόνο, τους απασχολούσε περισσότερο να κερδίσουν τα προς το ζην. Ήταν λοιπόν μια πολύ δύσκολη εποχή για να είσαι μουσικός της τζαζ και να ζεις στο Ερεβάν γύρω στο 1999-2000. Αυτό μου έδωσαν οι ΗΠΑ. Αμέσως μόλις μετακόμισα στο LA, συνάντησα μουσικούς με τους οποίους συνεργάζομαι ακόμα μέχρι σήμερα, όπως ο Nate Wood ή ο Ben Wendel.

Τώρα όμως έχεις επιστρέψει στην Αρμενία. Ναι. Εδώ και τέσσερα χρόνια.

Πώς αποφάσισες να επιστρέψεις; Για προσωπικούς λόγους, οικογενειακούς, αλλά θέλησα και να διδάξω για ένα διάστημα και να ζήσω εδώ για λίγους μήνες. Μετά μου άρεσε, ένιωσα πως είχα ανάγκη να φορτίσω τις μπαταρίες μου. Εδώ βρίσκω τροφή για την ψυχή μου και πνευματική βοήθεια σε όλα τα πεδία. Επίσης, γνώρισα τη γυναίκα μου την ίδια χρονιά που επέστρεψα. Αλλά αυτό ισχύει για αυτή τη στιγμή, ίσως αργότερα να ξαναφύγω. Όμως θα ήθελα όλα όσα μαθαίνω, να τα φέρνω πάλι πίσω. Γιατί πολλοί εγκαταλείπουν τη χώρα, γιατί είναι δύσκολο να βγάλεις τα προς το ζην στην Αρμενία κι η ατμόσφαιρα είναι βαριά. Είναι μια πολύ όμορφη χώρα, αλλά έχει και πολλά προβλήματα. Θα ήθελα λοιπόν κατά κάποιο τρόπο να αποτελέσω ένα παράδειγμα επιστρέφοντας εδώ.

Υπάρχουν σχέδια για το μέλλον που θα ήθελες να μας αποκαλύψεις; Ναι. Δουλεύω πάνω σε μια ανάθεση – είναι η πρώτη μου – για το Κάρνεγκι Χωλ. Είναι για ένα φωνητικό σύνολο που ονομάζεται Roomful of Teeth και γράφω δεκαπέντε λεπτά μουσικής για το σύνολο και τον εαυτό μου στο πιάνο. Θα δούμε, καθώς είναι η πρώτη φορά που κάνω κάτι τέτοιο. Εκτός από αυτό, έχω μια ιδέα για έναν καινούριο δίσκο με τρίο, με τον οποίο θα ασχοληθώ μόλις ολοκληρώσω την ανάθεση. Το τρίο είναι μια κλασική φόρμα, αλλά εξακολουθεί να αποτελεί αρχέτυπο για τη τζαζ, κι όλοι επιστρέφουν κάποια στιγμή σε αυτό. Μου αρέσει αυτό το σχήμα, κι έχω πολλές συνθέσεις και ιδέες και για αυτό το συγκεκριμένο τρίο με το οποίο δουλεύω, γιατί για μένα είναι αληθινά σημαντικό να είμαι με ένα συγκρότημα με συγκεκριμένο ήχο, που να εξελίσσουμε κάτι μαζί. Δεν θέλω να κάνω μόνο ένα δίσκο ή μια συναυλία με κάποιους μουσικούς και μετά να παίζω με άλλους. Για παράδειγμα, με τον Arthur Hnatek και τον Sam Minaie παίζουμε μαζί πολλά χρόνια τώρα, κι έχουμε αναπτύξει τον ήχο μας όταν αυτοσχεδιάζουμε. Υπάρχουν πράγματα που νιώθουμε, που δεν μπορούν να συμβούν με άλλους. Δεν μπορώ απλά να προσλάβω ένα μουσικό και να το κάνει αυτό, είναι κάτι που αναπτύσσεται με τα χρόνια. Κι αυτό μου αρέσει πολύ.

Ο Tigran Hamasyan θα εμφανιστεί ζωντανά στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός το Σάββατο 7 Οκτωβρίου στις 21:00.
Γιώργος Βουδικλάρης

Share
Published by
Γιώργος Βουδικλάρης