Το Δευτερότριτο στη μέση του Φεστιβάλ, είναι παραδοσιακά η πιο νεκρή περίοδός του. Αφενός, είναι εργασιμοβδόμαδο, πράγμα από μόνο του αρκετά αποθαρρυντικό για τον ντόπιο φεστιβαλιστή για να κατέβει να φεστιβαλιστεί. Αφετέρου μιλάμε για την περίοδο ακριβώς μετά τον παροξυσμό που προκαλεί το άνοιγμα της διοργάνωσης στον επί ένα έτος νηστευόμενο φανατικό, και ακριβώς πριν πάρει μπρος η Αγορά, που φέρνει στην πόλη τους διεθνείς επαγγελματίες της παραγωγής, να γεμίσουν τις διαδρομές του φεστιβάλ και τα παρακείμενα μπαροκαφετσιπουράδικα.
Συν του ότι, είναι κι η αλλαγή της δημοσιογραφικής βάρδιας, με όσους είχαν έρθει για την αρχή του φεστιβάλ, να μαζεύουν βαλίτσες για να φύγουν, κι όσους έρχονται για το τέλος του, να ασχολούνται περισσότερο με το να μαζέψουν τα χαρτιά τους για να ξεκινήσουν. Οι προγραμματιστές έχουν επίγνωση, φυσικά, οπότε, παραδοσιακά, ό,τι δεις την Τρίτη το βράδυ, δεν περιμένεις να το θυμάσαι κι ως την Πέμπτη, ας πούμε.
Παρ’ όλα αυτά, το Goldfish του Θάνου Τσαβλή, δεν δυσκολεύτηκε να τιγκάρει σχεδόν τη δεύτερη προβολή του, παρά τη χλιαρή υποδοχή που είχε πετύχει στην πρώτη του, δυο μέρες πριν. Με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, ο Τσαβλής επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη δυο χρόνια μετά το FLS (2011), επιμένοντας σε αντίστοιχη θεματολογία, λίγο εμπλουτισμένη με κάπως σύγχρονα πολιτικοκοινωνικά στοιχεία: σε μια Ελλάδα που έχει βγει απ’ το ευρώ, που η κυβέρνηση έχει επαναφέρει τη θανατική ποινή, και που οι εγκληματίες καταζητούνται νεκροί, ή ζωντανοί, ένας απρόθυμος ήρωας, μάστορας των πολεμικών τεχνών, γίνεται ο εκδικητής που χρειάζεται μια πόλη σε σήψη.
Όλα αυτά τα μαθαίνεις στα πρώτα 10-20 λεπτά, και μετά τα ξεχνάς, όπως τα ξεχνάει κι ο Τσαβλής, χρησιμοποιώντας τα εντελώς σπασμωδικά, και με ελάχιστη συνοχή εσωτερικά. Για παράδειγμα: το εισιτήριο στο σινεμά, κοστίζει 20 χιλιάδες δραχμές. Ένας γιατρός, που καλείται να επαναφέρει μούρη που έχει ισοπεδώσει ο παραπάνω εκδικητής, ζητάει 300 χιλιάδες δραχμές. Δηλαδή, με 15 εισιτήρια σινεμά, φτιάχνεις καινούρια μουσούδα, ας πούμε. Τέλος πάντων, επειδή σε κανέναν δεν αρέσει να παίρνει έναν νέο δημιουργό απ’ τα μούτρα, μείνε στο εξής: στη συζήτηση με το κοινό, μετά το τέλος της προβολής, θεατής ρώτησε τον Τσαβλή, αν ήταν δύσκολο να στήσει τις χορογραφίες μάχης, σ’ αυτήν την ταινία πολεμικών τεχνών. Κι ο Τσαβλής, αδιάφορα, απάντησε ότι, όχι, δεν ήταν τίποτα, τις έκανα μόνος μου. Αυτό λέγεται άγνοια κινδύνου. Αν όχι άγνοια σκέτο.
Μετά την προβολή του Goldfish, οι φανατικοί κινηματογραφικοί γέμισαν την αίθουσα του Χειμώνα, της ατμοσφαιρικής ταινίας του Κωνσταντίνου Κουτσολιώτα, απ’ την οποία σου βγάλαμε το αποκλειστικό κλιπάκι χθες και η οποία έχει τη δεύτερη, ήδη sold out προβολή της απόψε. Οι υπόλοιποι, πήγαμε σε κάτι άλλο, επίσης σχεδόν sold out, λίγο παρακάτω.
Ο Κωνσταντίνος Βήτα, που είναι στη Θεσσαλονίκη ως μέλος της κριτικής επιτροπής του Διεθνούς Διαγωνιστικού, ξεδίπλωσε στο Βασιλικό Θέατρο τους Μετασχηματισμούς του, παρουσία του προέδρου της επιτροπής του, Αλεξάντερ Πέιν. Αν και δεύτερη παράσταση, το θέατρο ήταν σχεδόν τιγκαρισμένο για την «περιπλάνηση του συνθέτη στο μουσικό σύμπαν του Μάνου Χατζιδάκι», και παρ’ ότι μια καλή ευκαιρία να δουν το χώρο του θεάτρου και μερικοί άξεστοι σαν τον υπογράφοντα, η παράσταση του Κ Βήτα δεν ήταν κι ό,τι καλύτερο.
Εντάξει, οι συνθέσεις του κι οι videoσυνδυασμοί, είχαν τα σκαμπανεβάσματά τους, το κομμάτι για τις διαδηλώσεις της κρίσης, ήταν όχι απλώς κορυφαία στιγμή της βραδιάς, αλλά και λόγος ικανός από μόνος του να κουβαληθείς απ’ τη μια στην άλλη άκρη της Λεωφόρου Νίκης, όμως τα τεχνικά προβλήματα με τα κούφια μπάσα στο πρώτο μισό και τον κακό διαμοιρασμό του ήχου σε ολόκληρη την παράσταση, τα λες και κομματάκι αδικαιολόγητα. Η δε μικρή διάρκεια της παράστασης, που οριακά άγγιξε τη μία ώρα, άφησε τον κόσμο ελαφρώς ανικανοποίητο, που είναι και λογικό, αν λογαριάσεις τα 15(!) ευρώ που είχε το εισιτήριο. Αλλά, να, τα λέει στο βίντεο κι ο Βασίλης, που τσιμπήσαμε απ’ το κοινό στην έξοδο.
Σήμερα Τετάρτη, το Wild Duck είναι το καυτό εισιτήριο της βραδιάς: με ένα σενάριο βγαλμένο απ’ τον απόηχο του σκανδάλου των υποκλοπών, ο Γιάννης Σακαρίδης θα μαζέψει το ελληνικό ενδιαφέρον στην αίθουσα του Ολύμπιον, όπου και θα προβληθεί στα πλαίσια του Διεθνούς Διαγωνιστικού. Αν και, αν πιστέψεις τον διεθνή Τύπο, που κυκλοφορούσε χθες στα διεθνοποιημένα μπαράκια της πόλης, η ιστορία του Σακαρίδη δεν εμπνέει και ιδιαίτερο διεθνές ενδιαφέρον: «κάτι χάνεται στη μετάφραση», έλεγε μεγαλοσχήμων κριτικός αμερικανικού εντύπου στην παρέα, μεταξύ τζιν και βότκας.
Η Τελευταία Φάρσα, του Βασίλη Ραΐση, είναι η άλλη ελληνική που κάνει πρεμιέρα απόψε. Σκηνοθέτης, σεναριογράφος, δάσκαλος κι ένα μάτσο άλλα, ο Βασίλης Ραΐσης έρχεται κι αυτός για δεύτερη φορά στη Θεσσαλονίκη, μετά τη συμμετοχή του στο (πάλαι ποτέ) DigitalWave του Φεστιβάλ, με το Τελευταίο Τραγούδι του Έλβις. Ο Ραΐσης στήνει μια σκαμπρόζικη σάτιρα των σύγχρονων μεταφυσικών και παραφυσικών προλήψεων, με μια ομάδα επιστημόνων, να μπαρουτιάζουν ακτιβιστικά, τις συνεδρίες αστρολόγων, αυρολόγων και άλλων μπαρουφολόγων. Κι όταν το θέμα παίρνει μπρος, ο Ραΐσης αποφασίζει να αλλάξει ταινία, και να το γυρίσει σε μελαγχολική ερωτική ιστορία με αρώματα προσωπικής εξιλέωσης. Γλυκιά κι ευαίσθητη δουλειά, με ειλικρινείς χαρακτήρες και τρυφερή καρδιά, κρίμα όμως που πρέπει να φας καμιά ώρα μπουρδούκλωμα μέχρι να σ’ το παραδεχτεί.