Categories: ΣΙΝΕΜΑFeatured

Τι έκανες στα Μάταλα παππού;

Το μαχαίρι των Hell’s Angels στο Άλταμοντ και η διάλυση των Beatles εν μέσω πάσης φύσεως τσακωμών, είναι δύο γεγονότα που συνέπεσαν χρονικά με το τέλος της δεκαετίας του ’60. Συμβολίζουν το τέλος μιας ουτοπίας. Από τις αρχές των 70’s άλλωστε, η συλλογικότητα άρχισε να δίνει τη θέση της στην ατομικότητα, με τον Lennon να τραγουδάει “the dream is over”  και τη Joni Mitchell να παραδέχεται “they won’t give peace a chance/ that was just a dream some of us had”. Το όνειρο των 60’s για παγκόσμια ισορροπία είχε ξεφτίσει, κάθε έντιμος άνθρωπος έβλεπε πια μια φούσκα σε όλο το πανηγυράκι με τα λουλούδια, τα σήματα της ειρήνης, το «γαμήσι-χασίσι-επιστροφή στη φύση», το όπως θέλεις πέστο.

Την ίδια στιγμή, η πρόταση ζωής των χίπις διατηρεί μια γοητεία μέχρι σήμερα. Το είδωλο μπορεί να παραμορφώθηκε, όμως το πάθος κρατάει. Η ζωή προχώρησε, η άχαρη πραγματικότητα επικράτησε, η σκέψη ότι ο δημιουργικός άνθρωπος που βγάζει και κάποια χρήματα είναι καλύτερο παράδειγμα προς μίμηση από τον φιλόσοφο με τα χοντρά τσιγάρα δεν είναι λανθασμένη. Κι όμως μέσα σ’ όλη την αφέλειά του, το κίνημα άφησε το στίγμα του. Κάποιες χιλιάδες νέοι άνθρωποι προσπάθησαν να ζήσουν διαφορετικά χωρίς να κάνουν κακό σε κανέναν και αυτή η αξία έχει ακόμα μια δύναμη.

Το «Hippie-Hippie Matala! Matala!», λοιπόν, που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Βαρελάς πάνω σε σενάριο και έρευνα της δημοσιογράφου Μαρίας Π. Κουφοπούλου, μιλάει για το χιπισμό και συγκεκριμένα για τα Μάταλα των 60’s, τότε που μια παραλία της Κρήτης μεταμορφώθηκε μέσα σε λίγα χρόνια σε εξωτικό προορισμό για ανθρώπους από όλο τον κόσμο, κυρίως Αμερικανούς, αλλά και αρκετούς Έλληνες. «Όταν έγινε το πραξικόπημα, προς στιγμήν δεν ήξερα τι να κάνω» θυμάται ο Δημήτρης Πουλικάκος στο ντοκιμαντέρ. «Μαζί με τη Μαρία τη Μήτσορα και ένα φίλο της πήραμε το αεροπλάνο και πήγαμε στην Κρήτη, μέχρι τα Μάταλα. Οι δυο τους έφυγαν την επόμενη μέρα, εγώ έκατσα πέντε μήνες».

Ήταν κάτι σαν παράδεισος. Νέοι άνθρωποι κοιμόντουσαν στις σπηλιές πάνω από την παραλία, βουτούσαν στα νερά ακριβώς αποκάτω, γνώριζαν ο ένας στον άλλον, έπαιζαν κιθάρες, έκαναν ελεύθερο έρωτα στο φως του φεγγαριού, κολυμπούσαν, κάπνιζαν μαριχουάνα και ψάρευαν για να είναι αυτάρκεις. Ο μύθος θέλει τους Bob Dylan, Janis Joplin και Cat Stevens να περνούν από ‘δω μεταξύ άλλων, αν και η μόνη πιστοποιημένη επισκέπτρια μοιάζει να είναι η Joni Mitchell. Στο τραγούδι της “Carey”, από το αριστουργηματικό και έντονα αυτοβιογραφικό άλμπουμ Blue, αναφέρει τόσο τα Μάταλα όσο και το γραφικό “Mermaid Café”, οπού μια γοργόνα με υπερχειλίζον στήθος ζωγραφισμένη στον τοίχο καλωσόριζε τους τουρίστες. Όλα αυτά βέβαια διακόπηκαν απότομα το 1970, οπότε και οι χίπις εκδιώχθηκαν μαζικά με παρέμβαση του τότε δεσπότη Γορτύνης και Αρκαδίας Τιμόθεου, που θεώρησε πως ο βίος τους ήταν σκανδαλιστικός και μίλησε για «έκλυση των ηθών, μικρόβιο του χιπισμού, λερό τουρισμό και αποικία των Ματάλων». Παρ’ όλ’ αυτά, επειδή η δυσφήμιση πολλές φορές είναι η καλύτερη διαφήμιση, το μέρος δεν έπαψε ποτέ να προσελκύει τουρίστες, με ή χωρίς τη στάμπα του χίπη, την οποία οι ίδιοι οι επισκέπτες σπανίως άλλωστε αποδέχονταν.

Το ντοκιμαντέρ βγάζει αρκετή πλάκα. Κυρίως μέσα από τις διηγήσεις των ντόπιων: του Γιώργη του ψαρά, της γιαγιάς Αλεξάνδρας και της γιαγιάς Κατερίνας. Είναι επίσης τοποθετημένο σε σωστό ιστορικό πλαίσιο, εμπλουτισμένο με τις σωστές μουσικές. Ενστάσεις βέβαια υπάρχουν: Σε πολλά σημεία του, τείνει να γίνει αγιογραφία. Διότι δεν ασκεί στους χίππιδες την παραμικρή κριτική. Αντί γι’ αυτό, αναλώνεται σε εμβόλιμες σκηνές ενός αφελούς, αρνητικά προκατειλημμένου παλιού ντοκιμαντέρ της ΥΕΝΕΔ. Υπερτονίζει την πληροφορία ότι οι χίπις άφηναν λεφτά στο περίπτερο του νησιού πασχίζοντας να μας πείσει ότι δεν ήσαν παράσιτα, την ώρα που η αντιμετώπισή τους ως οικονομικές μονάδες ακυρώνει όλη την ουσία του μηνύματός τους. Επιπλέον, μας δείχνει πρώην χίπις να θυμούνται τα παλιά, χωρίς την οποιαδήποτε πληροφορία για το τι έκαναν στη ζωή τους έκτοτε, σε τι μεταφράστηκε δηλαδή η πλήρης απραξία που σημάδεψε, έστω και για κάποια καλοκαίρια, τη νεανική τους ζωή. Παρ’ όλ’ αυτά, το Hippie-Hippie Matala! Matala! έχει λόγο ύπαρξης, είναι ιστορικά ακριβές και σε διάλογο με το σήμερα.

Πρέπει πάντως να σημειωθεί, μιλώντας για το σήμερα, πως εν έτει 2014 τα Μάταλα δεν διαθέτουν τίποτα το ειδυλλιακό. Όποιος αποπειραθεί να τα επισκεφτεί κατά τη διάρκεια των διακοπών του (65 χιλιόμετρα από την πόλη του Ηρακλείου Κρήτης), θα αντικρύσει μια μέτρια παραλία, δυο-τρία μαγαζάκια που σερβίρουν φαγητό ζεσταμένο στα μικροκύματα και έναν «τουριστικό» δρόμο που τον έχεις χορτάσει στο δεκάλεπτο. Από το 2011 υπάρχει βέβαια και το περίφημο φεστιβάλ, που κάθε χρόνο αποπειράται να αναβιώσει την ιστορία: Αριστερής φιλοσοφίας νέοι από τις μεγαλουπόλεις και τα γύρω χωριά πίνουν ρακή ατενίζοντας το φεγγαρόφωτο, tribute-bands των Doors και των Pink Floyd γρατζουνάνε με πάθος τις μισοξεκούρδιστες κιθάρες τους (τι κι αν η μουσική των δεύτερων είναι εντελώς εκτός κλίματος;), καλλιτέχνες όπως ο Τonis Sfinos και οι Locomondo βγάζουν αμείωτο κέφι, μικροπωλητές εκθέτουν τα χειροποίητα βραχιολάκια τους και η τσίκνα απ’ το σουβλάκι σου σπάει τη μύτη. Είναι ό,τι κοντινότερο παρέχει το μέρος ώστε να αγγίξει για λίγο το χιπισμό – μια εντελώς πρόχειρη, υποκριτική και αστεία εμπορευματοποίηση της αγνής παλιάς ιδέας ότι μπορούμε να ζήσουμε χωρίς λεφτά.

INFO

To ντοκιμαντέρ ««Hippie-Hippie Matala! Matala!» προβλήθηκε στο Γαλλικό Ινστιτούτο και τον κινηματογράφο Δαναό, κατόπιν πρωτοβουλίας του φεστιβάλ CineDoc. Μέχρι στιγμής δεν έχουν προγραμματιστεί περεταίρω προβολές του. 

Βύρων Κριτζάς

Share
Published by
Βύρων Κριτζάς