Στα 14 χρόνια που μεσολάβησαν από την έκδοση του μυθιστορήματος «Μαράν Αθά» (Κέδρος, 2004), του πιο γνωστού, μέχρι σήμερα, λογοτεχνικού του έργου, μέχρι την πρόσφατη κυκλοφορία του «Θα βοσκήσω το μαύρο» (Μεταίχμιο, 2017), είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι η εκλογή του, ως βουλευτής στις 17 Ιουνίου 2012 με τη ΔΗΜΑΡ, ίσως και να αποτελεί την πιο οριακής φύσεως «μετατόπιση» ακόμη και για κάποιον που ούτως ή άλλως υπήρξε πολιτικά ενεργός σε όλη του τη ζωή.
«Στα δεκατρία διηγήματα η Βουλή ως θέμα απουσιάζει. Δεν είναι δα και το θελκτικότερο λογοτεχνικό θέμα!» λέει στην Popaganda. Η πολιτική όμως διατρέχει το βιβλίο απ’ άκρη σ’ άκρη. Ίσως, βέβαια, να μη μπορούσε να είναι αλλιώς εφόσον το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίζονται οι δεκατρείς μυθιστορίες, όπως τις χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, εκτείνεται από τον Μεσοπόλεμο μέχρι την Κρίση.
Το γεωγραφικό είναι ως επί το πλείστον η γενέθλια γη του συγγραφέα (ο Τύρναβος και τα θεσσαλικά πέριξ) και αυτό, σε συνδυασμό με κάποια χαρακτηριστικά, επαγγελματικά ή μη, ορισμένων από όσους «οδηγούν» τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις («εργάζομαι ως φιλόλογος καθητητής» λέει ο πρωταγωνιστής της ιστορίας «21 Απριλίου 2005», ενώ εκείνος της «Πρότασης γάμου» σημειώνει: «Μεγάλωσα σε μια επαρχιακή κωμόπολη που έδωσε πολλά κορμιά και πρόσφερε νιάτα και νιάτα στο πρώτο και στο δεύτερο αντάρτικο κι ένιωσα τι πάει να πει κυνηγητό και χωροφύλακας… Εγώ έγινα αριστερός όχι επειδή μελέτησα το Κεφάλαιο, αλλά επειδή ένιωσα ότι έπρεπε να είμαι από την πλευρά των αδικημένων»), είναι λογικό κι επόμενο να εντείνει σε ορισμένα σημεία την πεποίθηση ότι ο Ψύρρας αυτοβιογραφείται. Κάτι που εν πολλοίς καταρρίπτεται στη συνέντευξη που ακολουθεί, αν και «όποιος γράφει λογοτεχνία ξέρει ότι όσο κι αν προσπαθήσει δεν γίνεται στα γραφτά του να αποφύγει τον εαυτό του. Όσα έζησε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα τρυπώσουν στα γραφτά του ακόμα κι αν γράφει επιστημονική φαντασία».
Ο συγκεκριμένος συγγραφέας, βέβαια, δεν γράφει επιστημονική φαντασία. Γράφει -με τρόπο δηκτικό αλλά όχι «φωνακλάδικο», χωρίς να καταφεύγει σε εύκολα ή ακόμη και έξυπνα τρικ διδακτισμού ή κάποιου αόριστου, ηθικού, πολιτικής φύσεως ή μη, πλεονεκτήματος- για το λούμπεν κοινωνικό στοιχείο του μεσοπολέμου, τη μετανάστευση της δεκαετίας ’50-’60, τη δικτατορία, τη μεταπολίτευση, τον καταναλωτισμό, την πτώση των καθεστώτων του «υπαρκτού» σοσιαλισμού, την ανάδυση του σύγχρονου περιθωρίου, την αντίστροφη μετανάστευση, την τρομοκρατία, την τωρινή κρίση.
Γράφει δηλαδή για τη ζωή σε μια χώρα που πηγαίνει από ταραχή σε ταραχή και πάλι από την αρχή, επιβεβαιώνοντας διαρκώς μια πολύ γνωστή ρήση του Μαρξ που έφτασαν να χρησιμοποιούν μέχρι και οι εκλεγμένοι υπόδικοι βουλευτές της Χρυσής Αυγής. Τι άλλο πια…
Ο τίτλος του βιβλίου σας «Θα βοσκήσω το μαύρο» προέρχεται από το ποίημα «Αίφνης» του Νίκου Καρούζου και διαβάζοντας τα δεκατρία αφηγήματα εύκολα διακρίνει κανείς ότι είναι ακριβώς οι «μαύρες» πτυχές (έστω μερικές από αυτές) της ελληνικής ιστορίας και πραγματικότητας από τις οποίες αντλείτε έμπνευση, εφόσον σε αυτές τοποθετείτε τους ήρωές σας. Είναι κάτι που αποφασίσατε να κάνετε επί τούτου, για να αναδείξετε και να κρίνετε κάποια ζητήματα ή το μολύβι σας «πήγε μόνο του» εκεί που πήγε;
Το μολύβι «πήγε από μόνο του» σε τέτοιες «μαύρες» εξιστορήσεις, ίσως επειδή πιστεύω ότι η Ιστορία δεν λύνει τα ζητήματα κι απλώς τα επικαλύπτει, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται ξανά και ξανά μεταλλαγμένα και να καθορίζουν ζωές ακόμα κι αμέτοχων στα ιστορικά γεγονότα ή αθώων. Θεωρώ την Ιστορία σαν πεδίο όπου μέσα της αναπτύσσονται οι ατομικές περιπέτειες που συχνά μοιάζουν με μικρές προσωπικές τραγωδίες. Αυτή ήταν η αρχική καθοδηγητική διάθεση η οποία ξεκαθάριζε ακόμα περισσότερο καθώς προχωρούσε διήγημα το διήγημα η συγγραφή. Η λογοτεχνία λοιπόν δεν μπορεί παρά να τρέφεται από τέτοιες πραγματικότητες και να μεγεθύνει την ατομική περιπέτεια στα όρια της συλλογικής μοίρας. Και αυτή με οδηγούσε στην υπέρβαση της ηθογράφησης.
Δεν σας κρύβω ότι υπήρξαν σημεία του βιβλίου που, δεδομένης της ιδιότητάς σας ως φιλολόγου αλλά και της αριστερής πολιτικής σας τοποθέτησης, νόμιζα ότι διάβαζα αυτοβιογραφικές καταθέσεις. Σε τέτοιο βαθμό ώστε χρειάστηκε να περάσω στην επόμενη ιστορία για να αποκλείσω το ενδεχόμενο ότι πρόκειται περί ενός εντελώς αυτοβιογραφικού εγχειρήματος. Όπως και να ’χει, υποθέτω ότι αντλήσατε έμπνευση από πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις. Κάνοντας λοιπόν μια «σύγκριση» κατόπιν εορτής, πόσο απομακρυνθήκατε τελικά από αυτά εμπλουτίζοντας την πραγματικότητα;
Τα διηγήματα είναι κατασκευασμένα επίτηδες με τη μορφή της αυτοβιογραφικής κατάθεσης. Πρόκειται για το παραπλανητικό τέχνασμα του πρώτου προσώπου. Οι αφηγητές -λαϊκοί άνθρωποι- μιλούν σε πρώτο πρόσωπο και μοιάζουν σαν να εκμυστηρεύονται. Και μάλιστα όχι για να δικαιωθούν ή για δικαιώσουν κάτι ή κάποιους. Δεν διακατέχονται από «νοσταλγία» για το παρελθόν. Αφηγούνται πρωτίστως για τη χαρά της αφήγησης, όπως συμβαίνει στα λαϊκά καφενεία των χωριών με προικισμένους αφηγητές. Επομένως τα διηγήματα, ενώ αναφέρονται σε μια ιστορική πραγματικότητα, είναι κατασκευές. Είναι όλα μυθοπλασίες. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζω τα διηγήματα ως μυθιστορίες. Τα αυτοβιογραφικά στοιχεία -και θα σας φανεί παράδοξο- είναι ελάχιστα, και κυρίως αφορούν τη γνώση του οικείου χώρου. Βέβαια όποιος γράφει λογοτεχνία ξέρει ότι όσο κι αν προσπαθήσει δεν γίνεται στα γραφτά του να αποφύγει τον εαυτό του. Όσα έζησε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα τρυπώσουν στα γραφτά του ακόμα κι αν γράφει επιστημονική φαντασία. Αλλά αυτό δεν είναι αυτοβιογραφία.
«Οι βουλευτές πριν από την κρίση ήταν χρήσιμοι για να συντηρούν την εκλογική τοπική πελατεία με ρουσφέτια κι εξυπηρετήσεις και τώρα για να υπερψηφίζουν τις κεντρικές κομματικές επιλογές. Όποιος ζήσει αυτή την πιεστική κατάσταση κι εν συνεχεία προσπαθήσει τη “γεύση” της να τη μεταφέρει στη λογοτεχνία, κατανοεί πως ο μόνος τρόπος στον οποίο μπορεί να καταφύγει είναι η υπονομευτική δύναμη της ειρωνείας.»
Χαρακτηριστικό του βιβλίου σας είναι και η χρήση των παραπομπών, μέσω των οποίων εντάσσετε στην αφήγησή σας ορισμένα άγνωστα ή μη, για το πλατύ κοινό, στοιχεία λαϊκού πολιτισμού, από προπολεμικά ρεμπέτικα μέχρι «Τα παιδιά κάτω στον κάμπο» που είχε γράψει ο Χατζιδάκις για την παράσταση «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε» του Δαμιανού. Πώς προέκυψε αυτό το ενδιαφέρον λογοτεχνικό εύρημα;
Για να διευκολυνθεί η αναγνωστική πρόσληψη, ο συγγραφέας πρέπει να πείθει τον αναγνώστη ότι όσα γράφει είναι αληθινά ή δυνατά να συμβούν. Η «σύμβαση» αυτή ανάμεσα στο κείμενο και τον αναγνώστη οδηγεί τον συγγραφέα να επιδιώκει την αληθοφάνεια. Η επιμονή σε παραπομπές είναι ένας τρόπος για να ενισχυθεί η αληθοφάνεια των κειμένων. Έτσι οι παραπομπές σε δίσκους, ταινίες, μικρά ενσωματωμένα συμβάντα (π.χ. η πρώτη παρουσία του Κώστα Χατζηχρήστου στη σκηνή, το αεροπλανικό του Τζιμ Λόντου, το τραγούδι των οπαδών της ΑΕΛ κ.λπ. που είναι όντως μικρά αληθινά γεγονότα) τονίζουν την «πραγματολογική» βάση της αλήθειας. Βέβαια πλάι σ’ αυτά υπάρχουν πλήθος επινοημένα επεισόδια και συμβάντα. Η συνύπαρξη αληθινών και επινοημένων δημιουργεί «απορία» στον αναγνώστη: Ποια είναι αληθινά και ποια όχι; Είναι κι αυτό ένα τέχνασμα της γραφής να κρατάς τον αναγνώστη σε εγρήγορση.
Τα δεκατρία αφηγήματα του βιβλίου ενώνει και ένα κοινό γεωγραφικό νήμα, κάτι που ενισχύεται και από τη χρήση της ντοπιολαλιάς σε πολλά σημεία. Όμως δεν χαρίζεστε σε μία «αλόγιστη» αγάπη για τον τόπο καταγωγής σας. Ενδεικτικά αναφέρω τα λόγια ενός από τους ήρωές σας, στη σελ. 208: «Η Λάρισα είναι επαρχία, καπάκι των ψυχών…». Στην πραγματικότητα, ως παιδί της ελληνικής επαρχίας, ποια η σχέση σας με την «ιδέα» της ελληνικής επαρχίας;
Το κάθε αφήγημα οφείλει να πατάει γερά πάνω σε τόπο και χρόνο. Αυτά είναι τα δύο βασικά δομικά υλικά. Πάνω σ’ αυτά θα αρθρωθεί η ιστορία των ηρώων. Συνεπώς δίχως τη σχέση με τον τόπο δεν μπορεί να παραχθεί εύκολα η οικειότητα της μυθολόγησης των ανθρώπινων ιστορήσεων. Η ήπια χρήση της ντοπιολαλιάς, ή σωστότερα η ενσωμάτωση ιδιωματικών τύπων, αφορά την ποιότητα και τον χαρακτήρα του αφηγητή. Λαϊκοί άνθρωποι οι αφηγητές μου αναφέρονται σε δικές τους ή σε ιστορίες άλλων και είναι λογικό να τις μεταφέρουν με τον προσήκοντα τρόπο. Και επιπλέον -και πρέπει να το αποκαλύψω- μια από τις ανομολόγητες επιδιώξεις μου ήταν η μυθολόγηση του τόπου μου. Μέσα από το τοπικό αναδεικνύεται το γενικό και το πανανθρώπινο.
«Είναι περίεργο να επιστρέφεις στην πατρίδα σου. Τίποτα δεν αλλάζει. Τα πάντα μοιάζουν ίδια, τα νιώθεις ίδια, ακόμη και η μυρωδιά τους είναι η ίδια. Συνειδητοποιείς ότι αυτό που έχει αλλάξει είναι ο εαυτός σου». Είναι ένα από τα πιο εμβληματικά τσιτάτα του σεναριογράφου Eric Roth από την ταινία «Η Απίστευτη Ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον». Ως κάποιος που, αν δεν απατώμαι, επιμένει να ζει στη γενέθλια γη του, αντιλαμβάνεστε διαφορετικά το πλαίσιο των αλλαγών του τόπου σε σχέση με του εαυτού σας;
Βέβαια. Ο τόπος αλλάζει και ταυτόχρονα μένει ίδιος. Αλλάζει, καθώς όλα αλλάζουν γύρω σου (τα σπίτια, οι δρόμοι, το αστικό τοπίο…), και μένουν ίδια, γιατί ακόμη επιμένουν ως σημεία (δηλαδή σύμβολα) να είναι επενδεδυμένα με νοήματα, συναισθήματα και σημασίες για σένα. Κοιτώντας τον τόπο σου συνειδητοποιείς τις αλλαγές που έχεις εσύ ο ίδιος υποστεί και ταυτόχρονα τα στοιχεία που απομένουν μέσα σου επίμονα και αναλλοίωτα. Η μνήμη των αλλαγών του τόπου γίνεται τελικά η ποιότητα της ταυτότητάς σου. Όταν το συνειδητοποιείς, μπορείς πλέον να καταφύγεις στη γραφή και στη μυθολόγηση του οικείου.
Έντονη είναι και η σκωπτική διάθεση σε εκείνα τα κομμάτια του βιβλίου, που δεν είναι και λίγα, στα οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο καταπιάνεστε με την Αριστερά και τους ανθρώπους της. Θα μπορούσε μάλιστα να παρατηρήσει κανείς έναν έντονο επικριτικό τόνο ή έστω ένα αίσθημα έκδηλης απογοήτευσης, κάτι που από μόνο του προκαλεί μια κάποια εντύπωση δεδομένου ότι προέρχεται από κάποιον που ως Αριστερός έχει εκλεγεί βουλευτής. Ή μήπως αυτό ακριβώς το γεγονός συνετέλεσε σε αυτά που προαναφέρω;
Υποτίθεται ότι ένας άνθρωπος που εκλέγεται βουλευτής μπορεί να παρεμβαίνει στην πραγματικότητα και θεσμικά να την αλλάζει. Υποτίθεται. Γιατί στην πραγματικότητα έχει ελάχιστα περιθώρια να παρέμβει. Όχι λίγα. Ελάχιστα, το τονίζω. Το βουλευτικό έργο δυστυχώς καθορίζεται από ένα σύστημα κομματικό-αρχηγικό που ενισχύεται από τη δομή του κανονισμού της Βουλής αλλά και από την κατ’ επίφαση «δημοκρατική»(;) λειτουργία των κομμάτων. Δέστε για παράδειγμα πόσα σχέδια νόμου επεξεργασμένα από μεμονωμένους βουλευτές έχουν εισαχθεί προς ψήφιση τα τελευταία σαράντα χρόνια. Κανένα! Έπρεπε να περάσουν από τις κομματικές και τις θεσμικές συμπληγάδες των λογής γραφείων… Οι βουλευτές πριν από την κρίση ήταν χρήσιμοι για να συντηρούν την εκλογική τοπική πελατεία με ρουσφέτια κι εξυπηρετήσεις και τώρα για να υπερψηφίζουν τις κεντρικές κομματικές επιλογές. Όποιος ζήσει αυτή την πιεστική κατάσταση κι εν συνεχεία προσπαθήσει τη «γεύση» της να τη μεταφέρει στη λογοτεχνία, κατανοεί πως ο μόνος τρόπος στον οποίο μπορεί να καταφύγει είναι η υπονομευτική δύναμη της ειρωνείας.
Βέβαια στα δεκατρία διηγήματα η Βουλή ως θέμα απουσιάζει. Δεν είναι δα και το θελκτικότερο λογοτεχνικό θέμα! Το βάρος πέφτει σε θέματα της Ιστορίας (το λούμπεν κοινωνικό στοιχείο του μεσοπολέμου, η μετανάστευση της δεκαετίας ’50-’60, η δικτατορία, η μεταπολίτευση, ο καταναλωτισμός, η πτώση των καθεστώτων του «υπαρκτού» σοσιαλισμού, η ανάδυση του σύγχρονου περιθωρίου, η αντίστροφη μετανάστευση, η τρομοκρατία, η τωρινή κρίση). Όλα αυτά που συνέβησαν στο παρελθόν τα αφηγούνται σήμερα (και τονίζω το «σήμερα») λαϊκοί αφηγητές. Επομένως το βιβλίο κυριαρχείται από δύο χρόνους: τον χρόνο του αφηγητή (παρόν) και τον χρόνο των γεγονότων (παρελθόν). Αυτό δίνει τη δυνατότητα στον συγγραφέα να δουλεύει με διευρυμένη οπτική. Κι επομένως να χειρίζεται κριτικά και ειρωνικά (κι όχι σκωπτικά) τα γεγονότα των ιστοριών του. Κοιτάξτε: το παρελθόν αφορά τη λογοτεχνία, το μέλλον την πολιτική ρητορική.
Και μιας κι έφερε η κουβέντα τη βουλευτική σας δραστηριότητα, τι δεν θα σας λείψει καθόλου όταν θα φτάσετε στα βαθιά γεράματα και θα σκέφτεστε το χρονικό διάστημα που περάσατε στο κέντρο της Αθήνας, σε ένα μεγάλο, επιβλητικό κτίριο, πάνω από την πλατεία Συντάγματος;
Δεν χρειάζεται να φτάσω στα βαθιά γεράματα. Ήδη το ξέρω, ευτυχώς! Δεν θα μου λείψουν καθόλου τα κάκιστα ελληνικά που μιλιούνται και γράφονται στη Βουλή των Ελλήνων. Κατά τη διάρκεια της θητείας μου, όταν γυρνούσα στο ξενοδοχείο, έπιανα και μετέφραζα αρχαία κείμενα για να αντισταθμίσω όσα άκουγα στην αίθουσα της ολομέλειας. Ευτυχώς είχα βρει γρήγορα το αντίδοτο.