Είναι ένα western αυτό που ζούμε, Thomas Bidegain;

Τρεις φορές υποψήφιος και δύο βραβευμένος στα γαλλικά Cesar, και με τα σενάριά του να έχουν διεκδικήσει από Χρυσούς Φοίνικες μέχρι ξενόγλωσσα Όσκαρ κι από Χρυσές Σφαίρες μέχρι βραβεία της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου, ο Thomas Bidegain είναι κατ’ αρχήν για τον Jacques Audiard ό,τι κι ο Paul Laverty για τον Ken Loach. Σταθερός σεναριογράφος ενός απ’ τους πιο δυναμικούς και παραγωγικούς σκηνοθέτες της Γαλλίας, ο Bidegain έχει παγιωθεί ως μια απ’ τις πιο στιβαρές πένες του σύγχρονου ευρωπαϊκού σινεμά, με σενάρια που κόβουν βαθιά τη σάρκα της ανθρώπινης κατάστασης, αναζητώντας απαντήσεις σε καίρια στοιχεία της ταυτότητας του δυτικού ανθρώπου, αλλά και της θέσης του απέναντι στον άλλον, τον ξένο, τον απόκληρο.

Οι ιστορίες του στον Προφήτη / A Prophet, το Σώμα με Σώμα / Rust and Bone, και το φετινό Dheepan, σε παίρνουν στο κατόπι όταν βγαίνεις απ’ την αίθουσα, με χαρακτήρες που μεγαλώνουν μέσα σου όσο απομακρύνεσαι απ’ την ταινία. Στο Les Cowboys όμως, το σκηνοθετικό ντεμπούτο με το οποίο εμφανίστηκε στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στις περασμένες Κάννες, ο Bidegain κάνει κάτι ακόμη πιο σπάνιο: εκτός απ’ τους χαρακτήρες και την ιστορία τους, είναι κι ολόκληρο το σύμπαν τους που σε ακολουθεί μετά την προβολή. Με αφορμή την ιστορία μιας οικογένειας που διαλύεται όταν η κόρη κλέβεται μ’ έναν μουσουλμάνο, βυθίζοντας τον πατέρα στη δίνη της εμμονής να τη βρει και να τη φέρει πίσω, ο Bidegaine απλώνει μια εγκολπωτική παραβολή της προσπάθειας του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου να βρει τη θέση του σ’ αυτήν τη σύρραξη πολιτισμών της εποχής μας, που ολοένα κλιμακώνεται και συνεχώς μεταλλάσσεται, όπως κι ο κόσμος που μας περιβάλει. Έντονο όσο και συναισθηματικό, αλλά και με βλέμμα καθαρό και διεισδυτικό το Les Cowboys αποδεικνύει ότι ο Bidegain φύλαξε ένα απ’ τα καλύτερα σενάριά του για να κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, το οποίο διαχειρίζεται με σταθερό σκηνοθετικό χέρι και φορμαλιστική τόλμη αντάξια της αφηγηματικής του ευρηματικότητας και της αναλυτικής του ευστοχίας.

Το Les Cowboys πραγματεύεται ένα σωρό ζητήματα, απ’ την αμερικανοποίηση της ευρωπαϊκής ποπ κουλτούρας, στην ευαίσθητη φύση του οικογενειακού πυρήνα απέναντι στο τραύμα της απόσχισης ενός πυλώνα του, κι από εκεί στη στάση κοινωνιών ολόκληρων απέναντι όχι μόνο σ’ αυτόν που εκλαμβάνουν ως απειλή, αλλά και σ’ αυτόν που έχει αντίθετη άποψη στο θέμα. Ποιος είναι όμως ο κεντρικός θεματικός άξονας που σας ιντρίγκαρε περισσότερο; Ήθελα να μιλήσω για πολλά πράγματα, αλλά κυρίως για το τι μας συμβαίνει τώρα, το που βρισκόμαστε τώρα, ως κοινωνία. Ξέρεις, όλα τα western, τουλάχιστον όλα τα καλά western, σού δίνουν μια εικόνα του πού βρίσκεται μια κοινωνία σε μια δεδομένη στιγμή. Είναι, ας πούμε, η δημιουργία των ΗΠΑ, ή ο πόλεμος ενάντια στους Ινδιάνους, ο Εμφύλιος, η εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, όλα αυτά. Ένα καλό western είναι πάντα μια στιγμή μέσα στην ιστορία, και μια εικόνα της κατάστασης ενός έθνους. Κι ήθελα λοιπόν να κάνω κάτι σαν κι αυτό, να απεικονίσω το πού βρισκόμαστε εμείς ως κοινωνία τώρα, αλλά και πώς φτάσαμε εδώ, από ποια αφετηρία. Η αφετηρία ήταν βέβαια αυτό το πράγμα που συνέβη στην αρχή του αιώνα, με την επίθεση στους Δίδυμος Πύργους, το οποίο πυροδότησε έναν πόλεμο που ήταν σαν ένας Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος για τη γενιά μας. Όχι σαν αυτόν που έζησαν οι παππούδες μας, αλλά ένας δικός μας Πρώτος Παγκόσμιος: Ξυπνούσες τη μια μέρα και δεχόταν επίθεση το Λονδίνο, και την άλλη μέρα ήταν η Τζακάρτα, ή η Μαδρίτη. Ήθελα λοιπόν να μιλήσω γι’ αυτό, αλλά μέσα από την ιστορία μιας κοινότητας. Όχι απλώς μια οικογένεια, αλλά μια ολόκληρη κοινότητα, η οποία αναστατώνεται από την εξαφάνιση ενός κοριτσιού, της Kelly, και αυτή η αναστάτωση χρειάζεται δυο ολόκληρες γενιές ανθρώπων για να ολοκληρωθεί, να επέλθει μια συμφιλίωση με τη νέα πραγματικότητα. Αυτή ήταν βασικά η ιδέα.

Νομίζω  δύσκολα θα έβρισκε κανείς κάποιον να αρνηθεί ότι η κατάσταση που ζούμε είναι σαν να βρίσκεται από πάνω μας το σύννεφο μιας συνεχούς, βραδυφλεγούς κι ακαθόριστης απειλής, αλλά πόλεμος; Μήπως το πάτε ένα βήμα πιο πέρα; Ξέρεις, αν θυμάσαι, την 11η Σεπτεμβρίου, όταν είδαμε το πρώτο αεροπλάνο να πέφτει στον έναν απ’ τους Δίδυμους Πύργους, στην αρχή νομίζαμε ότι ήταν ατύχημα. Δεν ήταν όμως ατύχημα: Όταν έπεσε και το δεύτερο αεροπλάνο, αυτό το ατύχημα έγινε πόλεμος. Και τώρα, τόσα χρόνια μετά, αν δούμε ένα αεροπλάνο να πετάει λίγο πιο χαμηλά απ’ όσο έχουμε συνηθίσει, σκεφτόμαστε ότι κάτι μπορεί να συμβαίνει, έχουμε χάσει εκείνη την αφέλεια, την αθωότητα του παρελθόντος. Γι’ αυτό ήθελα να πω αυτήν την ιστορία, κι αυτό που βρήκα ενδιαφέρον στην αναλογία με τα western είναι πως, όταν όλα ξεκίνησαν τότε, όλοι κουβεντιάζαμε για έναν πόλεμο πολιτισμών. Και η αναλογία των καουμπόηδων και των Ινδιάνων είναι ακριβώς αυτή: είναι ένας πόλεμος πολιτισμών. Όταν έμαθα λοιπόν για αυτούς τους ανθρώπους, τους φανατικούς των western κι όλης αυτής της νοοτροπίας, που ντύνονται καουμπόηδες και κάνουν αυτές τις καουμπόικες γιορτές –κάτι που είναι πολύ διαδεδομένο στη Γαλλία, στη Γερμανία, ακόμα και στην Ελβετία– σκέφτηκα ότι, να, αυτό το πράγμα, η αναλογία του western, υπάρχει ήδη ως εικόνα. Μου ήρθε λοιπόν η ιδέα ότι, ένας πατέρας που βρίσκεται σε μια τέτοια κουλτούρα, επειδή νομίζει ότι είναι καουμπόης, είναι φυσιολογικό να αντιμετωπίζει τους Μουσουλμάνους ως Ινδιάνους.

Θυμάστε τι κάνατε όταν έπεσαν οι Πύργοι; Ναι βέβαια, ήμουν σ’ ένα meeting με έναν Αμερικανό παραγωγό στο Παρίσι, και μας διέκοψαν για να μας πουν για το ατύχημα –γιατί στην αρχή νομίζαμε ότι ήταν ατύχημα– και βγήκαμε από το meeting για να δούμε τι συμβαίνει, κι εκείνη τη στιγμή έπεσε και το δεύτερο αεροπλάνο. Χρειάστηκε πολύς καιρός όμως για να δούμε τις συνέπειες και το βάθος που θα είχαν, όπως πήρε και χρόνο να συνειδητοποιήσουμε την ιδέα του ότι κάποιος μας επιτίθεται, και να κατανοήσουμε το γιατί. Που είναι μια διαδικασία την οποία δεν έχουμε ολοκληρώσει ακόμη βέβαια, γι’ αυτό ήθελα και η δική μου ιστορία να απλώνεται σε μακρά χρονική περίοδο –ξεκινά από τον πατέρα, και τελειώνει μια γενιά μετά, όταν ο γιος του γίνεται πατέρας κι αυτός.

Φαντάζομαι η προσφυγική κρίση, και κυρίως ο τρόπος που την διαχειρίζεται η Ευρώπη και ο Δυτικός Κόσμος εν γένει αυτήν την περίοδο, ξεχωρίζει ως μια απ’ αυτές τις μακρές συνέπειες. Ναι, φυσικά, φυσικά. Και βέβαια, τα πράγματα μπορεί να ήταν διαφορετικά αν είχαμε λειτουργήσει καλύτερα όταν απλώναμε τις αποικίες μας λόγου χάρη. Μπορείς πάντα να λες πως τα πράγματα ίσως να ήταν διαφορετικά, αν κάτι είχε γίνει αλλιώς. Αλλά νομίζω ότι αυτό που έχει ενδιαφέρον τώρα, κι αυτό που μπορούμε να κάνουμε εμείς ως κινηματογραφιστές, είναι να απεικονίζουμε τις ιστορίες των ανθρώπων. Να κάνουμε δηλαδή το αντίθετο απ’ αυτό που κάνουν οι ειδήσεις. Στις ειδήσεις τα πάντα περιγράφονται ως πρόβλημα. Η προσφυγική κρίση, για παράδειγμα, αντιμετωπίζεται με όρους προβλήματος. Κι έχεις μετά την πολιτική ανάλυση, ή την κοινωνιολογική, ή την οικονομική, και σου δίνουν όλους τους λόγους γιατί αυτή η κατάσταση αποτελεί πρόβλημα. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε εμείς λοιπόν, είναι αντί να μιλάμε για προβλήματα, να μιλήσουμε για τους ανθρώπους. Για χαρακτήρες και ιστορίες. Να δώσουμε ονόματα σ’ αυτούς τους ανθρώπους, και να αφηγηθούμε τις ιστορίες που τους κάνουν ήρωες. Ή αντιήρωες. Για παράδειγμα, σ’ αυτήν την ταινία, είναι νομίζω ξεκάθαρο ότι οι καουμπόηδες είμαστε εμείς. Να, σε βλέπω, κι εσύ σαν Αμερικανός ντύνεσαι, και το ίδιο κι εγώ. Ε, στην ταινία μου οι άνθρωποι αυτοί ίσως το παρακάνουν λίγο, και ντύνονται καουμπόηδες. Αλλά και πάλι, κατά βάση αυτοί είμαστε εμείς. Κι έχεις λοιπόν μια συνάντηση αυτών των καουμπόηδων, σε κάποιο σημείο της ταινίας, και σ’ αυτήν την συνάντηση εμφανίζεται μια γυναίκα που φοράει μαντήλα. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ο κόσμος μας, είναι η δική μας κοινότητα. Πώς αντιδρούμε λοιπόν; Άλλος θα θυμώσει, άλλος θα φωνάξει, θα της βγάλει τη μαντήλα, άλλος όμως θα την ερωτευτεί, θα υπάρξουν διάφορες αντιδράσεις. Συμβαίνουν λοιπόν κάποια πράγματα σ’ αυτή τη συνάντηση, και εμφανίζεται ο σερίφης της παρέας, ο οποίος είναι μια φιγούρα εξουσίας, κι ο οποίος όμως είναι παντελώς αμήχανος, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει. Που είναι νομίζω ακριβώς αυτό που συμβαίνει και στον πραγματικό μας κόσμο: οι αρχές δεν ξέρουν τι ακριβώς να κάνουν και πώς να διαχειριστούν αυτήν την κρίση, γιατί κατ’ αρχήν αυτοί που πρέπει να βρούμε πώς θα αντιδράσουμε είμαστε εμείς, οι άνθρωποι, οι λαοί. Ποια θέση θα πάρουμε και πώς θα το διαχειριστούμε.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ας μιλήσουμε για τη δική σας θέση και τον τρόπο που διαχειρίζεστε τους χαρακτήρες σας ο οποίος είναι, αν μη τι άλλο, ριζικός: απ’ τη μια πράξη της δραματουργίας στην άλλη, οι χαρακτήρες που τη μια στιγμή βρίσκονται στο επίκεντρο, την άλλη εξαφανίζονται πριν προλάβουμε να ανοιγοκλείσουμε μάτι, και με την ίδια ευκολία αλλάζει κι η αφήγησή σας, μια προσέγγιση που είναι τουλάχιστον ασυνήθης. Ξέρεις, στο σινεμά υπάρχει μία πλοκή μονάχα, και καμία άλλη: τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Κι αυτό πρέπει να ισχύει όχι μόνο στην ιστορία, αλλά και στην ίδια την ταινία ως σύνολο, η οποία δεν θα πρέπει να είναι αυτό που περιμένεις να είναι. Έτσι νομίζω τουλάχιστον. Και νομίζω ότι πια, με τις σειρές και όλα αυτά, το κοινό έχει μάθει και πιο απαιτητικές μορφές αφήγησης απ’ τις συνηθισμένες, με ξαφνικές αλλαγές στις οπτικές, ή εναλλαγές απ’ τον έναν χαρακτήρα στον άλλο, απότομες μεταβάσεις στο χρόνο κλπ. Και νομίζω ότι μερικές φορές είναι χρήσιμα και στο σινεμά τέτοια εργαλεία. Εμένα τουλάχιστον, μου αρέσει σε μια ταινία να μην ξέρω πού το πάει, να μην ξέρω περί τίνος πρόκειται, σε τι είδους ταινία πρόκειται να εξελιχθεί αυτό που βλέπω. Χρησιμοποιήσαμε και στο Dheepan μια τέτοια προσέγγιση, και νομίζω ότι ταιριάζει ακόμη περισσότερο στο Les Cowboys, γιατί ξεκινάμε με έναν πατέρα που νομίζει ότι είναι καουμπόης, αλλά καταλήγουμε ο γιος του να γίνεται καουμπόης, κι αυτός στη δική του πορεία συναντά τον John C Riley, ο οποίος είναι στ’ αλήθεια ένα είδος καουμπόη, κι η ταινία αλλάζει συνεχώς. Και νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό, μαζί με την ιστορία, να αλλάζει και η φόρμα της ταινίας όταν χρειάζεται.

Η δική σας αλλαγή, απ’ τη θέση του σεναριογράφου σ’ αυτή του σκηνοθέτη, πώς σας φάνηκε; Ω, ήταν μεγάλη αλλαγή, στ’ αλήθεια. Ξέρεις, τελικά το γράψιμο είναι πράγματι μια δουλειά, ένα επάγγελμα, η σκηνοθεσία όμως είναι μια διανοητική κατάσταση. Είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό. Πρέπει να ωθείς συνεχώς τον εαυτό σου να φτάνει σε ένα συγκεκριμένο σημείο, απ’ το οποίο θα αντλήσει μια συγκεκριμένη ενέργεια, την οποία θα πρέπει να μεταδώσει μετά στους συνεργάτες του. Είναι φοβερό πράγμα και θέλω να το συνεχίσω, όπως βέβαια θέλω να συνεχίσω και το γράψιμο, γιατί κι αυτό είναι επίσης πολύ εθιστικό ξέρεις.


Η ταινία Les Cowboys, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Thomas Bidegain, με τους Francois Damiens, Finnegan Oldfield, John C Riley και άλλους, μετά τις προβολές της σε φεστιβάλ όπως αυτά των Καννών, του Λονδίνου, του Τορόντο, της Νέας Υόρκης και του Σαν Σεμπαστιάν, θα προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από την Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου σε διανομή της Odeon.
Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης