Είναι ο αγαπημένος όχι μόνο του κοινού αλλά και των ανθρώπων του θεάτρου. Ολοι θέλουν, κάποια στιγμή, να κάνουν ένα έργο του Τσέχωφ. Κι εμείς, οι επαγγελματίες θεατές έχουμε δει κάμποσες φορές τα περισσότερα έργα του. Και νομίζουμε ότι τα γνωρίζουμε πια. Νόμιζα, για παράδειγμα, ότι γνωρίζω τον «Θείο Βάνια» του, που γράφτηκε το 1896. Νόμιζα· μέχρι το περασμένο Σάββατο, που κατέβηκα τα σκαλιά του Κέντρου Ελέγχου Τηλεοράσεων, στην Κυψέλη, μόλις μια μέρα πριν λήξουν οι παραστάσεις του «Θείου Βάνια», που αυτή τη φορά σκηνοθέτησε η δαιμόνια, πείσμων και απολύτως απρόβλεπτη Μαρία Μαγκανάρη.
Για όσους δεν ξέρουν το χώρο, πρόκειται για ένα απλό υπόγειο σε μια πολυκατοικία της δεκαετίας του ’70. Απολύτως μη θεατρικός χώρος. Σκηνή δεν υπάρχει, οι ηθοποιοί παίζουν μπροστά μας, μπορούμε να τους αγγίξουμε, μπορούν να μπερδευτούν στα πόδια μας… Η δράση εκτυλίσσεται στη μέση της υπόγειας αίθουσας. Σε κάθε πλευρά υπάρχουν δυο σειρές καρέκλες και μερικά σκαμπό για τους θεατές. Κάποιοι κάθονται και στα σκαμπό του μπαρ που βρίσκεται στην ημιυπόγεια είσοδο.
Εκεί, σ’ αυτόν τον χώρο η Διδώ Γκόγκου (σκηνικά) έβαλε, στη μια πλευρά ένα μεγάλο τραπέζι, μερικές καρέκλες, ένα σαμοβάρι, έναν βραστήρα, μερικά γυάλινα ανατολίτικα ποτηράκια τσαγιού και στην απέναντι ένα πιάνο κι ένα παλιό φωτιστικό. Στη μέση μόνο μερικά χαλιά. Και πάνω σ’ αυτά γίνονταν οι μάχες, οι έριδες, οι σπαραγμοί, ακούγονταν τα ανείπωτα λόγια ή τα μισοειπωμένα…
Και σ’ αυτόν τον χώρο ζωντάνεψαν, πραγματικά ζωντάνεψαν, οι ήρωες του Τσέχωφ. Εγιναν πρόσωπα κοντινά, έγιναν στιγμές του καθενός μας, έγιναν δικά μας αυτά τα πρόσωπα. Κι έγιναν τόσο ζωντανά, τόσο ανάγλυφα, τόσο σημερινά…
Αυτή ήταν η μεγάλη μαεστρία της Μαρίας Μαγκανάρη. Να κάνει σάρκινους και σημερινούς τους ήρωες του Τσέχωφ, έτσι όπως τους φαντάστηκε εκείνος στα τέλη του 19ου αιώνα. Να αναδείξει -χάρη και στην πάλλουσα μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη– τις προσωπικές αλλά και τις οραματικές αγωνίες του καθενός από τα πρόσωπα του έργου.
Ολα τα έχει αυτό το κείμενο, όλα τα λέει ο Τσέχωφ εδώ, με σοφία, με διορατικότητα, με διάρκεια. Κι όχι μόνο για το περιβάλλον, όχι μόνο για τις πηγές ενέργειας, όχι μόνο για το ρόλο των διανοουμένων ή όσων αισθάνονται διανοούμενοι, όχι μόνο για τη μοναξιά, την πλήξη, την απραξία, την τελματωμένη καθημερινότητα των ανθρώπων ή την αδιέξοδη προοπτική τους. Μιλάει για τους ανθρώπους, τα πάθη τους, τους φόβους τους, τις εμμονές και τις εμπλοκές τους. Και τους σκιαγραφεί με ευαισθησία και βάθος. Ακριβώς το ίδιο έκανε η Μαρία Μαγκανάρη, μ’ ένα μικρό ρεσάλτο: έκανε όλους αυτούς τους χαρακτήρες του 1896 διπλανούς μας ή μήπως κάποιους από μας; Γιατί δεν υπάρχει περίπτωση σ’ αυτή την παράσταση να μη συναιστανθείς την κατάσταση κάποιων από τους ήρωες ή να μην ταυτιστείς με κάποιον, ανά περίπτωση. Οπως μ’ εκείνο το αλλοπαρμένο τρέξιμο της Σόνιας στη σκηνή, που ζωντάνεψε η Σύρμω Κεκέ, (μάλλον της καλύτερης Σόνιας που έχω δει) όταν νιώθει αυτή την απόλυτη αγωνία της αναμονής, της ερωτικής προσδοκίας, της τρέλας του έρωτα… Ή μ’ εκείνη την απελπισία του γιατρού Αστρώφ (Γιώργης Τσαμπουράκης) για όλα εκείνα με τα οποία χρειάζεται να συναναστραφεί καθημερινά, για ό,τι δεν βρίσκει στην άλλη πλευρά, για την απόλυτη διάψευση όπου και να κοιτάξει: «Αλλόκοτοι άνθρωποι, που σε κάνουν κι εσένα αλλόκοτο»…
Και ασφαλώς θα αναγνωρίζουν πολλοί τον άνθρωπο του καθήκοντος, που σαρκάζει τη ζωή του και τα θέλω του, που φοβάται να ονειρευτεί κάτι άλλο, που έχει μάθει να ζει μ’ έναν τρόπο χωρίς να ονειρεύεται άλλον… Που διστάζει, είναι αδέξιος, είναι παρορμητικός, είναι αυτοκαταστροφικός, είναι υποταγμένος, είναι ένα παιδί με κοντά παντελόνια, όπως εμφανίζεται επί σκήνής. Κι όπως τα παιδιά απασφαλίζουν κάποια στιγμή. Πυροβολούν στο πουθενά. Μ’ ένα ψεύτικο μπαμ. Είναι ο Θείος Βάνιας (του Κώστα Κουτσολέλου). Τόσοι πολλοί σαν αυτόν γύρω μας… Τόσο αληθινός θείος Βάνιας…
Ή θα αναγνωρίσουν στο πρόσωπο του καθηγητή Σερεμπριακώφ (Παναγιώτης Καλαντζόπουλος, που υπογράφει και τη μουσική), τον διανοούμενο της οικογένειας, τον άνθρωπο μέσω του οποίου όλοι αισθάνονται επιτυχημένοι και όλοι θεωρούν υποχρέωσή τους να υπηρετούν, τον αφ’ υψηλού -γι’ αυτό στέκεται εκτός σκηνής-, τον στεγνό, τον παράξενο, τον απαιτητικό, τον άνθρωπο που βιώνει το τέλος του βίου όμως και την αδυναμία της σάρκας. Τον διαφορετικό, οπωσδήποτε, γι’ αυτό και πολύ εύστοχα επέλεξε έναν μη ηθοποιό η Μαρία Μαγκανάρη.
Ολοι ζωντάνεψαν πολλούς σ’ αυτή την παράσταση: και η Ελένα, η νεαρότατη σύζυγός του (Ανθή Ευστρατιάδου), που γνωρίζει τη δύναμη της ομορφιάς της, που ξέρει ότι είναι το εισιτήριό της σε πολλά, που γοητεύεται από διαφορετικά, που διστάζει, που εγκλωβίζεται τελικά στα πρέπει της, σε βάρος των επιθυμιών της και της εικόνας της. Και ασφαλώς ο θεατής θα διακρίνει τους γήινους, τους στέρεους ανθρώπους, αυτούς που δίνουν απλόχερα αγάπη και φροντίδα, αυτούς που είναι πάντα εκεί για όλους, που δεν έχουν μάθει να αναζητούν, αυτούς που συμπάσχουν και συμπαραστέκονται, όπως η νένα (Μαρία Μαγκανάρη), κι ο Τελιέγκιν (Δημήτρης Ντάσκας). Ή θα διακρίνουν εκείνον τον ανεπαίσθητο αλλά τόσο καθοριστικό ρόλο του γονιού (Υβόννη Μαλτέζου), που μπλοκάρει, επηρεάζει και βάζει τα θέλω του στη ζωή των παιδιών του…
Για όλους αυτούς τους λόγους, αυτόν τον «Θείο Βάνια» τον σκέφτεσαι διαρκώς μετά την παράσταση. Για την ταύτιση, για τις μνήμες, για τις συγκρούσεις μέσα στις καθημεινές σχέσεις, γιατί σε θυμώνει ό,τι θυμώνει τον Αστρώφ ή τον θείο Βάνια, γιατί σε έχει τρελάνει ό,τι τρελαίνει τη Σόνια, γιατί έχεις, ευτυχώς, κάποιους ανθρώπους σαν τη νένα γύρω σου…
Και γιατί η Μαρία Μαγκανάρη κατάφερε να μεταφέρει τη διαχρονία του Τσέχωφ μ’ έναν τρόπο διόλου στημένο, διόλου επιδεικτικό, αλλά άμεσο, σαν νεύμα, σαν χάδι, σαν καθρέφτη.
Η παράσταση στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων ολοκληρώθηκε την Κυριακή 3 Φεβρουαρίου. Οι υποχρεώσεις των συντελεστών της παράστασης δεν επέτρεψε τη συνέχισή της. Ευτυχώς, μαθαίνουμε, αναζητούνται τρόποι για να συνεχιστεί το φθινόπωρο του 2019. Και είναι πολύ κοντά στο να βρεθούν αυτοί οι τρόποι. Για να τη δουν όσοι δεν την είδαν, για να την ξαναδούμε.
Info: