Ο δίσκος αυτός ήρθε στη ζωή μου σε μια συγκυρία κατά την οποία είχα προβλήματα υγείας και κατάθλιψη ενώ ταυτόχρονα ήμουν αντιμέτωπος με τον κίνδυνο να μη βρούμε εταιρεία για το επόμενο άλμπουμ των Therapy?. Τον Νοέμβριο του 2007, όταν κυκλοφόρησε, με θυμάμαι να τριγυρίζω στο σπίτι χλωμός, με μαύρους κύκλους, νιώθοντας σαν να ζυγίζω χίλιους τόνους, χωρίς να υπάρχει τίποτα που να με κάνει να αισθανθώ καλύτερα. Η μόνη μου παρηγοριά ήταν η οικογένειά μου και το Untrue. Μου είχε αρέσει πολύ ο πρώτος του δίσκος (που δεν ήταν βέβαια ροκ, γιατί ο Burial παίζει ηλεκτρονική μουσική), αλλά είχε έντονη κινηματογραφική ατμόσφαιρα. Ήταν εσωστρεφής και χρησιμοποιούσε πολλά dub στοιχεία. Στο δεύτερο άλμπουμ άρχισε να προσθέτει φωνητικά και αύξησε τη χρήση φυσικών και μη ήχων, από βροχή μέχρι κλειδιά που κουδουνίζουν και video games.
Τα φωνητικά samples επαναλαμβάνονται μέσω reverb και έτσι δημιουργείται μια ατμόσφαιρα ανατριχιαστική, ενώ ο τόνος του άλμπουμ πλησιάζει τη μελαγχολία που αγαπούσα και στο Unknown Pleasures των Joy Division ή στο πρώτο άλμπουμ των Black Sabbath. Το εναρκτήριο single “Archangel” είναι κάτι σαν ύμνος, με υπέροχα έγχορδα και φωνητικά που μοιάζουν να έρχονται τη φωτεινή άκρη μιας επιθανάτιας εμπειρίας. Κομμάτια σαν τα “Shell of Light” και “Dog Shelter” είναι ambient αριστουργήματα και η αίσθηση ευφορίας που αναδύουν εξισορροπείται με μια σχεδόν σπαραξικάρδια θλίψη. Τα ηχοτοπία του δίσκου είναι απίστευτα – είναι μουσική για αργά το βράδυ όταν διασχίζεις την πόλη με λεωφορείο, για περιπάτους στη βροχή με τα μάτια καρφωμένα κάτω, μουσική με θαυμάσια αναζωογονητικά ξεσπάσματα. Του αξίζει να ακούγεται πάντα ολόκληρος, γιατί στο τέλος πιστεύει κανείς ότι στα αλήθεια έχει μεταφερθεί αλλού. Πρόκειται για έναν δίσκο γραμμένο με τόση ενσυναίσθηση που νιώθεις ότι σε ακούει και αυτός.
Οι Fugazi είναι το καλύτερο παράδειγμα τού πώς να παίζεις μουσική και να υπάρχεις στη βιομηχανία με τους δικούς σου όρους: υπήρξαμε πάντα μεγάλοι θαυμαστές τους. Πάντα τους ενδιέφερε να αναμιγνύουν διαφορετικά μουσικά είδη, και το σημαντικό ήταν οι ιδέες και όχι οι μόδες. Παίξαμε support στα live τους στην Ιρλανδία το 1991 και εντυπωσιαστήκαμε από την προσέγγισή τους στα πάντα, από τη μετακίνηση και το στήσιμο του εξοπλισμού μέχρι τη συναυλία και τις πληρωμές. Συνολικά ως μπάντα είμαστε όλοι φανς των πρώτων δίσκων τους, ειδικά του Repeater, αλλά το Red Medicine είναι αυτό που έχω ακούσει περισσότερο. Δεν πείστηκα ότι μου άρεσε από την πρώτη ακρόαση: διαφορετικές οπτικές, περίεργοι ήχοι και παράξενες ενορχηστρώσεις με ξένισαν, αλλά όπως σε όλες τις μεγάλες δημιουργίες, η ανταμοιβή ήρθε αργότερα.
Υπάρχουν απρόσμενες στιγμές στο Red Medicine: το χτίσιμο του εναρκτήριου track “Do You Like Me”, η κιθάρα στο “Bed For the Scraping” που παίρνει μια τεχνική που συνήθως χρησιμοποιείται στο heavy metal και τη μετατρέπει σε ήχο πνευστού της Μέσης Ανατολής, η επηρεασμένη από το dub ένταση του “Version”. Σε αυτό το άλμπουμ επιστρέφω όταν χρειάζομαι έμπνευση: είναι η κατάθεση μιας μνημειώδους μπάντας που μένει για πάντα.
Όταν νιώθω σύγχυση ή απλά χρειάζομαι μια κλωτσιά, βάζω να παίζει αυτός ο δίσκος. Οι Big Black σε πηγαίνουν σε μέρη που δεν θες να πας, και σε εξαναγκάζουν να κοιτάξεις στις σκοτεινές γωνίες της ανθρώπινης ψυχής που εύχεσαι να μην υπήρχαν αλλά ξέρεις ότι υπάρχουν.
Το να αποδεχτείς αυτό το σκοτάδι σε αυτή την ένταση φέρνει μια κάθαρση, σε εξαγνίζει. Οι Big Black βρωμίζουν τα χέρια τους και ο ακροατής, δυο βήματα πίσω, ηδονοβλεπτικά, βιώνει τη βρωμιά και την καταστροφή άχρηστων ανθρώπινων όντων χαμένων στο κενό του διαστήματος, που ουρλιάζουν σε κάποιον, οποιοδήποτε, θεό που ίσως ακούει.
Το drum machine τους είναι αδυσώπητο, ένα μονότονο σφυροκόπημα στο κρανίο. Τα φωνητικά σχεδόν δεν ακούγονται, πράγμα που προσθέτει στην αίσθηση ότι ακούς κάτι πολύ προσωπικό, κάτι στο οποίο δεν θα έπρεπε να είσαι κοινωνός: πρέπει να ακούσεις προσεκτικά για να ξεχωρίσεις τους στίχους, σαν να κατασκοπεύεις. Οι δε στίχοι είναι όλοι σαν αποφθέγματα, στα οποία κρύβεται όλη η σοφία του δίσκου. Οι εκρηκτικές κιθάρες, τα τύμπανα που σε γρονθοκοπούν και τα φωνητικά που σπέρνουν τον πανικό έχουν συνδυαστεί και εκτελεστεί με τέτοιον τρόπο που κάνουν το Songs About Fucking έναν αξέχαστο ποπ δίσκο. Εννοείται πως τραγούδια για δολοφόνους και αποτυχημένες φαρμακευτικές θεραπείες δύσκολα βρίσκουν τον δρόμο προς τα τσαρτς, αλλά οι στίχοι μοιάζουν με χαϊκού και τα riffs είναι κολλητικά.
Αν το αφεντικό ή ο καθηγητής σου σε έχει τσαντίσει, αν η ζωή σε απογοητεύει, βάλε το Songs About Fucking στο τέρμα και νιώσε τον σφυγμό σου να πάλλεται και τα μάτια σου να ανοίγουν διάπλατα.
Μοντέρνο, πειραματικό χιπ χοπ που καταφέρνει να κυλιστεί στη βρωμιά και τη διαφθορά της ζωής ενώ την ίδια στιγμή σε κάνει να θες να χορέψεις χαμογελώντας. Το “Downward Spiral”, που ανοίγει τον δίσκο, σε βάζει στο κλίμα με μια ιατροδικαστική περιγραφή μιας νύχτας πνιγμένης στην κοκαΐνη: από εκεί και πέρα, δεν χαλαρώνεις ποτέ.
Οι ρυθμοί είναι ασυνήθιστοι και συχνά πνίγονται από θόρυβο και ηλεκτρονικές καντέντσες. Τα “Really Doe” και “Dance in the Water” είναι ακαταμάχητα, σχεδόν με παιδιάστικη γοητεία αλλά και σχεδιασμένα για να σε κάνουν να κουνιέσαι. Αυτό τον δίσκο ακούς πριν βγεις να διασκεδάσεις: λειτουργεί ως προειδοποίηση ενώ ταυτόχρονα σου δίνει μια μικρή γεύση των ηδονών που σε περιμένουν!
Ένας δίσκος γεμάτος φωτιά, ιδέες, υπέροχους στίχους και απίστευτο παίξιμο, φτιαγμένος από μια γυναίκα 70 ετών. Δεν είχα ακουστά αυτή τη σούπερσταρ της σάμπα, αλλά κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας, στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου είδα στην τηλεόραση μια συναυλία της, στην οποία έπαιζε κομμάτια από αυτό το άλμπουμ.
Λίγα clicks αργότερα μάθαινα πόσο αγωνίστρια υπήρξε και πόσα είχε περάσει στη ζωή της. Το CD είχε τους δίσκους τόσο στα πορτογαλικά όσο και στα αγγλικά, οπότε μπορούσα να καταλαβαίνω τι πραγματεύονταν τα τραγούδια της: οικογενειακή βία, σεξ, ναρκωτικά και αγάπη. Όλη η σύγχρονη ζωή είναι εδώ.
Οι κιθάρες στον δίσκο αυτόν είναι συγκλονιστικές, περιστρέφονται σφαδάζοντας γύρω από τα άλλα όργανα, ενώ το rhythm section εγγυάται ένα διαρκές λίκνισμα. Είναι από τους δίσκους εκείνους που εντυπωσιάζουν όποιον και να του βάλω να τον ακούσει. Σε μια περιοδεία των Therapy? το βάζαμε να παίζει δυνατά στο καμαρίνι πριν βγούμε στη σκηνή: το είδος της μουσικής που παίζουμε εμείς μπορεί να είναι χιλιόμετρα μακριά, αλλά το πάθος είναι το ίδιο. Αν είμαι ζωντανός στα 78 εύχομαι να εχω ένα μικρό κλάσμα της ενέργειας της Elza Soares.
Μεγάλωσα με πανκ. Η σκηνή στη Βόρεια Ιρλανδία ήταν πολύ ενεργή, με μπάντες όπως οι Stiff Little Fingers, Undertones και Rudi οι οποίες έφτιαχναν υπέροχους δίσκους. Ως παιδί, αναρωτιόμουν μήπως στα αλήθεια με είχαν μαγέψει θυμωμένοι νεαροί που έφτιαχναν δυνατή μουσική για να τσαντίζουν τους αθρώπους.
Πέρασα όλες τις φάσεις του πανκ: βρετανικό, αμερικανικό, crust punk και αμερικάνικο hardcore, η διαβόητη σκηνή της Dischord records στην Washington, το πρώτο κύμα του emo. Ένα από τα πιο αγαπημένα μου συγκροτήματα ever είναι οι Husker Du από τη Μινεάπολη. Κάπου στην πορεία το πανκ έγινε της μόδας, συμβιβάστηκε και έχασα το ενδιαφέρον μου για πολλές από τις πιο καινούργιες μπάντες. Παρόλα αυτά, πού και πού, κάτι νέο εμφανίζεται, με αρπάζει από τον λαιμό και με κάνει να θέλω να είμαι και πάλι εκείνο το μικρό, ενθουσιώδες παιδί από την Ιρλανδία.
Οι G.L.O.S.S. από την Washington δυστυχώς είναι πλέον ανενεργοί αλλά έλαμψαν για λίγο στην πανκ σκηνή, καίγοντας τα πάντα στο διάβα τους. Τρανσέξουαλ, Γκέι, Πανκ και Υπερήφανοι, αντιμετώπιζαν το Κακό στον κόσμο με ενέργεια, οργή και συνθετικές ικανότητες που παρέπεμπαν στο old school punk rock. Οι στίχοι τους είναι πανέξυπνοι και τα τραγούδια τους έτοιμα για να γίνουν επιτυχίες. Το Outcast Stomp είναι ένας ύμνος του 21ου αιώνα που μιλά για τους μοναχικούς και τους παρίες και τους φαντάζεται να συμμαχούν για να κυβερνήσουν τον κόσμο.
Τα “Masculine Artifice” και “Lined Lips” and “Spiked Bats” είναι δείγματα της εκπληκτικής ευφυίας αυτού του γκρουπ. Ηχογραφησαν ακόμα έναν δίσκο, το επίσης εξαίσιο “Trans Day of Revenge” και μετά διαλύθηκαν. Μια εμπρηστική μπάντα στην καλύτερη στιγμή της, αληθινό punk rock.
Δεν ξέρω πολλά για αυτή την μπάντα από την Αυστραλία, αλλά λατρεύω τον δίσκο τους. Κυκλοφόρησε το 2014 και είναι ένας περιεργος κόσμος στο μεταίχμιο punk, post-punk, gothic rock και electronica με ολίγη από Krautrock.
Ο δίσκος έχει υπνωτιστικό υποδόριο groove και συγκρατημένα φωνητικά που σε καθηλώνουν. Τα “Glass” και “Flesh War” ακούγονται τόσο οικεία που μου είναι αδύνατο να πω αν μου αρέσουν επειδή μου θυμίζουν τα ροκ συγκροτήματα των 70s ή επειδή μοιάζουν με μια μοντέρνα εκδοχή του πανκ. Το άλμπουμ ακούγεται απνευστί από την αρχή ως το τέλος χωρίς ποτέ να χάνει το momentum του.
Έχετε ποτέ φανταστεί τι θα είχαμε αν ανακατεύαμε τους Black Sabbath με το afrobeat του Fela Kuti; Εγώ όχι, μέχρι που άκουσα αυτούς εδώ τους Αμερικανούς που παίζουν κολλητικούς ρυθμούς με fuzzy κιθάρες από πάνω.
Το αποτέλεσμα είναι ένας κεφάτος δίσκος χορεύεται. Έχει ψυχεδέλεια στην καρδιά και ακούγεται όπως το καλύτερο πάρτυ στο οποίο θα μπορούσες να είχες προσκληθεί. Υπάρχουν διακριτικά εφέ στα φωνητικά και μικρές ηχητικές λεπτομέρειες που το κάνουν, επιπλέον, ιδανικό άλμπουμ για να έχεις στα ακουστικά σου. Αυτοί οι τύποι έχουν την πολυτέλεια να να ισχυρίζονται ότι θα μπορούσαν να παίξουν σε οποιοδήποτε ροκ ή ποπ φεστιβάλ και να τους κουνήσουν όλους. Βάλτε αυτόν τον δισκο στους φίλους σας και δείτε πώς αρχιζουν αυτομάτως να κουνάνε κεφάλια και πόδια.
Η πρώτη επαφή μου με τη μουσική ήταν το ροκ εν ρολ και το κάντρι που άκουγαν οι γονείς μου. Μου άρεσαν, μεταξύ άλλων, ο Roy Orbison, ο Glen Campbell, η Lesley Gore και οι Ronettes.
Η Lana Del Rey μου θυμίζει τους ποπ σταρς που ήξερα όταν ήμουν μικρός. Έχει τη φωνή, την εμφάνιση, και κυρίως τα τραγούδια. Και τι τραγούδια – γεμάτα δράμα, ρομάντσο, κακία και θλίψη. Έχω όλους τους δίσκους της αλλά αυτός είναι ο αγαπημένος μου, επειδή τα δυνατά κομμάτια του είναι τόσα πολλά, όσα θα είχε ένα άλμπουμ Greatest Hits. To “Born to Die” και το “National Anthem” είναι εύθυμα και θλιβερά την ίδια στιγμή αλλά το “Dark Paradise” και το “Summertime Sadness” είναι, κατά τη γνώμη μου, δύο από τα ωραιότερα τραγούδια αυτού του αιώνα, που είναι ακόμα στην αρχή του. Πίσω από την προσεκτικά δομημένη τραγουδοποιία υπάρχει μια λύπη που προβλέπει έναν καταδικασμένο έρωτα. Η Lana είναι μια απο τις ελάχιστες περιστάσεις στη σύγχρονη ποπ που η έκφραση «όλο το πακέτο» έχει πραγματικά νόημα.
Ο ιδανικός δίσκος για να χαθείς μέσα του. Μελωδίες που «κλειδώνουν» στο μυαλό σου, λίγο jazzy μπάσο και φοβερό flow από MCs που δείχνουν να περνάνε φανταστικά. Τα “Buggin’ Out” και “Check the Rhime” φτάνουν στην καρδιά του νοήματος του “Low End Theory”, το να συγχρονίζεις δηλαδή τον ρυθμό του σώματός σου με το μπάσο που ακούς από τα ηχεία και να νιώθεις τις δονήσεις συγχρονισμένος με το σύμπαν.