Πρόσφατα η γνωστή ραδιοφωνική παραγωγός Lauren Laverne έπαιξε δύο κομμάτια του στο ΒΒC6 παρουσιάζοντας τα ως «μια από τις σημαντικές μουσικές ανακαλύψεις που μπορείτε να ακούσετε αυτή τη στιγμή». Το δεύτερο album του έχει την υπογραφή του Ken Thomas, παραγωγού των Sigur Ros, του Moby και του Yann Tiersen. Έχει ιδρύσει τη δική του εταιρία για να προωθήσει και να οργανώσει τη δουλειά του, έχει βγάλει ήδη δύο δίσκους (το ντεμπούτο του κυκλοφόρησε όταν ήταν μόλις 20 ετών) και έχει εμφανιστεί live σε Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Γερμανία, Πολωνία και Ελλάδα.
Με αφορμή μία συναυλία στο θέατρο «Απόλλων» της Σύρου, συνάντησα για πρώτη φορά τον, 24χρονο πια, Theodore, λίγο πριν ξημερώσει, στην πύλη Ε7 του λιμανιού του Πειραιά. «Χαίρομαι που θα είσαι μαζί μας», ήταν το πρώτο πράγμα που μου είπε, με ένα πλατύ, γνήσιο χαμόγελο.
Τέσσερις ώρες μετά το πλοίο δένει στην Ερμούπολη, και ο κόσμος που κατεβαίνει είναι περισσότερος απ’ όσο θα υπολόγιζε κάποιος που δεν κάνει συχνά τη διαδρομή τέτοια εποχή, εκτός της «επίσημης» τουριστικής περιόδου. Είναι Σάββατο, οι Συριανοί κάνουν τα ψώνια τους, τα πιτσιρίκια κάνουν ποδήλατο στην πλατεία Μιαούλη, κάτω από την σκιά του επιβλητικού δημαρχιακού μεγάρου. Το γαλάζιο του ουρανού είναι μπολιασμένο με διάσπαρτα άσπρα συννεφάκια που τα αποτυπώνουμε στο Instagram, πιο πολύ για να πειράξουμε τους φίλους στα social αφού σύμφωνα με κάποια χαρακτηριστικά status όπως «Στάσου Νωεεεεε, μη φεύγεις» η Αθήνα την ίδια ώρα (πρωί Σαββάτου 22 Οκτωβρίου) ζει μια πλημμύρα βιβλικών διαστάσεων.
Όσο ο Θοδωρής και η μπάντα ετοιμάζονται με πρόβες για το live βρίσκω την ευκαιρία για ένα χορταστικό πρωινό στο Ελληνικό Καφενείο. Στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό του 19ου αιώνα και παλαιότερα αποτελούσε την έδρα της Οικονομικής Εφορίας Σύρου. Παρά την όμορφη θέα προς την πλατεία αξίζει να κάτσει κανείς μέσα και να απολαύσει την αστική ατμόσφαιρα που αναδύει η σάλα του χάρη στον συνδυασμό νοσταλγικής διάθεσης και μοντέρνων λεπτομερειών. Επίσης έχει μεγάλη ποικιλία σε πρωινά, συνεπώς όλο και κάτι θα βρείτε τις αρεσκείας σας.
Ενώ αναρωτιέμαι εάν έκανα λάθος που δεν πήρα μαγιό, μιας η θερμοκρασία είναι υψηλότερη από το κανονικό για την εποχή, βολτάρω προς τα Βαπόρια, την πιο αριστοκρατική συνοικία των Κυκλάδων, με τα περίφημα καπετανόσπιτα. Κάποιοι ηλικιωμένοι βουτούν στη θάλασσα, βγαίνουν, αράζουν στις πετσέτες τους και ρουφάνε ήλιο. Κι ας εύχεται «Καλό Χειμώνα» η ταμπέλα που κρέμεται στα Βαπόρια, το μαγαζί με τη χιλιοφωτογραφημένη θέα στα αρχοντικά και τη θάλασσα.
Όπως και να ‘χει το να περπατάς στους δρόμους της Ερμούπολης είναι απόλαυση, με τις απαραίτητες φυσικά στάσεις. Μία από αυτές είναι στον Κορρέ, για τις πιο φρέσκες χαλβαδόπιτες που μπορείς να βρεις, σκέτες ή τίγκα στο αμύγδαλο. Μια ακόμη είναι στο παντοπωλείο του Πρέκα, που στα ράφια του θα βρεις ό,τι πιο εκλεκτό από τη κουζίνα των Κυκλάδων: παραδοσιακά ζυμαρικά, πέστο μάραθου, παστελαριές με φουρνιστά σύκα και μυρωδικά, λιαστές ντομάτες, αλάτι, κάπαρη, τσακιστές ελιές Σύρου με μαραθόσπορο, βότανα, μαραθοτυράκι, αλίπαστα, συριανά λουκούμια, παξιμάδια και κριθοκούλουρα, μέλι.
Γεύμα φυσικά στο ιταλικό Άμβυξ, δημιούργημα του Ναπολιτάνου Ρομπέρτο Μπρασόλα, με μεγάλη ποικιλία σε ζυμαρικά, πίτσες, σαλάτες και καλό κρασί. Τα σύννεφα έξω πυκνώνουν καθώς στην κομψή, ψηλοτάβανη, πετρόχτιστη σάλα του συζητάμε για τη ζωή στην Ερμούπολη εκτός τουριστικής σεζόν. Περπατώντας στην πόλη καταλαβαίνεις ότι οι φοιτητές δίνουν ώθηση στους ρυθμούς της και ομολογουμένως προκαλεί μια κάποια εντύπωση ο αριθμός των αντιφασιστικών συνθημάτων και αφισών στους τοίχους.
Γύρω στις εννιά παρά φτάνουμε στο υπέροχο θέατρο «Απόλλων», εκεί που σε λίγο θα αρχίσει η συναυλία του Theodore. Κόσμος ήδη περιμένει, κυρίως νέες ηλικίες αλλά όχι μόνο. Οι ντόπιοι έχουν μάθει, κάποιοι ξέρουν τι έχουν έρθει να ακούσουν, άλλοι έχουν τη καλή διάθεση να δουν κάτι διαφορετικό. Μπαίνοντας μέσα στην αίθουσα του θεάτρου χαζεύω τον μοναδικό ουρανό του. Όπως στις εκκλησίες δεσπόζει ο Παντοκράτωρ έτσι αντιστοίχως στο «Απόλλων» δεσπόζουν οι θεοί της μουσικής και της φιλοσοφίας. Καθώς οι τεχνικοί ετοιμάζουν τη σκηνή για το live, από την οροφή ο Mozart και ο Verdi παρακολουθούν το πλήθος των Συριανών, ανάμεσα τους και πολλά κορίτσια λυκείου με σέπτουμ δίπλα σε κομψές κυρίες με φροντισμένο μακιγιάζ και μαλλί.
Τα φώτα χαμηλώνουν, η συναυλία ξεκινάει. Ο Θοδωρής βγαίνει στην σκηνή, κάθεται στο πιάνο. Μαζί του στα φωνητικά η εξαιρετική Μελεντίνη (τόσο ιδιαίτερο ηχόχρωμα αυτό το κορίτσι!) που μάλιστα μας παρουσίασε και ένα δικό της τραγούδι, και τα υπόλοιπα τέσσερα μέλη της μπάντας. Για την επόμενη μιάμιση ώρα ένιωσα ότι μπήκα σε έναν λαβύρινθο σκοτεινό, όπου έγινα μούσκεμα χάρη σε noise, industrial καταιγίδες που ξεσπούσαν καίρια, κάθε φορά που νόμιζα ότι είχα ξεμπερδέψει με μια απλή, καθησυχαστικά μελωδική βαρυσυννεφιά. Όλο αυτό το ηχητικό τοπίο, που δημιουργήθηκε σε αυτή την προσεγμένη σε κάθε λεπτομέρεια παράσταση, πήρε και οπτική διάσταση χάρη στους φωτισμούς της Μελίνας Ζερβάκη, που έκανε καταπληκτική δουλειά καθώς κατάφερε να οπτικοποιήσει τη μουσική του Theodore – τα φώτα δεν ήταν συνοδευτικά, ήταν οργανικό μέρος του σόου.
Μετά από μία τέτοια συναυλία, εννοείται ότι «χρειαζόμασταν» ένα ποτό – φύγαμε για Kouchiko (ωραία κοκτέιλ, ακόμη πιο ωραίος κόσμος). Μαζί μας και ο Θοδωρής. Του λέω πόσο πολύ ευχαριστήθηκα το live του, με ευχαριστεί και αμέσως ρωτάει: «Και τώρα πες μου. Τι δεν σου άρεσε;». Το ρωτάει όχι για πλάκα, αλλά γιατί θέλει να μάθει, θέλει να βελτιωθεί. «Κοίτα είμαι 24 χρονών. Δεν ξέρω πώς λειτουργούν τα πράγματα, τώρα μαθαίνω. Σπούδασα μουσική, συνθέτω αλλά τα live και το πώς βγάζεις δίσκο και το πώς επικοινωνείς τη μουσική σου στον κόσμο είναι μια άλλη ιστορία».
Και πώς τη διαχειρίζεται αυτή την ιστορία; «Αποφάσισα να φτιάξω την εταιρεία και να μαζέψω μια ομάδα από συνομηλίκους μου ανθρώπους. Μέχρι τώρα όπου έλεγα τις ιδέες μου και το πώς το σκέφτομαι όλο αυτό μου απαντούσαν “δεν γίνονται έτσι τα πράγματα”. Εμείς λοιπόν δε θα πάμε έτσι, θα δημιουργήσουμε ένα νέο πλαίσιο για να γίνονται έτσι τα πράγματα. Θα φάμε και τα μούτρα μας αλλά δεν μπορεί κάτι καλό θα βγει με δουλειά και θέληση».
Και ο χώρος; Πώς τον επέλεξε; Προσωπικά τον θεωρώ ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα αλλά ένιωσα κάπως καταπιεσμένη ανά στιγμές που ένιωθα ότι ο ηλεκτρισμός της μουσικής του ήθελε να σωματοποιηθεί με μια κίνηση μου ελεύθερη, να μπορώ να κουνηθώ κρατώντας μια μπίρα στο χέρι. «Ήθελα πολύ να παίξω σ’ αυτό τον χώρο γιατί είχα συμμετάσχει στο TEDX της Σύρου και τον είχα λατρέψει. Θα ρωτήσω εάν θα μπορώ να έρχομαι, να κλείνομαι μέσα και να γράφω μουσική».
Λίγο μετά απαριθμεί τα επόμενα live, μεταξύ αυτών στο Παρίσι και στο Αμβούργο («όλη η φάση στη Γερμανία αυτή τη στιγμή παίζεται στο Αμβούργο») και αναρωτιέμαι τι σκέφτεται για το μέλλον: «Πολλά, για την ώρα θα είμαι χαρούμενος εάν το κοινό από κάτω δεν περιμένει τους Sigur Ros μετά από εμένα», λέει και γελάει.
Ώσπου ξημερώνει Κυριακή, μια καλή μέρα για βόλτα με τα πόδια μέχρι την Άνω Σύρο. Αξίζει τον κόπο, ακόμη κι αν εγκαταλείψεις την προσπάθεια πριν φτάσεις (μα πριν 15 χρόνια πώς τα κατάφερα;). Πάντως οι συνοικίες που σκαρφαλώνουν στους πρόποδες των λόφων του νησιού είναι εμφανώς παραμελημένες, θυμίζοντας κάτι σαν slums σε μεγαλουπόλεις. Μεγάλη αντίθεση με τα Βαπόρια και το κέντρο της Ερμούπολης. Μια αντίθεση με ιστορικό, ταξικό υπόβαθρο προφανώς.
Μαζευόμαστε παρέα με την μπάντα για φαγητό στη ταβέρνα Ιθάκη του Αή -ναι, έτσι ονομάζεται- παίρνω για λίγο τον Θοδωρή πιο πέρα για να τραβήξουμε μια φωτογραφία για το instagram της Popaganda. Δε βγάζει τα μαύρα γυαλιά. «Ξενύχτησες;» ρωτάω για να λάβω την απάντηση που μου αρμόζει: «Γενικά δεν ξενυχτάω, απλώς μετά το Kouchiko πήγαμε στο πάρτυ των φοιτητών και καταλήξαμε σε ένα φοβερό μπαράκι στο λιμάνι που ενώ γύρω στις 2:30 νόμιζα ότι θα πέσω κάτω από τη νύστα, μετά αναστήθηκα και χορέψαμε όλοι μέχρι θανάτου. Γύρισα γύρω στις 7 το πρωί στο ξενοδοχείο».
Το καράβι έφτασε. Καθώς μπαίνουμε μέσα και η μπουκαπόρτα κλείνει πίσω μας, καλοκαιρινές μνήμες σκάνε ασυνείδητα στο μυαλό μου. Κι ας είναι τα νησιά πιο όμορφα το χειμώνα.