«Ο ορίζοντας. Ο ουρανός. Το φως. Η θάλασσα». Απέναντί μας είναι ο Ιερός Βράχος και μια όψη του Παρθενώνα. Από αυτό το σπίτι και το συγκεκριμένο ανοικτό παράθυρο, έχουμε ξαναδεί πολλές φορές, σε διαφορετικές φάσεις της ζωής μας κι εποχές του χρόνου, τις τελευταίες δεκαετίες, τον ανοικτό ορίζοντα και τον ουρανό -που της δίνουν πάντοτε χαρά-, μαζί με την σπουδαία πρωταγωνίστρια Ρένη Πιττακή, η οποία φέτος ξαναεπιτελεί έναν σκηνικό άθλο – απαιτεί πρωταθλητή, σπρίντερ και μαραθωνοδρόμο μαζί.
Ερμηνεύοντας την Α, στην επανάληψη του εμβληματικού έργου του Έντουαρντ Άλμπι, «Ψηλές Γυναίκες», σε σκηνοθεσία του Μπομπ Γουίλσον, που μετά από συνεχή sold out πέρσι, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, επαναλαμβάνεται φέτος στο Δημοτικό Θέατρο Ολύμπια Μαρία Κάλλας για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων, με νέα επεξεργασία από τον κορυφαίο αμερικανό εικονοκλάστη πολυκαλλιτέχνη και με εξαίρετες Β, την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, και Γ, τη Λουκία Μιχαλοπούλου.
Αυτή τη φορά, ενώ το αττικό φως λούζει το διαμέρισμά της, ειπώθηκαν με την Ρένη και πράγματα που είχαμε αφήσει εκκρεμή. Για τον Κουν, τις «θεούσες» του Θεάτρου Τέχνης, τον έρωτα και το παιδί που επέλεξε να μην κάνει. Η τελεία παρέμεινε στη συζήτησή μας άνω.
Παράδοξο. Ξαναβλέποντας τις «Ψηλές Γυναίκες», φέτος, διαπίστωσα εκ νέου, επιβεβαίωσα, με άλλα λόγια, ότι μέσα στο φορμαλιστικό πλαίσιο του Γουίλσον το έργο αναδεικνύεται περισσότερο από ό,τι γίνεταν εντός του ρεαλιστικού. Ακριβώς. Αυτό είναι το τρομερό. Στις προηγούμενες μέσα στα ρεαλιστικά πλαίσια παραστάσεις σαν να μην το καταλάβαινα το έργο. Κάτι που μου το είπανε και φίλοι. Και, μάλιστα, δεν το είχα το κείμενο και σε μεγάλη εκτίμηση. Δεν ήταν η «Virginia Woοlf» (σ.σ. «Ποιος φοβάται τη Virginia Woοlf»), δηλαδή, με την οποία τρελαινόμουν.
Στη Virginia Woοlf έχεις παίξει κιόλας. Ναι.
Οπότε τον ήξερες τον Άλμπι ως δραματουργό. Βέβαια. Και είχα δει και τη Virginia Woοlf, παρακαλώ, το 1966, από τον Κουν, με Νέλλη Αγγελίδου, Γιώργο Λαζάνη, Εκάλη Σώκου και Μίμη Κουγιουμτζή. Τότε να δεις τι αίσθηση έκανε, όταν άνοιγε η πόρτα και έλεγε η Μάρθα «Στο διάολο». Τις «Ψηλές Γυναίκες» τις ανακάλυψα πραγματικά με την παράσταση του Γουίλσον.
Είναι τρομερό το πώς ο Άλμπι πιάνει την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, των σχέσεων των δύο φύλων και της σύμβασης του γάμου, βγάζοντας κι όλο το ξερατό, αποτυπώνοντας γλαφυρά πάνω στη σκηνή πώς το παραμύθι καταλήγει σε ένα κυνικό αλισβερίσι-συμβιβασμό. Ακριβώς, κυνισμός. Έλεγα, αρχικά, τι με νοιάζει εμένα αυτή η κυρία, η Α, η οποία είναι από φτωχή οικογένεια, όχι άπορη, και στόχο είχε ένα καλό γάμο – κληροδοτημένα είναι αυτά από τις παλιές μητέρες. Και πήρε τον κοντό, τον πιγκουίνο, με το ένα μάτι. Κάτι που, πάντως, μου αρέσει. Με τρελαίνει. Γιατί αυτό το κάνει ο Άλμπι, όχι επειδή ο πατριός του ήταν έτσι, αλλά γιατί θέλει να υπογραμμίσει την αντίθεση, να βάλει αυτή τη γυναίκα την ψηλή να παίρνει έναν κοντό πιγκουίνο μονόφθαλμο και κάθαρμα και να τον λούζεται. Κι ενώ την κριτικάρει τόσο πολύ σε όλο το έργο τη μάνα του…
Ναι. Διότι περί της μητέρας του πρόκειται. Αυτή αποτελεί το πρότυπο της Α. Ναι. Της αναγνωρίζει ότι αυτό που επέλεξε το υπερασπίσθηκε μέχρι τέλους, δηλαδή, ήταν ο συνδετικός κρίκος σε αυτή την οικογένεια για τη μάνα της, για την αδερφή της, να κρατήσει και τον γάμο της, που της παρείχε όλη αυτή την πλούσια ζωή, με τα άλογα, τα μαργαριτάρια και τα διαμάντια. Οπότε αυτό της το αναγνωρίζει. Αυτό που επέλεξε το υπερασπίστηκε.
Γύρω από τη μάνα του, που ήταν ένα τοτέμ, ένα ιερό τέρας για τον Άλμπι, το οποίο αποδομεί, δημιουργεί το εξαιρετικά ενδιαφέρον γαϊτανάκι των γενεών των γυναικών, το «αυτό που ήσουν ήμουνα και εδώ που είμαι θα έρθεις». Ναι, και το «πού ήσουν νιότη, που έλεγες πως θα γινόμουν άλλος». Αυτό το ζει η Γ, η μικρότερη, εκ των τριών γυναικών του έργου.
Η οποία θεωρεί πεισματικά ότι θα έρθει ο πρίγκιπας. Βέβαια. Κι ότι «δεν έχω ζήσει ακόμα την πιο ευτυχισμένη μου στιγμή». Και αυτό είναι το τραγικό, έτσι όπως το βάζει ο ‘Αλμπι. Γιατί το λέει όταν έχει ακούσει από την Α και από τη Β, όλη την πορεία, όλη την κατάληξη. Παρόλο, δηλαδή, που έχει εισπράξει το πώς θα είναι τελικά, επιμένει. Είναι σπαραχτικό. Δεν μπορεί να δεχτεί ότι θα γίνει αυτό το πλάσμα που της περιγράφουν, αυτή η συμβιβασμένη κυνική γριά. Γι’ αυτό και η μεγάλη κόντρα είναι ανάμεσα στη Γ και την Α. Η Β προσπαθεί να κρατήσει λίγο τις ισορροπίες, να συγκρατήσει τις συγκρούσεις.
Στο τέλος, η νεαρή Γ ζητάει, τουλάχιστον, όταν θα τα βάλει όλα κάτω, να προκύπτει στη σούμα ένας ισοσκελισμός των χαρών με τις δυστυχίες. Ναι. Στη ζωή, όμως, έχεις στιγμές, περιοχές, φάσεις, σε όλες τις ηλικίες και στη νεανική και στη μεσαία και στη μεγάλη. Βλέπουμε την Α στα πρόθυρα του θανάτου, να έχει σηκωθεί από εγκεφαλικό, κι εντούτοις ισχυρίζεται ότι η πιο ευτυχισμένη στιγμή είναι το τέλος που βιώνει. Υποστηρίζει ότι αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή, όταν όλα έχουν τελειώσει, γιατί έχεις πια χώρο να ανασάνεις, χρόνο να συγκεντρωθείς σε αυτό τον τελευταίο όλεθρο και να παρατηρήσεις τον εαυτό σου σε αυτή την πορεία.
Το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι το ίδιο με την ενενηντάχρονη Α ισχυρίζεται κι η Β, η πενηντάχρονη, που προσδιορίζει την κατάστασή της ωσάν να έχει πια ανεβεί στην κορυφή του βουνού και πλέον έχει μια πανοραμική θέα της ζωής, ενώ συγχρόνως ξεκινά η πτώση. Υποστηρίζουν και οι δύο ότι η πιο ευτυχισμένη στιγμή τους είναι το τώρα τους. Η Α, στα 91, ενώ παρατηρεί τον χώρο και τον εαυτό της μέσα σε αυτόν, όπως κάνει κι ο Προυστ, σαν εξωτερικός παρατηρητής, αλλά με μάτι εντομολόγου. Και λέει «βλέπω και σήμερα». Γιατί μεγαλώνοντας δεν είναι τίποτα δεδομένο. Ένα παιδί, όπως η Γ., δεν το συλλογίζεται αυτό. Το είμαι ζωντανός και περπατάω, βλέπω… Τίποτα δεν είναι δεδομένο.
Αυτό το «η καλύτερη στιγμή είναι τώρα», είναι ένα συμπέρασμα που απορρέει από μια πεσιμιστική θεώρηση, αποδεχόμενος την συνθήκη της ζωής; Ζεις ακόμα, μπορείς και ζεις, άρα, ναι, είναι η καλύτερη στιγμή σου; Ή, προκύπτει μέσα από ένα αισιόδοξο πρίσμα; Ότι σε κάθε ηλικία, ακόμη και στα 91, μπορεί να υπάρχει όντως χαρά; Υπάρχουν τα πάντα μέσα στο τώρα. Από φύση μου εγώ δεν σχεδίαζα. Έλεγα, τώρα είμαι εδώ, τώρα! Δεν είμαι των απολογισμών. Δεν κοιτώ το παρελθόν. Δεν κοιτώ το μέλλον. Οι άλλοι μου εαυτοί υπάρχουν μέσα μου. Αλλά έχουν αποξενωθεί. Είναι αλλού. Το κοριτσάκι Ρένη. Είμαι ίδια και διαφορετική. Ίδια κι άλλη. Δεν είναι πάντα εύκολο αυτό, διότι περνάς και περιόδους κατάθλιψης, που βουλιάζεις, περιόδους απώλειας. Όμως, σημασία έχει εντός σου να εστιάζεις στο τώρα. Δεν είναι καθόλου δεδομένο. Βρέθηκα μια φορά στη ζωή μου, γύρω στο ‘92, σε ένα χειρουργείο και δεν ήξερα αν θα βγω. Και πώς θα βγω. Στη Σχολή τότε είπα «ακούστε, παιδιά, τίποτα δεν είναι δεδομένο. Είναι μια μηχανή, η οποία δουλεύει ερήμην μας και δεν ξέρεις». Ανά πάσα στιγμή, μπορεί να έρθει το τέλος, όχι μόνο από μια αρρώστια – γιατί το έργο θέτει και το θέμα της αρρώστιας, εγκεφαλικό, καρκίνος… Η Α παθαίνει εγκεφαλικό. Ο άντρας της έχει πεθάνει από καρκίνο. Μ’ αρέσει που ρωτάει η Β «πώς είναι ο καρκίνος;. Ήταν εύκολος, ήταν δύσκολος;». Μα και πότε είναι εύκολος; Πότε είναι εύκολος ο καρκίνος;
Πώς είναι να είσαι μέσα σε αυτό το έργο και αυτή τη φόρμα, για δεύτερη χρονιά; Υπάρχουν στιγμές που ασφυκτιάς; Ή έχεις απελευθερωθεί περισσότερο μέσα από τον μηχανισμό ακριβείας του Γουίλσον; Βρίσκω ότι νιώθω ακόμα πιο ελεύθερη. Την πρώτη χρονιά παλέψαμε με αυτή τη φόρμα να την κατακτήσουμε, να τη γεμίσουμε και να την υπερβούμε. Στη φετινή επανάληψη έχουμε πάει ακόμα πιο βαθιά. Το νιώθω το έργο πιο βαθύ φέτος. Και το διασκεδάζω πολύ περισσότερο.
Ήταν η πρώτη φορά που μπήκες σε τόσο «σφιχτό κορσέ»; Έχω κάνει φόρμα, γιατί όταν βγήκα στο Θέατρο Τέχνης είχε αρχίσει σ’ αυτό η βασιλεία του Παραλόγου. Δεν έκανε πια ο Κουν τους Τσέχοφ και τους Τένεσι Ουίλιαμς του. Μπήκαμε με τα μπούνια σε Ιονέσκο, Πίντερ, Μπέκετ, οπότε είχαμε δουλέψει τη φόρμα, αν και όχι με αυτή την αυστηρότητα.
Εδώ εκτελείτε μια χορογραφία, υπό την καθοδήγηση του Γουίλσον. Και, μάλιστα, και στην εκφορά του λόγου! Πρέπει να είσαι μέσα στους ρυθμούς με το υποδεκάμετρο. Αλλά για εμάς το στοίχημα που κερδήθηκε ήταν να μην είμαστε μαριονέτες, μέσα στα ταμπλό, τα υπέροχα ταμπλό του Μπομπ, από φως, μουσικές και ήχους. Να έχουν οι ηρωίδες ύπαρξη, να έχουν οντότητα, να είναι ζωντανές, να έχουν βάθος και να βγαίνουνε προς τα έξω οι χαρακτήρες.
Πώς ήταν η συνεργασία με τον Γουίλσον; Στην αρχή δεν ήταν καθόλου υπέροχος. Ήταν το αντίθετο. Ρωτήθηκα και είπα «μας βρήκε άλλος Λευτέρης ξαφνικά». Κατά την πρώτη 15νθημέρη γνωριμία μας, σε έναν άθλιο χώρο, όπου είχαν στήσει ένα υποτυπώδες σκηνικό και δεν είχαμε το κείμενο, μας έδινε τις κινήσεις με αριθμούς. Εκεί λοιπόν ήταν μία σφίγγα, ένας τύπος απόμακρος και απορριπτικός. Και λέγαμε «τι θα απογίνουμε;». Αυτό βαθμηδόν άλλαξε. Δουλέψαμε πολύ και μόνες μας το κείμενο. Δουλέψαμε και τη μετάφραση, γιατί ήταν της δεκαετίας του ’90. Της κάναμε ένα μίνι λίφτινγκ. Πριν ξεκινήσει πια η πρόβα, με το κείμενο, προηγούνταν όλη η διαδικασία για το μακιγιάζ και την περούκα…
Πόση ώρα διαρκεί η ολική μεταμόρφωσή σας; Ήταν δίωρη. Τώρα έχει γίνει μισή ώρα, με τρία τέταρτα. Ο Μπομπ θέλει όλη την ώρα σύσσωμο το τιμ παρόν. Από τις δύο το μεσημέρι ως τις 11 το βράδυ διαρκούσε η πρόβα. Είναι απίστευτο πώς το μάτι του, από τη μέση του διαδρόμου που καθόταν, έβλεπε και την παραμικρή λεπτομέρεια. Ότι το φρύδι της Λουκίας δεν είναι σωστό, η φούσκα στο μανίκι της Ρένης αυτό…. Τον απασχολεί πολύ η αρχή τον Μπομπ και τη δουλεύει εξαντλητικά. Το ίδιο έκανε και στην «Οδύσσεια», μου έχει πει η Λυδία (Κονιόρδου). Δεν μπορείς να φανταστείς τι πρόβα γινόταν για την εισαγωγή με τη μουσική. Η δεύτερη πράξη πήγε περισσότερο με τον αυτόματο. Φέτος, στην επανάληψη, μπόρεσε και τη δούλεψε περισσότερο. Ξαναήρθε, γιατί ήθελε να δουλέψει κάποιες λεπτομέρειες στη δεύτερη πράξη που δεν είχε προλάβει.
Θα ξανασυνεργαζόσουνα μαζί του; Ναι, γιατί εγώ είμαι μαζόχα. Μου άρεσε να δουλεύω και με τον Κουν και με τον Λευτέρη. Με ερεθίζει το να είναι ο σκηνοθέτης τόσο απαιτητικός και τελειομανής. Μπήκαμε σε έναν άλλο κόσμο με τον Μπομπ.
Δεν σου αρέσουν οι απολογισμοί. Υπάρχουν, παρόλα αυτά, πράγματα που θα τα έκανες διαφορετικά; Με είχε ρωτήσει το ίδιο κι ένας αγαπημένος ξάδελφος. Όχι. Θα έκανα άλλα. Τι; Θα γυρίσεις και θα διορθώσεις; Αυτά τα πράγματα φεύγουνε. Πάνε. Δεν έχουν επιστροφή.
Δεν ήσουνα από τους ανθρώπους που κυνηγούσαν τα πράγματα. Είχα την τύχη, με τον κλειστό, μαζεμένο και όχι διεκδικητικό χαρακτήρα που έχω, να πατήσω στα πόδια μου, γιατί ήμουνα απερίσπαστη στον Κουν. Κάτω από τις φτερούγες της αγάπης του δούλεψα. Δεν θεωρούσα ότι επειδή μου έδωσε πρωταγωνιστικό ρόλο ήμουνα κι επαρκής.
Δεν την ψώνισες ποτέ; Α, όχι, μια στιγμή. Έχω καβαλήσει καλάμι. Και θεωρώ ότι είναι αδύνατο ένας υγιής άνθρωπος να μην καβαλήσει στη ζωή του ένα.
Πότε ακριβώς το καβάλησες; Όταν, μετά από μια διαδρομή ρόλων, πάτησα τα πόδια μου ωραία στην Τιτάνια στο «Όνειρο Θερινής Νυκτός» . Και την επόμενη χρονιά -εκεί να δεις χαρά κι απόλαυση!- ήρθε η «Οπερέτα» του Γκομπρόβιτς και μαζί ο γάμος με τον Μίμη (Κουγιουμτζή).
Ήσουνα ερωτευμένη; Ο έρωτας ήταν για άλλο πρόσωπο. Και γι‘ αυτό χώρισα. Παντρεμένη ήμουνα κι ερωτεύτηκα. Η αίσθηση που είχα τότε ήταν ότι πετάω.
Ήταν η πρώτη φορά που ερωτεύτηκες; Ναι. Γι’ αυτό λέω ότι είχα καβαλήσει το καλάμι και κυκλοφορούσα πάνω από την πόλη και τις γύρω περιοχές. Ήταν στιγμές, όπως η περίοδος μιας άλλης σχέσης, που συνέπεσε με τη «Γέρμα», που ο έρωτας ήταν ένα ελατήριο. Ευτυχισμένη στιγμή ήταν παρόλα αυτά, θέλω να το πω και να γραφτεί αυτό, και τα «Έξι μαθήματα χορού σε έξι βδομάδες» με τον Πέτρο Ζούλια. Ήταν υπέροχη στιγμή, για μένα. Αγαπώ και τον χορό.
Τόσες συνεντεύξεις έχουμε κάνει και δεν σε έχω ρωτήσει ποτέ για την προσωπική σου σχέση με τον Κουν. Ήταν σαν να είχα έναν δεύτερο πατέρα.
Σε είχε αγαπήσει; Ναι. Γιατί αγαπούσε κάποιες γυναίκες, με τον τρόπο που αγαπούσε, όπως την Ελένη Χατζηαργύρη. Πέσανε πάνω μου οι «θεούσες», ότι θα με διώξει, αν με δει στις εξετάσεις, όπως εμφανίστηκα, με πορτοκαλί φόρεμα, κολιέ και βαμμένη. Και μου έβγαλαν το κολιέ. Τελικά εμφανίστηκα βαμμένη, μαυρισμένη, αεράτη, χτενισμένη, χωρίς το κολιέ, και πάραυτα με πήρε στη σχολή.
Όταν λες «θεούσες», τι εννοείς; Κατά Κουν «θεούσες».
Δηλαδή; Αυτές που ήταν «βασιλικότερες του βασιλέως». Στη σχολή, όταν μπήκαμε, ήμασταν ντυμένες με μαύρο καλσόν και φούστες. Του Κουν του άρεσαν τα σκούρα πουκάμισα στα αγόρια και στα κορίτσια το σεμνό ντύσιμο. Ακριβώς γι’ αυτό λέω ότι εγώ ήμουν σε ένα μοναστήρι, μόνο που δεν ήταν αφιερωμένο στον Θεό, αλλά στον Διόνυσο.
Δεν ασφυκτιούσες; Εγώ, καθόλου.
Είσαι από ιδιοσυγκρασία λίγο στρατιώτης, νομίζω. Πολύ. «Λοκατζήδες» μας είπαν τώρα.
Παίζει ρόλο η αυστηρότητα του στρατιωτικού πατέρα σου; Ναι. Και υπηρετώ αυτό που θέλει ο σκηνοθέτης. Γιατί αλλιώς θα έκανα εγώ τη σκηνοθεσία.
Αλήθεια, γιατί βλέπουμε ολοένα και περισσότερους καλούς, μέτριους, κακούς, κάκιστους ηθοποιούς, κι αρκετά νέους κι άπειρους, ξαφνικά να αυτοχρίζονται σκηνοθέτες; Μόνο εγώ δεν είμαι σκηνοθέτης!
Πού αποδίδεις αυτό το φαινόμενο; Σε μια ανάγκη. Δηλαδή, όταν βγαίνουν τέτοιες φουρνιές, τέτοια πληθώρα αποφοίτων από τις δραματικές σχολές και κάνουν ομάδες, ποιος θα σκηνοθετήσει; Ο μυαλοπώλης της παρέας. Είναι θέμα που προκύπτει από τον τρόπο που γίνεται η θεατρική παιδεία.
Διδάσκεις στη σχολή του Κουν; Πρώτα έφυγα από τη σχολή και έπειτα έφυγα από το Θέατρο Τέχνης, μετά τον θάνατο του Κουν.
Γιατί έφυγες; Είχαν λείψει για μένα οι άνθρωποι που είχα επαφή, όπως ο Κουν. Έμεινα με το δίπολο Κουγιουμτζή- Λαζάνη. Όταν έφυγε κι ο Μίμης… Ούτως ή άλλως, ήθελα ήδη και επί Κουν να κάνω τις βόλτες μου – και έκανα τις βόλτες μου, μέχρι σίριαλ έκανα. Και μετά μου είπανε, «α, γι’ αυτό δεν σε αναφέρει στη διαθήκη του».
Μέχρι και στη Wikipedia αυτό έχουν γράψει, στο λήμμα «Ρένη Πιττακή». Το θέμα είναι, εσύ ήθελες να ήσουν στους συγκληρονόμους του Θεάτρου Τέχνης; Παναγία μου, διαθήκη στο θέατρο! Τι είναι το θέατρο; Μαγαζάκι; Διαμερισματάκι;
Δηλαδή, δεν διεκδικούσες ποτέ μερίδιο του Θέατρου Τέχνης; Να είσαι μία από τους διευθυντές-επιγόνους του Κουν; Όχι. Αυτό το πράγμα άνθησε χάρη στην προσωπικότητα, το ταλέντο, το φοβερό ταλέντο και το πάθος ενός ανθρώπου.
Δεν θα είχες να δώσεις πολλά ως δασκάλα στη σχολή; Δεν νομίζω ότι ήμουνα και τόσο σπουδαία δασκάλα. Κάπου μπορούσα να εμφυσήσω αυτή την εμμονή, την αφοσίωση. Αλλά δεν ξέρω σε θεωρητικό επίπεδο, αν ήμουνα τόσο καλή. Τώρα πια, ναι, μπορώνα διδάξω. Αλλά εκείνη την εποχή, που έφυγα από τη σχολή του θεάτρου Τέχνης, δεν πήγα πουθενά αλλού.
Πλέον πάρα πολλοί ηθοποιοί από τις δραματικές σχολές έτσι βιοπορίζονται. Είναι ταυτόχρονα σε δύο-τρεις σχολές διδάσκοντες. Όλοι σκηνοθετούν κι όλοι διδάσκουν.
Η φάμπρικα της θεατρικής εκπαίδευσης. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ετοιμάζει, έχει ανακοινώσει, Ακαδημία και έχουν αρχίσει ήδη οι αντιπαραθέσεις για το ποιος θα διδάξει. Κάποιοι λένε «γιατί να διδάξει ο Λιβαθινός ή ο δείνα;». Ποιοι μπορούν να διδάξουν σε μια Ακαδημία Θεάτρου στη χώρα μας; Κοίτα, υπάρχουν κάποια λίγα ονόματα. Μπορεί να είναι σε αυτά και ο Τερζόπουλος. Ο Κουν ήταν εναντίον της Ακαδημίας. Γιατί ήθελε να έχει μικρό φυτώριο. Εγώ ήδη από τότε, μέσα μου, είχα αντίρρηση. Και έλεγα ότι θα ήθελα να ακούσω τι λέει και ο Μινωτής. Ακόμα περισσότερο, ο Βολανάκης. Αυτό το ένιωθα. Και γι’ αυτό ήμουνα προς το τέλος και πιο απόμακρη.
Ρένη, γιατί πήγες στο Θέατρο Τέχνης και όχι στη σχολή του Εθνικού; Ο πατέρας μου είχε γνωστό έναν επικεφαλής του οικονομικού κλάδου στο Εθνικό. Μια μέρα μπαίνοντας από την πλαϊνή βασιλική είσοδό του, πριν από μια παράσταση με τη Χατζηαργύρη και τον Φυσσούν, τον συναντάμε. Του αναφέρω ότι θέλω να δώσω εξετάσεις στο Εθνικό. Και μου απαντάει «να ‘ρθεις την ερχόμενη Δευτέρα». «Δεν γίνεται, δίνω έκθεση για να μπω στη Φιλοσοφική», λέω. «Και θα αφήσεις το γάμο να πας για πουρνάρια;», μου ανταπάντησε. Πουρνάρια, σημειωτέον, εννοούσε το θέατρο. Μου έκανε πολύ κακή εντύπωση. Χρωστάω στη μητέρα μου το θέατρο.
Τι έκανε; Με έσπρωξε τότε να πάω στον Κουν. Και πήγα τελευταία στιγμή απροετοίμαστη. Δεν είχα μονόλογο, μόνο ποίηση. Αλλά κάτι συνέβη εκείνη τη στιγμή ανάμεσα στον Κάρολο Κουν και στην μαυρισμένη κοπέλα απέναντί του με το πορτοκαλί φουστάνι. Ο Μίμης μετά μου είπε ότι θα με έκοβε!
Ποιο ποίημα είπες; «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον». Της άρεσε της μητέρας μου. Λέγαμε μαζί κάποια ποιήματα, πιο ρομαντικά.
Το θέατρο πώς προέκυψε, όμως; Στη φιλοσοφική έδινες εξετάσεις για να σπουδάσεις αρχαιολογία. Το θέατρο υπήρχε μέσα μου. Διότι από παιδί, που παίζαμε στο σχολείο παραστάσεις είχα σουξέ. Στο «Ο Βράχος και το Κύμα» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη έσκισα σε ανδρικό ρόλο, πάιζοντας τον Ξάνθο. Η φιλόλογος που δούλευε το έργο στο Αρσάκειον, Τοσίτσειο, όπου φοιτούσα, τσακώθηκε με την κοπέλα που έκανε τον Ξάνθο. Έκανα αντικατάσταση σε χρόνο ρεκόρ κι όταν είπα τη φοβερή φράση, «εταιρεία αιμάτων και αναστάσεως» έγινε μεγάλος χαμός από κάτω! Αυτό μου έδωσε χαρά. Μου έδωσε ευτυχία. Έχω ακόμα τη φωτογραφία μου ως Ξάνθος. Παράλληλα, λειτουργούσε και η επίγνωση ότι «είναι ένα παιδί μεγαλωμένο στη γυάλα, προστατευμένο, μαζεμένο, δειλό, εσωστρεφές». Πού θα πας στο θέατρο, κυρά μου; Στην αγορά εσένα θα σε φάνε. Η παρενόχληση ήτανε δεδομένη. Τότε μάλιστα ήτανε δικαίωμα. Είσαι ο θεατρώνης ή ο σκηνοθέτης; Θα πηδούσες όποια ήθελες, προκειμένου να πάρει το ρόλο. Οπότε, σκέφτηκα, πήγαινε εκ του ασφαλούς φιλοσοφική, με απώτερο σκοπό την αρχαιολογία. Γιατί υπήρχε κι η βίδα αυτή, λόγω του παππού μου. Η σχολή του Κουν τότε ήταν Θεμιστοκλέους, δίπλα στο μετέπειτα «Θέατρο των Εξαρχείων». Κάτι δωματιάκια με υγρασία και μια σομπίτσα, που οι δάσκαλοι να έκαναν ντουμάνι.
Εσένα σε παρενόχλησαν καθηγητές της σχολής; Όχι. Απλώς όταν μπήκα στο θέατρο, τα έφτιαξα κρυφά με τον Μίμη. Ήταν κρυφό.
Πώς αποκαλύφθηκε; Με ένα ανώνυμο γράμμα στον Κουν. Για να με πετάξει έξω, γιατί κάποιος ή κάποια έμαθε ότι μου είχε δώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Κουν τελικά μας πάντρεψε κιόλας. Και εκ των υστέρων δεν ήθελε να χωρίσουμε. Να του χαλάσουμε τις ισορροπίες. Ούτε ο Κουν, ούτε ο Μίμης, ούτε ο πατέρας μου ήθελαν να χωρίσω. Αλλά ο έρωτας…
Το διάστημα που δεν είσαι πάνω στη σκηνή είναι δύσκολο; Όχι. Όταν χώρισα με τον Μίμη, ο Κουν με εξόρισε -πλάκα κάνω (γέλια)- στο θέατρο Βεάκη με τον Λαζάνη. Για να μην είμαστε μαζί και υποφέρουμε, πήγα. Όταν κατόπιν ανέβασε ο Λαζάνης ένα έργο και πήρε την Ανουσάκη πρωταγωνίστρια, σκέφτηκα ότι το έκανε επειδή της πάει περισσότερο ο ρόλος. Κι έκατσα σπίτι εκείνη τη χρονιά.
Αυτό δεν σας κατέβαλε; Όχι. Με πήρε μια φίλη κι άρχισε «γιατί να μην το παίξεις εσύ;». «Γιατί ο σκηνοθέτης διαλέγει», απάντησα. Δεν με ένοιαζε, γιατί εγώ ζω κιόλας. Μπορώ και να κάθομαι.
Δεν κατατρέχεσαι απ’ το φόβο του κενού; Εγώ κάθομαι καλά με τον εαυτό μου. Αυτό συνέβαινε και από τότε που ήμουνα νέα. Ίσως επειδή έχω άλλους ρυθμούς. Και μ’ αρέσει να κάνω και άλλα πράγματα, χωρίς αυτή την αγωνία της παράστασης. Τώρα, αν δεις, κοιτάω και το ρολόι κάπου-κάπου για τη βραδινή παράσταση.
Το έργο του Άλμπι θίγει και τις εύθραυστες, δύσκολες σχέσεις γονιών-παιδιού. Δεν μετάνιωσες που δεν απέκτησες τελικά ένα παιδί; Είναι φοβερό να μεγαλώνεις και να λες «αχ, να μην έχω παιδί», είναι ένα μαράζι. Αλλά, πραγματικά, εμένα δεν με ένοιαξε ποτέ. Δεν μου στοίχησε. Το καμπανάκι της μητρότητας χτύπησε δύο μέρες σε όλη τη ζωή μου. Μεγαλώνοντας άρχισα να καταλαβαίνω και τους λόγους. Έζησα μέσα σε ένα σπίτι που οι γονείς ήταν σε μεγάλη ασυμφωνία. Είχα έναν δίδυμο αδελφό. Στους έξι μήνες πέθανε. Συνήθως τα κορίτσια έχουν σύνδεσμο με τον πατέρα. Αλλά ίσως επειδή η μητέρα μου ήταν πιο ευαίσθητη, πιο ευάλωτη και καταθλιπτική, είχα μεγάλο δέσιμο μαζί της. Μου ανοιγόταν. Έζησα και το κλάμα της για το παιδί που πέθανε. Και εγώ αισθανόμουν άσχημα που έζησα κι έλεγα «δεν θέλω». Στο σπίτι μου, δεν εισέπραττα χαρά ή έρωτα μεταξύ των γονέωνς μου. Ξέφευγα από αυτό που ζούσα, όποτε πήγαινα στα ξαδέλφια μου. Θυμάμαι τη φίλη μου την Ιγγλέση, όταν συναντηθήκαμε πρώτη φορά στο καμαρίνι, στο Υπόγειο, το ‘71, στο «Όνειρο Θερινής Νυκτός», και συζητούσαμε «τι θέλεις εσύ απ’ τη ζωή σου» και μου είπε «οικογένεια, το πρώτο, να κάνω παιδιά». Αυτή η φίλη μου, όμως, έβλεπε στο τραπέζι να κοιτάζονται ο πατέρας με τη μάνα της και να κάνουν έρωτα. Πώς να μην το ζηλεύει και να μην το θέλει κι η ίδια αυτό; Εγώ έβλεπα έναν πατέρα που κάποια στιγμή σήκωσε μαχαίρι στο τραπέζι. Και δεν ήθελα οικογένεια.
Επομένως, τελικά σου έκανε καλό το θέατρο. Μέσα από το θέατρο και από τους χαρακτήρες, μπορούσα να ζήσω πράγματα και να εκφράσω πράγματα – αν και και στην αρχαιολογία, το σκάψιμο έχει μια αναλογία. Ανακαλύπτεις ζωές. Όταν με ρωτούσαν για το θέατρο έλεγα «δεν μου φτάνει αυτή η ζωή και ήθελα να μπορώ να είμαι κάτι άλλο, να μην είμαι τόσο μαζεμένη, τόσο δειλή, να είμαι τυχοδιώκτρια, να μπορώ να κλέβω, να μπορώ να κάνω απάτες, να μπορώ να κάνω φόνους και τότε μπορεί και να έκανα και 5 γάμους και 15 παιδιά. Ε, Τα έκανα!». Θυμάμαι σε μια συνέντευξη και η Μπίμπι Άντερσον έλεγε ότι τα δειλά παιδιά πάνω στη σκηνή βρίσκουν έναν χώρο ελευθερίας και έκφρασης, μπορούν να νιώσουν ελεύθεροι.
Τι σου δίνει, Ρένη, σήμερα χαρά; Ό,τι μου έδινε πάντα. Ο ορίζοντας. Ο ουρανός. Το φως. Η θάλασσα. Γι’ αυτό και όταν ξαναβρέθηκα, μετά από χρόνια, με τους «Πέρσες» στην Επίδαυρο, και με ρωτούσανε το λόγο που δεν εμφανίζομαι συχνότερα σ’αυτήν, απαντούσα ότι η Επίδαυρος δεν είναι θέατρο που χτυπάει κάποιος κάρτα. Και, βεβαίως, δεν θυσιάζω, δεν θέλω να θυσιάζω το καλοκαίρι μου. Δεν είναι πολλά τα καλοκαίρια μπροστά πλέον. Δεν θέλω να θυσιάσω πια το είναι μου. Οπότε, είναι η θάλασσα. Να πάω στο σινεμά, που μου έχει λείψει. Εκτός αν είναι κάτι, που μου κάνει ένα κλικ πολύ ιδιαίτερο.
Πώς βλέπεις το θέατρο σήμερα; Είναι τρελό! Έχουμε τα τετραπλάσια θέατρα από τη Νέα Υόρκη κι από το Λονδίνο.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Όλοι προσπαθούν να ζήσουν, γιατί δεν πληρώνεται αυτή η δουλειά. Πραγματικά, σκέφτομαι και στενοχωριέμαι για τους νέους ανθρώπους, που είναι αναγκασμένοι, όπως μια φίλη που παίζει ρολάρα, αντί να κάνουν τις πρόβες για τη ρολάρα τους, για να ζήσουν αναγκλαζονται να τρέχουν σε σίριαλ. Και να γίνονται χίλια κομμάτια. Μετά από το ολοήμερο γύρισμα πρέπει να ανταπεξέλθουν και στη ρολάρα. Κάθε τρύπα είναι θέατρο. Κι έχει 5-6 παραστάσεις και μια παιδική. Ένας ανεξέλεγκτος γιγαντισμός, που αντιμετωπίζω πολύ έντονα κι ως μέλος στην επιτροπή των βραβείων Μερκούρη. Λες, «πρέπει να δω όλες τις παραστάσεις». Αλλά τι να πρωτοδώ, ακριβώς; Πώς μπορεί να είναι κανείς αισιόδοξος με όλο αυτό που συμβαίνει στο θέατρο, γύρω μας, στη ζωή μας, στον κόσμο μας;