Ο Βασίλης Μαγουλιώτης δεν κάθεται ήσυχος. Του αρέσει να παίζει, να γράφει, να σκηνοθετεί, να υπνωτίζει τις λέξεις, να τις ερευνά, να τις μελετά. Ίσως και να τραγουδά – αυτό ξέχασα να το τσεκάρω. Είναι επίσης αυτός ο ένας από την ομάδα των Παιχτών που έδειξαν στον κόσμο πως ακόμη και τα πιο τρελά όνειρα μπορούν να έχουν αξία και να πάρουν τη θέση τους στην ιστορία. Έστω τη θεατρική.
Αν ψάξεις το βιογραφικό του, θα δεις πως έχει κάνει πολύ θέατρο και έχει γράψει για αυτό. Σε έργα που συζητήθηκαν, αγαπήθηκαν και ξεχώρισαν. Με την καλή έννοια. Επίσης θα δεις πως έχει κάνει και κάποια πράγματα στη μικρή («Σώσε με», «Η Γέφυρα») και μεγάλη οθόνη. Θα δεις πως του αρέσει να κάνει πολλά πράγματα. Ταυτόχρονα. Ή παράλληλα. Πολλά πάντως.
Συναντιόμαστε έξω από το Θέατρο Προσκήνιο, περπατάμε στους δρόμους της πόλης, περνάμε φανάρια, προσπερνάμε σταματημένα αυτοκίνητα, μιλάμε ασταμάτητα. Οι κόρνες, οι άγνωστοι που μας συναντούν και μετά εξαφανίζονται, η μίρλα των οδηγών, οι θόρυβοι της πόλης, δεν μας αφορούν – εμείς μιλάμε, μιλάμε.
Μέχρι να βρούμε ένα καφέ να κάτσουμε (όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο Μουσείο), θα έχουμε πει τα πάντα, έτσι νιώθω. Για τα πρώτα βήματα της πατρότητας όπου «όλα μοιάζουν και είναι διαφορετικά», για τον παλιό ρομαντισμό που τώρα δεν υπάρχει -στην ίδια ένταση έστω-, για τον κινηματογράφο που αγαπά και μάλλον του χρωστά πολλά -στην πολυβραβευμένη «The man with the answers» θα γνώριζε τη γυναίκα του, σκηνογράφο της ταινίας-, για την μεγάλη του αδυναμία στο θέατρο: «είναι ωραίο γιατί δεν μπαίνει στην αιωνιότητα, γίνεται μυθικό επειδή ο κόσμος δεν πρόλαβε να το δει, να το χαρεί».
Ευτυχώς όμως, μετά, στον καφέ, θα ακούσω πολλά περισσότερα.
Είμαι Καρδιτσιώτης. Βέρος!
Πες μου κάτι που θυμάσαι από την εφηβεία σου: Ήμουν κλασικός ανεκδοτάκιας, μου άρεσε να προσφέρω γέλιο. Είχα μεγάλη όρεξη να μαζεύω ανέκδοτα και να τα λέω καλά. Είναι μια τέχνη που έχει εκλείψει (γέλια). Στην Καρδίτσα παίζαμε battles, βραδιές ολόκληρες.
Υπάρχει ακόμα αυτό; Όχι και είναι φορές που το αποζητώ, αλλά κανείς δεν θέλει! (γέλια)
Πες μου κάτι, οτιδήποτε, για το παράξενο γιαπωνέζικο ψευδώνυμο σου, Suyako. (γέλια) Suyako. Είναι Καρδιτσιώτικο, η τζαπανίλα είναι μπλόφα. Απλά το έγραψα με λατινικούς χαρακτήρες. Σουγιάκο με έλεγε ο παππούς μου, η λέξη βγαίνει από το «σουγιάς». Όταν ήρθε η ώρα να εκδοθώ για πρώτη φορά, δίστασα να χρησιμοποιήσω το όνομά μου. Είχα συστολή, κάπως ντρεπόμουν. Δεν μπορούσα να κάνω εικόνα σε ένα βιβλιοπωλείο το όνομά μου, να γράφει στο εξώφυλλο του βιβλίου «Βασίλης Μαγουλιώτης». Μου φαινόταν πολύ γελοίο. Θα μου πεις, ήσουν ήδη ηθοποιός, το όνομά σου γραφόταν σε αφίσες. Οκ αλλά κάπως με τη συγγραφή ντρεπόμουν. Δεν ένιωθα ότι ήμουν και πολύ συγγραφέας. Οπότε το είδα σαν μια ωραία ευκαιρία να διαλέξω το δικό μου όνομα. Είναι μια δημιουργική ευκαιρία να μπεις σε ένα χώρο με ψευδώνυμο.
Και πότε αποφάσισες να φύγεις από την Καρδίτσα; Ήρθα στα 18 μου στην Αθήνα για να σπουδάσω Πολιτικός Μηχανικός στο Πολυτεχνείο.
Το ήθελες; Το’χα, το’θελα… Είναι μια περίπλοκη ιστορία γιατί πάντα μου άρεσαν τα καλλιτεχνικά, από μικρός. Ζωγράφιζα, έπαιζα κιθάρα, σε κάποιες μπάντες, έγραφα στίχους, τραγουδούσα. Από τότε έγραφα. Όταν ήμουν στο δημοτικό έφτιαχνα κόμικς, κάτι χαζοanimations στοπ καρέ. Αλλά στο σχολείο μου άρεσαν πάρα πολύ επίσης και τα μαθηματικά και η φυσική. Και κάπως έτσι, είπα ότι η τέχνη δεν είναι για επάγγελμα αλλά για χόμπι, αλλιώς πεθαίνεις. Και έτσι εκεί στη χρησιμοθηρία των Πανελληνίων είπα ότι θα ακολουθήσω τα μαθηματικά και τη φυσική. Ο αδερφός μου ήταν στην Αρχιτεκτονική, οπότε είπα ότι εγώ θα πάω για Πολιτικός Μηχανικός. Πήγα και το μετάνιωσα γιατί δεν μου άρεσε καθόλου η σχολή.
Πώς είναι να επιλέγεις κάτι και να διαπιστώνεις ότι δεν σου κάνει, έστω και στην αρχή του; Πίκρα. Ένιωθα ότι πήρα λάθος τη ζωή μου και ότι θα οδηγηθώ σε μεγάλο αδιέξοδο, ότι είμαι σε παγίδα όπως λέει και η Μπλανς. Και ένιωθα ότι έπρεπε να φύγω τρέχοντας από εκεί. Τότε άρχισα να σκέφτομαι ότι πρέπει να ασχοληθώ με την Τέχνη και σκέφτηκα αρχικά να δώσω για την Καλών Τεχνών, μπήκα και σε μια θεατρική ομάδα. Στη σχολή που ήμουν, βρισκόμουν ανάμεσα σε όλους τους τεχνοκράτες και τους ΔΑΠίτες – περίμεναν τα αμάξια του μπαμπά τους απέξω, μια αηδία. Εκεί προσπάθησα να τους φτιάξω και κινηματογραφική λέσχη, πήγα στο προεδρείο για να πάρουμε κονδύλια, να τυπώσουμε αφίσες. Την έστησα, δεν κράτησε όμως γιατί δεν είχε καθόλου κόσμο, οπότε έβλεπα ότι εκεί δεν υπάρχει τίποτε για μένα, για την άλλη πλευρά μου που με ενδιέφερε. Έτσι άρχισε μέσα μου να αναδύεται ένα escape plan και άρχισα να ασχολούμαι με το θέατρο. Μόλις όμως αποφάσισα να δώσω σε δραματική μετά από τρία τέσσερα χρόνια που έκανα και ερασιτεχνικά διάφορα πράγματα, συνειδητοποίησα πως η σχολή είχε αρχίσει να γίνεται πολύ ενδιαφέρουσα.
Ήμουν μέτριος μαθητής. Απλώς μετά πήρα φόρα και ξάφνου εκεί, στο τρίτο έτος, τα μαθηματικά και η φυσική άρχισαν να γίνονται πολύ ενδιαφέροντα γιατί ασχολούμασταν με κατασκευές που ήταν αυτό που μου άρεσε και κάπως έτσι μπήκα σε μια από τις πιο παραγωγικές και δημιουργικές εποχές της ζωής μου, καθώς ετοιμαζόμουν για τη Δραματική Σχολή και ταυτόχρονα έδινα μαθήματα στο Πολυτεχνείο. Με συναρπάζανε και τα δύο. Άρχισα να περνάω τα μαθήματα πιο γρήγορα. Είχα γίνει καλός φοιτητής, μου ζητάγανε σημειώσεις οι άλλοι. Όταν πέρασα στο Εθνικό μου είχαν μείνει έξι εφτά μαθήματα και μια διπλωματική, και τα έκανα. Στη σχολή ήμουν σε ένα κλίμα υπερεργασίας. Κοιμόμουν, θυμάμαι, με τα βιβλία του Πολυτεχνείου. Αλλά ήμουν ξετρελαμένος και με το Εθνικό, ήταν από τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής μου, η σχολή με όλη τη δυσκολία, τον πόνο, τη συνύπαρξη με τα παιδιά. Ένιωθα για πρώτη φορά στη ζωή μου ότι είμαι εκεί που θέλω. Το επέλεξα, το δούλεψα, ήρθε…
Πώς αποφασίζεις με τόσες καλλιτεχνικές τάσεις να βάλεις προτεραιότητα ότι θα γίνεις ηθοποιός; Αυτό που με συνεπήρε όταν πρωτοξεκίνησα να κάνω θέατρο ήταν ότι απ’ όλες τις τέχνες που είχα κάνει στη ζωή μου, ήταν η πιο ζωντανή και ομαδική. Με την έννοια ότι είμαστε όλοι παρόντες τη στιγμή που γίνεται αυτό και γίνεται έξω από το σώμα. Δεν είμαστε καθισμένοι σε μια αίθουσα να ζωγραφίζει ή να γράφει ο καθένας τα δικά του μόνος του. Αυτό μου φάνηκε πολύ ωραίο, γιατί ένιωσα ότι στο θέατρο έρχονται όλες οι τέχνες και όλα όσα με συναρπάζουν σε αυτές. Το μέτρο, ο ρυθμός, τα χρώματα, οι τόνοι, το θέμα, το περιεχόμενο, ακόμη και η σκηνογραφία άρα και το εικαστικό. Όλα έρχονται και συναντώνται πάνω στον άνθρωπο. Είναι τόσο ζωντανό και τόσο παρεΐστικο.
Παραμένει σήμερα όμορφο, όπως τότε που το αποφάσιζες; Ναι, παραμένει. Αλλά δεν κατάφερα να μείνω μόνο ηθοποιός (γελάει). Πολύ σύντομα άρχισα να πνίγομαι στην σκέψη πως όλη μου την ενέργεια πρέπει να τη αφιερώσω σε αυτό, στο να είμαι ένας καλός ηθοποιός που θα καταφέρει να ανέβει ψηλά. Όταν ξεκίνησα να παίζω επαγγελματικά και ανακάλυψα πως θα μπορούσα να βρεθώ και σε μια δουλειά που δεν μου αρέσει και να παίζω αναγκαστικά Τετάρτη με Κυριακή, η διαφυγή προς τη συγγραφή έγινε έντονη. Με το που έφτασα να είμαι ηθοποιός, κατάλαβα πως αυτό το «τέλεια, τώρα θα είμαι ευτυχισμένος!», δεν ίσχυε. Τότε λοιπόν άρχισα να γράφω πιο εμπεριστατωμένα.
Καθώς μεγαλώνω, αυτό που με φοβίζει είναι ότι το ένα ρουφάει ενέργεια από το άλλο, κι ένας σοβαρός άνθρωπος σε μια καπιταλιστική κοινωνία πρέπει να διαλέξει το γρανάζι του και να το κάνει καλά και εγώ δεν θέλω. Ρώτησα μια φορά έναν παιδικό μου φίλο «ηθοποιός, συγγραφέας, χαζοσκηνοθέτης, μήπως τελικά όλο αυτό είναι μάταιο και διάσπαση προσοχής και το ένα σκοτώνει το άλλο;» και μου απάντησε «Τι να σου πω βρε Βασίλη; Εσύ πάντα έτσι ήσουν. Οπότε καλά κάνεις. Θα μου φαινόταν περίεργο να εξειδικευόσουν κάπου». Γενικά από μικρός μου άρεσε να χώνω τη μούρη παντού στην τέχνη.
Αν δεν ήσουν μέσα στην τέχνη αλλά δεν ήσουν και πολιτικός μηχανικός, πού θα έχωνες τη μούρη σου για να ικανοποιήσεις αυτή τη «μαμουνίστικη» διάθεση σου; Ποιος ξέρει; Πιάνουν τα χέρια μου. Στην πανδημία έκανα ξυλογλυπτική, μου αρέσουν και τα μαστορέματα. Μεγάλωσα με έναν πατέρα που έπιαναν πολύ τα χέρια του, πιάνουν ακόμη δηλαδή. Μου αρέσει πολύ η χειρωναξία αλλά δεν μπορώ να πω ότι είμαι χειρώνακτας στη ζωή μου καθημερινά.
Αν είναι να πάρετε ένα έπιπλο στο σπίτι το οποίο χρειάζεται μαστόρεμα… Εγώ, εγώ! Να ψήνω μου αρέσει, να ανάβω φωτιές επίσης, κάτσε αυτό ακούστηκε κάπως (γελάει).
Οι «Παίχτες», αυτή η ωραία ιστορία. Δεν ήμασταν από πάντα φίλοι γνωστοί, αλλά ήμασταν τμηματικά σε παρέες. Δεν ήμασταν όλοι του Εθνικού. Εγώ και ο Γιάννης (Νιάρρος) είμασταν εκεί αλλά δεν ήμασταν στο ίδιο έτος. Ο Ηλίας (Μουλάς), ο Αλέξανδρος (Χρυσανθόπουλος) και ο Γιώργος (Κουτλής) ήταν στο Ωδείο. Παρέα όλοι μαζί γίναμε πρώτη φορά σε αυτή την παράσταση. Εγώ με τον Κουτλή βέβαια γνωριστήκαμε στα δεκαεννιά μας, στο Ερασιτεχνικό της Ιατρικής Σχολής, μετά μπήκε αυτός Ωδείο, εγώ Εθνικό. Με το που τελειώνουμε, ο Κουτλής έφυγε για Ρωσία. Πήγα και εγώ στη Ρωσία για να τον δω, ανταλλάζαμε γνώμες, ιδέες. Τρία ταξίδια πήγα στη Μόσχα, πολύ σημαντικά για μένα. Ευτυχώς την προλάβαμε πριν τον πόλεμο. Καθώς εκείνος σπούδαζε εκεί και εγώ δούλευα στην Αθήνα, μοιραστήκαμε ένα κοινό όραμα, ότι θέλαμε να κάνουμε κάτι μαζί. Με το που γύρισε κάναμε το «Παίζοντας το θύμα» στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού – στην τζενεράλε έσκασε το lockdown. Καταφέραμε να ανέβουμε μετά κόπων και βασάνων για είκοσι παραστάσεις με ελάχιστους θεατές. Το είδαν 500 άτομα, αλλά είναι μια παράσταση που την έχουμε στην καρδιά μας. Κάπου εκεί μου ζήτησε και ο Γιάννης να τον βοηθήσω σε μια παράσταση που ανέβαζε, το «Life before Grammys» στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο – τη δεύτερη φορά που το έκανε. Εκεί γνώρισα και τον Ηλία και τον Αλέξανδρο. Ήρθε κι ο Κουτλής που ήξερε τον Αλέξανδρο και τον Ηλία από τη σχολή, γνώρισε τον Γιάννη καλύτερα και άρχισε σιγά σιγά να μαζεύεται η παρέα. Μετά κάποια στιγμή είπε ο Κουτλής «ελάτε να κάνουμε κάτι όλοι μαζί». Είχε βρει ένα έργο που ήταν από τα ελάχιστα στο παγκόσμιο ρεπερτόριο που είχε τέσσερις ανδρικούς ρόλους περίπου στην ίδια ηλικία, στην ίδια τσίτα, στην ίδια ενέργεια, και ήταν ιδανικό για την παρεούλα αυτή. Και έτσι ανέβηκαν οι Παίχτες!
Είναι σπάνιο πάντως αυτό που έκανε. Σας σύστησε και σας προώθησε με ένα αρκετά ξεκάθαρο και έντονο τρόπο. Σε αυτό το βαθμό συνήθως το κάνει η τηλεόραση, όχι το θέατρο. Είναι σπάνιο να γίνεται τετραπλά. Υπάρχουν παραστάσεις που αναδεικνύεται ένας ηθοποιός, αλλά τέσσερις μαζί δύσκολο. Ήταν πολύ ωραίο, μπήκαμε στον χάρτη πολύ δυναμικά. Εντάξει, ο Γιάννης είχε πάρει ήδη το βραβείο Χορν, είχε κάνει κάποιες δουλειές σημαντικές, αλλά με αυτό μπήκε με ακόμη μεγαλύτερη ώθηση. Νομίζω πως βοήθησε το ότι ήταν κωμωδία. Είναι δύσκολο να παίξουμε σοβαρά εμείς οι τέσσερις μαζί. Δεν μπορώ καν να το φανταστώ.
Το έργο που είχα δει μετά τους Παίκτες, το Talk Show, ήταν διαφορετικό, κάπως πιο sci–fi… Αυτή η παράσταση κακόπεσε σε δύσκολες συγκυρίες γιατί κατέβηκε, ανέβηκε, είχαμε πρόβλημα με την παραγωγή. Στήθηκε σε άλλο θέατρο, έπρεπε να αλλάξουμε και αυτό ήταν κρίμα.
Θυμάμαι ότι υπήρχε μια συζήτηση μεγάλη για το τι θα ακολουθούσε, όλοι έτρεξαν ή προσπάθησαν έστω να το δουν. Πόσο τρομακτικό ήταν, να νιώθεις αυτό το βάρος της πετυχημένης συνέχειας; Ήταν βαρύ, γιατί οι Παίκτες έκαναν τέτοιο ντόρο που ήταν επόμενο να είναι υπό τη σκιά μιας μεγάλης επιτυχίας. Ούτως ή άλλως ήταν και το πρώτο μου έργο που ανέβαινε. Το είχα γράψει στα 18 μου.
Γιατί δεν έχουμε ελληνικό sci–fi θέατρο; Δεν ξέρω, νομίζω ότι το έχει αναλάβει περισσότερο το σινεμά και το θέατρο κομπλάρει – ότι χρειάζεται πολλά special effect για γίνει. «Ο σκύλος και το μαχαίρι» ήταν λίγο μέσα σε αυτό, ήταν λίγο σαν ζόμπι.
Την συζητάνε ακόμη αυτή την παράσταση. Φτύσαμε αίμα, μας βγήκε ο πάτος, και με χειλόφωνα ήταν ακόμη πιο δύσκολο. Είχε μεγάλη τεχνική δυσκολία, ήταν ένα έργο καθόλου παίξε-γέλασε. Ήταν πολύ παράδοξο, βαθύ, βαλμένο σε ένα postmodern τοπίο. Δεν ήταν εύκολα προσβάσιμο από έναν ηθοποιό. Βγήκε όμως πολύ ωραίο και θα το θυμόμαστε.
Παλαιότερα ήμουν πιο μανιακός. Στη σχολή και στο ερασιτεχνικό, παρατηρούσα και κατέγραφα τα πάντα, σαν συλλέκτης στιγμών. Τώρα δεν την έχω πια αυτή τη μανία. Μετά πέρασα μια φάση ως επαγγελματίας, που ξενυχτούσα και μελετούσα τον ρόλο μου σκεπτόμενος με τρόπο εμμονικό, προσπαθούσα να κάνω τη νύχτα μέρα μελετώντας. Αυτό τώρα το απομυθοποιώ. Ήταν ένας επαγγελματικός ρομαντισμός που τότε τον είχα ανάγκη. Τώρα, και λόγω παιδιού να σου πω την αλήθεια, υπάρχει μια πρακτικότητα στη ζωή μου. Δεν υπάρχει περιθώριο πια για αυτό το πράγμα.
Είστε η νέα γενιά που θα πάει το θέατρο μπροστά; Όχι μωρέ. Αλλά κάθε νέα γενιά το πιστεύει αυτό.
Πάντως, αστεία αστεία, ο Κουτλής το χρεώνεται, και δικαίως. Εκπροσωπείτε μια νέα ματιά στο θέατρο. Λόγω της ηλικίας σας, αυτό έγινε πιο ευκρινές. Κάθε εποχή αλλάζει. Οι δικοί μας «πατεράδες» που θεωρούσαμε κλασικούς ήταν κάτι που για τους προηγούμενους ήταν το καινούργιο. Και εμείς αντίστοιχα σαν νέα γενιά, σε λίγα χρόνια κατά πάσα πιθανότητα θα αρχίσουμε να επαναλαμβάνουμε τον εαυτό μας. Είναι πολύ δύσκολο να είσαι σε τέτοια εγρήγορση. Έρχεται ήδη η καινούργια γενιά, η οποία μας βρίσκει εμάς ήδη εδραιωμένους και θα έχει άλλα πράγματα να δώσει. Είναι μεγάλη δοκιμασία η διάρκεια στην τέχνη. Όπως και το να έχει διάρκεια το μεράκι σου. Παλαιότερα θα σου μιλούσα με περισσότερο φανατισμό. Τώρα νομίζω ότι μεγαλώνω. Είμαι 35 χρονών, δεν λέω ότι γέρασα αλλά δουλεύω περίπου δέκα χρόνια στο θέατρο, δεν είναι πολλά αλλά αρχίζω να έχω παρελθόν πια.
Αλλά νιώθεις κάπως γι’ αυτό; Ναι, αλλά όχι δυσάρεστα, ευτυχώς. Δε νιώθω κουρασμένος, σίγουρα. Νιώθω μεγάλες αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνομαι το επάγγελμά μου σαν κάτι πρακτικό στη ζωή μου.
Τι έχει αλλάξει μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια; Άλλαξε η θεματική στο ελληνικό θέατρο; Πολλά. Σίγουρα άλλαξε η θεματική. Θα έλεγα ότι εγώ βρέθηκα στο τέλος μια εποχής η οποία έπνεε τα λοίσθια σε μια οικονομική κρίση και ήρθε μετά η πανδημία να βάλει μια ταφόπλακα. Πολλές γενιές είναι οι γενιές της κρίσης. Εγώ βγήκα στο κουρμπέτι το 2015, βαθιά κρίση. Βγήκαμε από την πανδημία με μια πολύ δυναμική επανείσοδο του θεάτρου στη ζωή των θεατών, το οποίο είναι πολύ ενδιαφέρον και ελπιδοφόρο. Επίσης έγινε μια πολύ μεγάλη αναβίωση της τηλεόρασης, η οποία λίγο βοήθησε στο θέμα της ανεργίας. Σίγουρα όμως υπήρχε μια περίοδος μεγάλης αφύπνισης, μπορεί και πρόσκαιρης, στην εποχή της πανδημίας με τα κινήματα των καλλιτεχνών, το MeToo. Στα χρόνια της πανδημίας άρχισε να εμφανίζεται μια αίσθηση κοινότητας, ειδικά στη νεότερη γενιά που το έχει πολύ ανάγκη, η οποία σήμαινε πολλά. Κερδήθηκαν πολλά, τουλάχιστον σε επίπεδο συνείδησης, έφεραν και κάποια αποτελέσματα ορατότητας και μια ανάγκη αλλαγής κουλτούρας σε σχέση με το επάγγελμα και πόσο κακοποιητικό είναι από τη φύση του. Αλλά θεσμικά παραμένουμε ένα κράτος που απέχει πάρα πολύ από το να φροντίζει για τον σύγχρονο πολιτισμό. Υπάρχει τεράστια ανάγκη για συλλογική σύμβαση, η οποία κάπως να βάλει ένα πλαφόν, ειδικά για τους νεότερους ηθοποιούς, οι οποίοι δεν μπορούν να διεκδικήσουν τα λεφτά τους. Είμαστε πολύ χαμηλόμισθοι. Η συλλογική σύμβαση θα έβαζε ένα κατώτατο όριο. Όπως επίσης υπάρχει πολύ σοβαρή έλλειψη από επιχορηγήσεις. Δηλαδή αυτό που γινόταν στη δεκαετία ‘80-‘90, που υπήρχαν πνευματικές εστίες που μπορούσαν να έχουν ένα συνεχές ρεπερτόριο χωρίς το άγχος της επιβίωσης.
Αυτή η «ευτυχία» έφτασε και στα 00’s. Ναι, ναι, ήταν τα «χρυσά» χρόνια. Τώρα ήμαστε δύο μήνες με πρόβες απλήρωτες ή υποπληρωμένες, γιατί οι παραγωγοί σου λένε ότι δεν καταλαβαίνουν γιατί πρέπει να κάνεις τόσες πρόβες. Οπότε είμαστε στο έλεος των επιχειρηματιών, το οποίο έχει έναν πραγματισμό. Ένα κράτος πρόνοιας που φροντίζει για τον πολιτισμό, τον ανακουφίζει, είναι σημάδι δημοκρατίας. Ειδικά τώρα, επειδή είμαστε στην ωραία άνθιση του θεάτρου μετά την πανδημία, υπάρχει μια υστερία με τα sold out. Υπάρχει το κυνήγι του sold out. Έχει γίνει φετίχ. Αν δεν το καταφέρεις, κατεβαίνει η παράσταση.
Δεν θεωρώ τον εαυτό μου συγγραφέα γιατί δεν κάθομαι να ασχοληθώ με αυτό σοβαρά, να αγχωθώ. Πέρα από θέατρο, έχω κάνει και πεζό, έχω κάνει και σενάρια, νιώθω όμως ότι δεν του δίνω τον χρόνο που θέλει. Θα έγραφα πολύ περισσότερα και πολύ καλύτερα αν είχα τον κατάλληλο χρόνο. Και μου τραβάει πολύ την προσοχή η υποκριτική. Κάποιες φορές με πιάνει και νιώθω ότι μοιράζεται η ενέργεια.
Τη δραματουργία τη θεωρείς με κάποιο τρόπο συγγραφή; Η συγγραφή είναι πρωτογενές υλικό. Από το μηδέν φτιάχνεις κάτι, μια δική σου ιστορία, δικούς σου ήρωες. Για να κάνεις δραματουργία πρέπει να γράφεις κιόλας, αλλά η δραματουργία είναι κατά παραγγελίαν αλλουνού. Περισσότερο επεξεργάζεσαι έναν υπάρχον κόσμο και είναι, τουλάχιστον έτσι όπως το έχω δει εγώ, συνδυαστικό. Είναι κάπου ανάμεσα στη συγγραφή, τη σκηνοθεσία και την υποκριτική. Είναι εφαρμοσμένη συγγραφή. Παρακολουθώντας τι ανάγκες έχει ο σκηνοθέτης μέσα στο έργο, πειράζω τις λέξεις, ανάλογα με τους σχεδιασμούς που προκύπτουν.
Πάντα αναρωτιόμουν, πόσο έτοιμο πάει το υλικό στον κάθε σκηνοθέτη ή πώς και πόσο ο σκηνοθέτης επεμβαίνει. Ανάλογα με την περίσταση. Έχω δουλέψει τη δραματουργία που είναι μόνο στην προεργασία, δηλαδή στην πρώτη πρόβα, εκεί που θα κάτσουμε να δουλέψουμε μαζί, να βρούμε τι είδους διασκευή θέλει να κάνει, τι είδους ανάλυση. Υπάρχουν και άλλες φορές που είμαι παρών ακόμη και στις πρόβες και ανάλογα με τα πράγματα που προκύπτουν, μοντάρω, γράφω καινούργιο κείμενο, παίρνω τον σχεδιασμό ανθρώπων και τον καλλωπίζω.
Εσένα ποιο σου αρέσει περισσότερο; Και τα δύο.
Η δραματουργία έχει κανόνες; Δεν το έχω σπουδάσει για να σου πω τι λέει η Ακαδημία. Έχει να κάνει με την περίπτωση, νομίζω είναι κάτι διαφορετικό κάθε φορά, όπως και η υποκριτική. Για την υποκριτική, αν με ρωτούσες ποιοι είναι οι κανόνες, δεν θα μπορούσα να σου πω. Κάθε φορά είναι διαφορετικά. Προφανώς υπάρχουν κάποια πράγματα τα οποία δεν γίνεται να μην τα κάνεις, δηλαδή σίγουρα πρέπει να ψάξεις όταν πιάνεις ένα κείμενο, ποιος το έγραψε, γιατί, τι άλλα πράγματα έγραψε, ποιος και πώς το έχει μεταφράσει. Αν έχεις πρόσβαση στο πρωτότυπο, ακόμη καλύτερα. Η δραματουργική επεξεργασία, σαν πόστο, είναι γέφυρα ανάμεσα στην πρώτη ύλη που είναι ο συγγραφέας και στον σκηνοθέτη που θέλει σήμερα να το ανεβάσει. Και στους ηθοποιούς που σήμερα θα το μιλήσουν. Γι’ αυτό είσαι μεσάζων κάπως και υπακούς τα ζητούμενα που θέτει ο συγγραφέας, ο σκηνοθέτης, οι ανάγκες των ηθοποιών. Έχει όρια.
Έχεις γράψει και νουβέλες; Έχω γράψει διηγήματα, ποιήματα, έχω βγάλει ένα βιβλιαράκι. Τώρα γράφω ένα καινούργιο που είναι σαν μυθιστόρημα, αλλά δεν ξέρω πότε θα το τελειώσω. Είναι βιβλίο. Παλιά διάβαζα δεκάδες βιβλία μέσα σε ένα χρόνο – έφτιαχνα ένα προσωπικό πανεπιστήμιο. Τώρα πασχίζω να βρω χρόνο για να διαβάσω δέκα σελίδες.
Οι λέξεις είναι σύμβολα, είναι σχεδόν αρχαϊκά. Κουβαλάνε φορτίο αιώνων. Λέξεις όπως αυτές που είπα κουβαλάνε ολόκληρες εποχές. Η γλώσσα είναι σα να δονεί το ασυνείδητο και το ασυνείδητο δεν έχει ηλικία. Οι λέξεις είναι πολύ σημαντικές και ταυτόχρονα άχρηστες.
Είναι πιο σημαντικές από τη σιωπή; Θα σου πω τι είπε ο Miles Davis για αυτό. Είχε πει ότι «οι πιο σημαντικές νότες είναι αυτές που δεν παίζονται». Αλλά δεν θα μπορούσαν να ηχήσουν οι παύσεις, αν δίπλα δεν είχαν παίξει αυτές οι νότες, οπότε είναι σαν οι λέξεις να είναι βατήρες ώστε ανάμεσά τους να ηχήσει το άρρητο. Προφανώς επικοινωνούμε με τις λέξεις και θα ήμασταν άχρηστοι χωρίς αυτές, αλλά η ζωή αποδεικνύει συχνά ότι εκεί ανάμεσα παίζεται το πράγμα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η σιωπή θα ήταν καλύτερη από τις λέξεις, αλλά ότι οι λέξεις είναι ό,τι καλύτερο έχουμε για να γεφυρώσουμε το χάος. Αν παίζεις όπως ο Miles Davis, φτιάχνεις μια γέφυρα ανάμεσα σε ένα ντο και σε ένα λα η οποία είναι ολόκληρο το σύμπαν και κανένα όργανο δεν μπορεί να το παίξει. Οπότε καλύτερα ας ησυχάσουμε για να την ακούσουμε. Και αυτό είναι μεγάλη καλλιτεχνική μαγκιά. Αλλιώς θα είχε τελειώσει η ποίηση γιατί κάποιος θα είχε πει την ατακάρα και…
Όλοι ψάχνουν την ατακάρα; Νομίζω ότι υπάρχει ο ευσεβής πόθος σε κάθε καλλιτέχνη να κάνει κάτι που θα τερματίσει το θέμα, αλλά οι καλλιτέχνες που έχουν μεγαλύτερη επίγνωση της θνητότητάς τους και της τέχνης ίσως καταλαβαίνουν ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα. Όπως δεν υπάρχει ελπίδα για παρθενογένεση, έτσι και δεν υπάρχει ελπίδα για terminal τέχνη. Αυτό που υπάρχει είναι η τάση προς κάτι. Όπως μου είχε πει μια οικογενειακή φίλη όταν έμαθε ότι θέλω να γίνω ηθοποιός, «Μπράβο βρε Βασίλη. Είναι πολύ καλό που κυνηγάς τα όνειρά σου. Είναι καλό να τα κυνηγάει κάποιος ή τουλάχιστον να πεθάνει κοντά».
Τένεσσι Ουίλιαμς, στο Θέατρο Προσκήνιο. Είναι η δεύτερη φορά που παίζω Τένεσσι Ουίλιαμς. Η πρώτη φορά ήταν όταν έπαιξα τον Τομ στον Γυάλινο Κόσμο, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Σκέβα.
Όταν είχε ανακοινωθεί ότι θα ανεβάσει ο Δημήτρης Καραντζάς αυτό το έργο μετά τον Γλάρο και παρουσιάστηκε το καστ, ξαφνιάστηκα, αναρωτιόμουν πώς σκέφτηκε τον καθένα χωριστά. Είχε, έχει, κάτι το απρόσμενο. Το κάνει αυτό ο Δημήτρης γενικά, το έχει κάνει και σε άλλα έργα. Δοκιμάζει απροσδόκητες διανομές και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Νομίζω, αν παρακολουθήσεις την ανάγνωση που κάνει στο έργο, που είναι πολύ οξυδερκής και ενδιαφέρουσα, αν δεις τον τρόπο με τον οποίο έχει εντρυφήσει στο έργο, με αυτό το ιδιαίτερο βάθος, θα καταλάβεις πως δεν έχει κάνει μια αναμενόμενη ανάγνωση, όπως αυτή που έχουμε ίσως στο μυαλό μας. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι παραβιάζει το έργο. Θα έλεγα ότι το ξαναδιαβάζει πιο προσεκτικά. Καταρρίπτει κατά κάποιον τρόπο κάποια κλισέ που έχουμε για αυτούς τους ρόλους. Και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον, γιατί γίνεται πιο πολύπλευρο απ’ ό,τι συνήθως, από τον τρόπο με τον οποίο ανεβαίνει κάθε φορά. Έχει εδώ μια πιο βαθιά, ανθρώπινη ανάγνωση και αυτό δικαιώνει τις επιλογές. Έτσι δεν νιώθω την παραδοξότητα σε σχέση με τη διανομή.
Τι είναι αυτό που σε γοήτευσε; Γιατί είπες ναι; Καταρχάς γιατί ήταν ο Δημήτρης, που έχω δουλέψει μαζί του άλλες τρεις φορές. Είναι από τους πιο βαθύς σκηνοθέτες που υπάρχουν. Τον ηθοποιό τον δουλεύει με πολλή οξυδέρκεια και επιμονή. Βάζει ψηλά τον πήχη και αυτό είναι κάτι που με ιντριγκάρει και με κάνει καλύτερο. Επίσης ήθελα να δουλέψω και σε αυτό το θέατρο που έχει αναλάβει τα τελευταία χρόνια, στο οποίο έχω υπάρξει μόνο ως θεατής και με είχε γοητεύσει πάρα πολύ. Νομίζω έχει μια πολύ ωραία αύρα, μια ζεστασιά και μια αίσθηση θεατρικής εστίας που λείπει αυτή τη στιγμή από την Αθήνα. Οπότε χάρηκα και για αυτό. Το έργο το ξέρω, μου αρέσει, αλλά κυρίως μου αρέσει πολύ αυτός ο ρόλος.
Τι κρύβει αυτός ο ρόλος δηλαδή; Είναι αυτό που λέμε supporting character. Με το κατάλληλο βλέμμα από πλευράς σκηνοθέτη, μπορεί να γίνει κάτι πάρα πολύ σημαντικό και όμορφο. Να μην τον αφήσεις πίσω στο supporting. Αυτός ο ρόλος ανέκαθεν με γοήτευε, αν και παρουσιάζεται λίγο σαν μπόμπος, αγαθούλης και μαμάκιας. Αν αντισταθείς σε αυτό το κλισέ, έχει ένα μεγάλο βάθος και μια τρυφερότητα που είναι το ζητούμενο. Αναγκαία να υπάρξει και να εμφανιστεί κάπου στο έργο, ώστε να τεθούν όλα τα θέματα. Αυτός ο χαρακτήρας έχει κάτι πολύ ανθρώπινο, βαθύ, τρισδιάστατο.
Είναι αυτός που εκπροσωπεί το καλό και γι’ αυτό στο τέλος η ανατροπή που κάνει σε ρίχνει, γιατί πιστεύεις αρχικά στην πρόθεσή του και μετά την αλλάζει. Άρα έχεις παρατηρήσει ότι στο τέλος αυτός φέρεται βίαια επειδή προδίδεται η τρυφερότητά του και έτσι παρασύρεται σε μια τοξική αρρενωπότητα. Από αυτή την άποψη είναι πολύ τραγικός και αληθινός. Μέσα στο ίδιο σώμα υπάρχει μια υπόσχεση για τρυφερότητα και ευγένεια, η οποία φαίνεται να είναι πηγαία και οργανική, και μια αγάπη για τη μητέρα του, και στο τέλος, όταν προδίδεται, όλα γίνονται βία και μίσος. Με συγκινεί.
Η προδοσία φέρνει αυτόματα τέτοια πάθη; Κυρίως όταν υπάρχει πιο πριν μια ευγένεια. Υπάρχουν και άνθρωποι βέβαια που μπορεί να παραμείνουν για πάντα τρυφεροί, ακόμη και αν προδοθούν. Θα μπορούσε ένας άλλος Μιτς να μην αντιδράσει έτσι στην απόρριψη, αλλά ίσως τα αρσενικά να δίνουν περισσότερο στον εαυτό τους αυτή την αβάντα. Δεν ξέρω. Η εκδικητικότητα που φέρνει μια πληγωμένη τρυφερότητα είναι σχεδόν νομοτελειακή στην ανθρώπινη φύση. Ακόμη και στα ζώα.
Ποια είναι η καρδιά αυτού του έργου; Νομίζω ότι είναι μια φράση της Μπλανς μέσα σε ένα παραλήρημά της: «Θάνατος, το αντίθετό του είναι ο πόθος». Μου αρέσει αυτό το δίπολο θάνατος/πόθος. Στηρίζεται και ψυχαναλυτικά με τη λίμπιντο και την επιθυμία για θάνατο ,αλλά και μια ανάγκη για ποίηση, ρομαντισμό, η οποία καταπνίγεται από τη σκληρή πραγματικότητα. Αυτό θα έλεγα ότι είναι το πρόβλημα που απασχολούσε τον ίδιο τον Ουίλλιαμς όταν έγραψε το έργο. Ένα κομμάτι της καρδιάς του που επιθυμούσε μια βαθιά επικοινωνία και σύνδεση με μια άλλη ανθρώπινη φύση. Η οποία φαίνεται να αναγκάζεται από τη ζωή και την εποχή στην οποία ζούσε, τη σεξουαλικότητά του και χίλιους δυο λόγους. Και η αίσθηση, να πρέπει να το εξορίσει αυτό γιατί δεν φιλοξενείται πουθενά. Και έτσι να νιώθει ξένος. Στο τέλος του έργου λέει «Πάντα βασιζόμουν στην καρδιά των ξένων, στην καλοσύνη των αγνώστων». Φαίνεται να μην μπορεί να βρει αυτό που θέλει σε κοντινούς του ανθρώπους και να θεωρεί πιο πιθανό να το βρει σε κάποιον τον οποίο δεν γνωρίζει καν.
Προσπαθώ να μην σπάω μπάλες, να παριστάνω τον δραματουργό ενώ μου έχει ζητηθεί να είμαι μόνο ηθοποιός. Πολλές φορές μπορεί να πάει πολύ άσχημα, ειδικά όταν έχεις πρεμούρα και πιστεύεις πως ακούς συνέχεια λάθη και ότι εσύ θα το έκανες καλύτερα. Η καλύτερη εκδοχή είναι να αποδεχτείς ότι δεν χρειάζεται να κάνεις τόσα πολλά πράγματα, δεν είναι όλα στο χέρι σου. Είσαι ένα μέσον για να περάσει ένα ωραίο κείμενο μέσα από αυτό. Επίσης, όταν έχεις λίγο σκηνοθετική αντίληψη, η καλή εκδοχή των πραγμάτων είναι ότι γνωρίζεις πως δεν περιστρέφεται όλος ο κόσμος γύρω από εσένα και ότι είναι ωραίο να είσαι μέρος μιας μεγαλύτερης εικόνας.
Είναι θέμα ελέγχου; Είναι θέμα μιας πιο σφαιρικής αντίληψης του τι κομμάτι της σύνθεσης είσαι. Οπότε έτσι ξέρεις ότι λειτουργείς συνθετικά. Αυτή είναι η καλή εκδοχή. Η κακή εκδοχή είναι ότι δεν ησυχάζεις ποτέ και σκέφτεσαι ότι εσύ θα το έκανε αλλιώς.
Στο «Οξυγόνο» στην Στέγη, δυστυχώς δεν θα είμαι εκεί πάρα πολύ. Κάνω δραματουργία όμως. Σε αυτή τη συνθήκη δεν μπορώ να είμαι δυστυχώς πάρα πολύ στις πρόβες. Έκανα κυρίως προεργασία με τον Γιώργο, αλλά είναι ένα έργο που ήθελε πολύ όχι μόνο να βάλεις χέρι αλλά να το καταλάβεις γιατί είναι πάρα πολύ παράδοξο αυτό που έχει κάνει. Και σαν γραφή, αλλά και σαν δρώμενο, είναι πολύ sui generis – το τι παράσταση είναι. Δεν είναι θεατρικό έργο. Οπότε πήρε πάρα πολύ καιρό για να καταλάβουμε τι επιχειρεί ο συγγραφέας και μετά να αρχίσουμε να βάζουμε χέρι για να το προσαρμόσουμε στη δική μας βούληση, στη δική μας ανάγνωση, στο σήμερα, στο τι θα γίνει στην Ελλάδα. Οπότε κάποια inside ρώσικα «φύγανε» καθώς δεν θα γίνονταν αντιληπτά.
Και μετά τι άλλο θα κάνεις; Η παρέα των Παικτών θα ανεβάσουμε καινούργιο έργο, δικό μου. Το Merde! θα ανέβει τον Ιανουάριο στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Θα συν-σκηνοθετήσουμε με τον Κουτλή και θα παίξουμε ο Ηλίας, ο Αλέξανδρος, ο Γιάννης, εγώ, θα είναι και ο Νίκος Καραθάνος. Είναι ένα έργο γραμμένο προς τιμήν της κωμωδίας.
O Βασίλης Μαγουλιώτης εμφανίζεται στην παράσταση «Λεωφορείο ο Πόθος» του Τενεσί Ούλιαμς, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καρατζά (Θέατρο Προσκήνιο) και έχει κάνει την δραματουργική επεξεργασία στην «Αμφιβολία» του John Patrick Shanley σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου (Θέατρο Δημήτρης Χόρν) και στο Οξυγόνο του Ivan Vyrypaev σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή (Στέγη). Τον Ιανουάριο, το νέο του έργο Merde! θα ανέβει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, σε σκηνοθεσία δική του και του Γιώργου Κουτλή