Το δυστοπικό θεατρικό έργο του Tiago Rodrigues, καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ της Αβινιόν, θίγει το φλέγον θέμα της εποχής: Τι σημαίνει φασισμός; Tο έργο “Η Καταρίνα και η ομορφιά να σκοτώνεις φασίστες” που ανεβαίνει αυτές τις μέρες στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση απαντά το ερώτημα και κερδίζει το στοίχημα της αναστάτωσης.
Αν κάποιοι εκλάβουν την παράσταση ως μανιφέστο, πρόκειται για ένα μανιφέστο που συνοψίζει τη σημασία του θεάτρου στη σημερινή κοινωνία. Μπορεί το θέατρο να μας βγάλει από την απάθεια; Μπορεί να μας βάλει σε σκέψεις για τη δημιουργία μιας καλύτερης κοινωνίας; Τα ερωτήματα αυτά αποτελούν τον πυρήνα της ιδέας πίσω από αυτό το έργο του Τιάγκο Ροντρίγκες, το οποίο αναδεικνύει την κριτική σκέψη που πολύ συχνά βλέπουμε να αντικαθίσταται από μια δήθεν ουδετερότητα για τρέχοντα κοινωνικά ζητήματα. Και ο δημιουργός μας καλεί να αντιδράσουμε.
Με αφορμή την παράσταση μιλήσαμε με τον καλλιτέχνη που μόλις στα 20 του χρόνια έγινε μέλος της πρωτοποριακής βελγικής κολεκτίβας tg STAN, ιδρύσε στα 26 του τον θίασο “Mundo Perfeito” μαζί με τη Magda Bizarro και πλέον συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πλέον διακεκριμένους θεατρικούς δημιουργούς της Πορτογαλίας. Για την ακροδεξιά, τον φασισμό και το θέατρό του, που είναι πολιτικό και ποιητικό, και διαπλέκει ιστορικά γεγονότα με κοινωνικά φαινόμενα.
Τι συνιστά για σένα φασισμό στις μέρες μας;
Για μένα και πολλούς ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, η λέξη “φασισμός” χρησιμοποιείται επιστημονικά με λάθος τρόπο. Αν αποκαλείς τον Μπολσονάρο στη Βραζιλία φασίστα, είναι κάπως λάθος. Ιστορικά πρέπει να δεις τον φασισμό σαν κίνημα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, με διαφορές σε διαφορετικές χώρες προφανώς. Σύμφωνα όμως με τις κοινωνικές και τις πολιτικές επιστήμες, για να χαρακτηριστεί κάτι φασιστικό πρέπει να έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Όμως δίνω την άδεια στον εαυτό μου να χρησιμοποιώ τον όρο “φασίστας” με επιστημονικά λάθος τρόπο για τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, γιατί άλλες λέξεις που θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν αυτά τα ακροδεξιά κινήματα που εμπνέονται από τον φασισμό έχουν πλέουν κανονικοποιηθεί. Όταν λες ακροδεξιά, όταν λες ριζοσπαστικός εθνικισμός, όταν λες σοβινισμός, όταν λες εθνικισμός ή πατριωτισμός, όταν λες κάποιες λέξεις όπως λαϊκισμός, αυτά έχουν γίνει κομμάτι του τόξου της ψήφου του κόσμου. Έχουμε κανονικοποιήσει τις λέξεις αυτές, δυστυχώς. Ο φασισμός πονάει ακόμα. Οπότε όποιον αποκαλείς φασίστα, τον πονάς. Για αυτό χρησιμοποιούμε τη λέξη φασίστας, γιατί οι άλλες λέξεις δεν θεωρούνται πλέον προσβολές. Μπορεί να μην είναι σωστό επιστημονικά, αλλά σαν πολίτης το θεωρώ σωστό.
Πώς “Η Καταρίνα και η ομορφιά να σκοτώνεις φασίστες” συνδέεται με το αντιφασιστικό θέατρο;
Το έργο έχει μεγάλη διασύνδεση με το κοινό. Ειδικά το τελευταίο μισάωρο θολώνει τα όρια της σχέσης σκηνής και κοινού. Το κοινό έχει πολύ έντονη αντίδραση σε αυτό. Μερικές φορές προσβλητική. Μερικές φορές προσπαθούν να ανέβουν στη σκηνή. Είναι ένα έργο που αμφισβητεί τη θέση του κοινού και τη γραμμή μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Είναι μεγάλο κομμάτι της καριέρας μου. Έχω ζήσει στιγμές με αυτό το έργο που δεν είχα ξαναζήσει ως καλλιτέχνης και δεν περίμενα να ζήσω. Έντονες, προβληματικές, φανταστικές. Για μένα ήταν σημαντικό και επείγον να το μοιραστώ την εποχή που το ζούμε. Είναι μια πορτογαλική ιστορία, αλλά με αυτή μπορούν να ταυτιστούν άνθρωποι στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο. Σχετίζεται με τη δικτατορία στην Πορτογαλία, αλλά πολλοί άνθρωποι στην Ευρώπη μπορούν να δουν στοιχεία στη δική τους πραγματικότητα και αυτό προκαλεί συζητήσεις σε κάθε χώρα.
Στην Πορτογαλία, πριν ανέβει καν το έργο, υπήρξε έντονος διάλογος. Νόμιζα γενικά ότι το να είσαι αντιφασίστας θα έπρεπε να είναι το ένα πράγμα στο οποίο όλοι οι δημοκρατικοί άνθρωποι θα συμφωνούσαν 100%, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, αλλά είναι περίεργο που δεν είναι έτσι. Όχι, όλοι οι δημοκρατικοί άνθρωποι ή όλοι όσοι ζουν σε δημοκρατία συμφωνούν ότι θα έπρεπε να ζουν με αυτό το πολίτευμα. Αυτό είναι μέρος της δημοκρατίας βέβαια. Έτσι, το έργο ήταν πολύσυζητημένο στην Πορτογαλία πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος του. Στην Ιταλία, υπήρξε μια προσπάθεια λογοκρισίας από το κόμμα Fratelli d’Italia, που την περίοδο που το παρουσιάσαμε δεν ήταν ακόμη στην εξουσία και τώρα είναι στην κυβέρνηση. Επιστρέψαμε στην Ιταλία αφού το Fratelli d’Italia μπήκε στην κυβέρνηση, και πάλι υπήρξε αντίθεση, αλλά και πάλι δεν λογοκρίθηκε και παρουσιάστηκε. Φυσικά, προκάλεσε αντιδράσεις, όχι μόνο μέσα στο θέατρο, λόγω της σχέσης με το κοινό, αλλά και στη δημόσια σφαίρα. Αυτό το βρίσκω ενδιαφέρον, ότι το θέατρο δεν καταλαμβάνει μόνο τις σελίδες που αφιερώνονται σε αυτό σε μία εφημερίδα. Το θέατρο μπορεί να καταλαμβάνει και τις πολιτικές σελίδες ή τις κοινωνικές σελίδες. Για μένα, όταν συμβαίνει αυτό, όταν πηγαίνει στη δημόσια σφαίρα ο διάλογος, το βρίσκω ενδιαφέρον γιατί είναι ένας χώρος ελευθερίας και καλλιτεχνικής δημιουργίας και έτσι το θέατρο δεν απομονώνεται από την κοινωνία. Πιστεύω ότι οι καλλιτέχνες και η πολιτιστική ζωή ζουν στο κέντρο της δημοκρατικής κοινωνίας. Είναι μια είδους υπογραμμισμένη, ακόμα ισχυρότερη, εκδοχή της δημοκρατικής κοινωνίας. Και είναι σημαντικό να έχουμε έργα που μερικές φορές μπορούν να βγουν από τις πολιτιστικές σελίδες και να καταλάβουν άλλες σελίδες και άλλους χώρους στον διάλογο.
Πιστεύετε ότι το θέατρο μπορεί να μας βγάλει από την απάθεια; Και μπορεί το θέατρο να μας ωθεί να δημιουργήσουμε μια καλύτερη κοινωνία;
Δεν πιστεύω ότι το θέατρο είναι πολιτική πράξη, αλλά νομίζω ότι μπορεί να είναι o προθάλαμος της πολιτικής πράξης. Μπορεί να είναι το δωμάτιο πριν από το δωμάτιο όπου γίνεται πολιτική. Το δωμάτιο όπου σκέφτεσαι, αναρωτιέσαι, βλέπεις τον κόσμο μέσα από τα μάτια άλλων ανθρώπων, έρχεσαι σε επαφή με άλλες απόψεις. Έτσι, υπό αυτή την έννοια, νομίζω ότι το θέατρο είναι πάντα το μέρος του συλλογικού. Μετά από μια συλλογική εμπειρία όπου προσπαθούμε να δούμε τα πράγματα από την άποψη του άλλου, μπορεί να συμβούν πράγματα. Και μπορούμε να κοιτάξουμε την κοινωνία διαφορετικά. Και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε δράση. Φυσικά, μιλάμε για πιθανότητες. Δεν μιλάμε για βεβαιότητες.
Εγώ όταν κάνω θέατρο, δεν το κάνω επειδή θέλω να κάνω πολιτική. Όταν κάνω θέατρο, θέλω να κάνω θέατρο. Αν και το θέατρό μου είναι συχνά φορτισμένο από την πολιτική μου άποψη, αυτό που προσπαθώ να κάνω, στην πραγματικότητα, είναι θέατρο. Με ένα θεατρικό έργο όπως η “Η Καταρίνα και η ομορφιά να σκοτώνεις φασίστες”, ο διάλογος μπορεί να διεξαχθεί με διαφορετικό τρόπο. Το δίλημμα που προτείνω μέσα από τη φαντασία, ο τρόπος που διηγούμαι την ιστορία, δε θα μπορούσε ποτέ να ειπωθεί σε κοινοβούλιο ή σε πολιτική συγκέντρωση ή σε μία εφημερίδα από έναν δημοσιογράφο. Θα πήγαινες φυλακή αν έλεγες μερικά πράγματα που λέω στο έργο. Αλλά επειδή οι τέχνες και το θέατρο έχουν διαφορετικούς κανόνες, μερικές φορές μπορείς να λες δυσάρεστα πράγματα δυνατά επειδή είναι ένας χαρακτήρας. Δυσάρεστα, απαράδεκτα, ποινικά κολάσιμα πράγματα. Κάποιοι τείνουν να το ξεχνούν και αντιδρούν.
Το έργο λαμβάνει χώρα στο Alentejo. Μια αγροτική περιοχή όπου ζούσαν πολλοί εργάτες, οπότε οι κομμουνιστικές και επαναστατικές ιδέες διαδόθηκαν πιο εύκολα λόγω της μαζικής ανισότητας που υπήρχε εκεί. Επίσης υπάρχει μια ιστορική νύξη, ότι οι κοινωνικές επαναστάσεις ξεκινούν γενικά από τους αστούς. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά, στο παρόν, πιστεύετε ότι ο λαός σώζει τον λαό; Ή περιμένουμε πνευματικούς σωτήρες να μας εμπνεύσουν και να φέρουν μια επανάσταση στις μέρες μας, καθώς ζούμε ξανά σε μια εποχή με τεράστιες ανισότητες;
Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Φοβάμαι ότι δεν είμαι επαρκώς προετοιμασμένος για να σας δώσω μια θεμελιωμένη απάντηση. Μπορώ μόνο να μοιραστώ κάποιες εντυπώσεις. Νομίζω, φυσικά, ότι τα δημογραφικά στοιχεία σήμερα είναι πολύ διαφορετικά από τον 20ο αιώνα. Όταν η Καταρίνα, η πραγματική ιστορική φυσιογνωμία στην οποία βασίστηκε αυτό το έργο, δολοφονήθηκε από τη δικτατορία το 1954, αυτό έγινε επειδή απαιτούσε να πληρώνεται το ίδιο με τους άνδρες. Και η διαδήλωση που οργάνωσε, κατά την οποία δολοφονήθηκε, αποτελούνταν από 14 γυναίκες. Όχι 15, όχι 13, 14 γυναίκες. Και παρόλο που ήταν απλώς μια μικρή ομάδα γυναικών στους δρόμους ενός χωριού, ένιωσαν την καταπίεση και εκείνη δολοφονήθηκε. Και έτσι έγινε το σύμβολο για τον αντιφασισμό, τον φεμινιστικό αντιφασισμό, ακόμη και πριν ο φεμινισμός ως κίνημα υπάρξει στην Πορτογαλία. Αλλά ήταν μια πολύ διαφορετική εποχή, φυσικά. Πολλοί άνθρωποι ζούσαν από τη γεωργία. Οι πόλεις δεν ήταν τόσο πυκνοκατοικημένες. Υπήρχε, φυσικά, μια διαφορά και μια ισορροπία μεταξύ των πολιτικών κινημάτων στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Αλλά υπήρχαν πολύ περισσότεροι άνθρωποι στην ύπαιθρο. Έτσι, οι ανισότητες, οι τεράστιες ανισότητες ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος στην αγροτική ύπαιθρο ήταν ακόμη πιο δύσκολες, επειδή δεν υπήρχε πρόσβαση σε υγεία, σε κατοικία, κλπ. Ήσουν σχεδόν σε ένα φεουδαρχικό σύστημα, γιατί υπήρχε η δικτατορία αλλά και ο ιδιοκτήτης των εκτάσεων και δεν κατείχες γη εσύ. Νομίζω ότι αυτό δημιούργησε, όχι μόνο στην Πορτογαλία αλλά και σε πολλές χώρες της Ευρώπης, ένα είδος κομμουνιστικού ή κοντινού σε κομμουνιστικό κίνημα ή σοσιαλιστικού κινήματος αγροτικών εργατών που είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά από, για παράδειγμα, τα κινήματα που προήλθαν από τη βιομηχανία και από τις μεγάλες πόλεις, γιατί ανταποκρίνονταν σε διαφορετικές ανάγκες.
Πιστεύω, φυσικά, στην αλλαγή από την κοινωνία, ως μια πιο βαθιά αλλαγή, παρά στην τυπική αναμονή για τον Μεσσία που πολλές κοινωνίες φαίνονται να επιθυμούν. Στην Πορτογαλία, είμαστε ακόμα μια κοινωνία που βασίζεται πολύ στην αναμονή του Μεσσία, περιμένοντας τον σωτήρα που θα έρθει και θα αλλάξει τα πράγματα προς το καλύτερο. Είτε έχεις συντηρητική αντίληψη της κοινωνίας είτε απολυταρχική είτε πολύ προοδευτική αντίληψη, η πλειονότητα των ανθρώπων περιμένει κάποιον να είναι ο ηγέτης. Φυσικά, πιστεύω ότι τα κοινωνικά κινήματα θα ήταν πιο αποτελεσματικά επειδή είναι πιο μακροπρόθεσμα, αλλά επίσης πιστεύω ότι χρειάζεστε και πολιτική ηγεσία που επιβεβαιώνει αυτήν την αλλαγή. Προσπαθώντας να απαντήσω στην ερώτησή, θα έλεγα ότι ο ιδανικός κόσμος έχει και τα δύο. Διαθέτει πολιτική ηγεσία που μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των κοινωνικών κινημάτων που οφείλουν να υπάρχουν. Νομίζω ότι αυτό είναι πιθανότατα το πρόβλημα πολλών από τις δημοκρατίες μας. Είναι η αποσύνδεση, η έλλειψη αντιπροσωπευτικότητας που μπορεί να χαρακτηρίζει ακόμα και τους πιο προοδευτικούς πολιτικούς. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι, που νιώθουν παραμελημένοι, που νιώθουν ότι το σύστημα δεν τους σκέφτεται, δεν είναι οργανωμένο για αυτούς. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που είναι πιο ευάλωτοι σε λαϊκιστικά κινήματα που εκμεταλλεύονται τον φόβο, δημιουργούν απειλές ότι οι ξένοι θα έρθουν και θα πάρουν τις δουλειές και θα καταλάβουν τα θεσμικά όργανα, απειλές βίας και ανασφάλειας και κάνουν τα πάντα για να πάρουν ψήφους. Νομίζω ότι όσοι νιώθουν ότι παραμελούνται κοινωνικά είναι πιο πιθανό να συνδεθούν, ακόμη κι αν δεν υποστηρίζουν τις ίδιες ιδέες, με τους λαϊκιστές που λένε ότι είναι η φωνή του λαού.
Τα τελευταία λεπτά μίλησα σαν να ήμουν πολιτικός, το οποίο δεν είμαι. Είμαι απλά ένας καλλιτέχνης, έτσι δεν είμαι πολύ βέβαιος για αυτά που είπα.
Νομίζετε ότι εμείς, οι άνθρωποι του κόσμου, έχουμε γίνει υπερβολικά ανεκτικοί ή αδιάφοροι στις αντιδράσεις μας; Είμαστε απλώς σιωπηλοί θεατές όλων όσα συμβαίνουν στον κόσμο;
Πιθανόν να μην είμαστε τόσο παθητικοί όσο αισθανόμαστε. Ωστόσο, πιστεύω ότι είναι υγιές να αισθανόμαστε ότι θα έπρεπε να κάνουμε πολύ περισσότερα για τον κόσμο, για άλλους ανθρώπους, για τις συγκρούσεις, για όσους χρειάζονται βοήθεια. Νομίζω ότι αυτό δείχνει ότι είμαστε ενήμεροι για τα προβλήματα του κόσμου, ότι δεν είμαστε τυφλοί σε αυτές τις αδικίες και ότι νιώθουμε ότι είτε συμβαίνουν στη γειτονιά μας, είτε συμβαίνουν σε άλλη ήπειρο, μπορούμε να εμπλακούμε.
Δεν είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι το να γράφεις ή να μιλάς για τα προβλήματα αντί να πας εκεί και να παλέψεις είναι άχρηστο. Νομίζω ότι ο τρόπος που μιλάμε, γράφουμε και μοιραζόμαστε απόψεις για τα προβλήματα στον κόσμο διαμορφώνει τον κόσμο, διαμορφώνει την άποψη άλλων για τον κόσμο. Έτσι, είμαι αυτός που θα λέει πάντα: μην νιώθετε ότι κάνετε πολύ λίγα απλώς γράφοντας μερικές λέξεις σχετικά με κάτι σε κοινωνικά δίκτυα ή ένα άρθρο σε μια εφημερίδα ή λέγοντας δυο προτάσεις στο ραδιόφωνο ή την τηλεόραση. Μην νιώθετε ότι είναι πολύ λίγα. Και μην παραξηγιέστε αν σας κατηγορούν ότι αυτό δεν είναι αρκετό, επειδή δεν είναι αρκετό, είναι αλήθεια. Θα έχουν δίκιο. Ξέρω ότι δεν είναι αρκετό, αλλά θα είναι πάντα καλύτερο από το να φοβάστε να μιλήσετε για αυτά τα ζητήματα. 10.000 άνθρωποι που ασχολούνται με ένα θέμα σε πολλά μέρη του κόσμου διαμορφώνουν την άποψη του κόσμου για αυτό το θέμα ακόμα κι αν δεν είναι κοντά του. Νομίζω ότι η δημόσια άποψη είναι εξαιρετικά σημαντική. Και η δημόσια άποψη διαμορφώνεται από αυτούς που μιλούν, όχι από αυτούς που ακούν. Νομίζω ότι οι τέχνες επίσης συνεισφέρουν με αυτόν τον τρόπο.
Ποιες είναι για εσάς οι πιο σημαντικές αξίες που πρέπει να υπερασπιστούμε σήμερα;
Ελευθερία, δικαιοσύνη, ισότητα. Ναι. Δεν λέω ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα. Αλλά αφού ζω στη Γαλλία τώρα, θα μπορούσα να πω και αυτές. Ζούμε σε ένα κόσμο που δεν υπάρχουν εγγυήσεις για την ειρήνη πουθενά. Ζούμε σε έναν κόσμο που πράγματα που φαινόντουσαν αδύνατα έγιναν πιθανά. Για μένα το πιο σημαντικό είναι η ιερή αξία της ζωής. Κάθε μια ζωή πρέπει να έχει την ίδια αξία. Δυστυχώς, αυτό δεν συμβαίνει στον πλανήτη μας. Επομένως, η υπεράσπιση αυτής της αξίας είναι το πιο σημαντικό. Μια μητέρα στη Ρουάντα, μια μητέρα στη Γάζα, μια μητέρα στην Ουκρανία ή μια μητέρα στο Παρίσι πονάνε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο όταν πεθαίνει το παιδί τους. Ακριβώς τον ίδιο τρόπο. Η αξία της ζωής θα έπρεπε να ιερή για όλους τους ανθρώπους.
Πώς κρίνεις την άνοδο της ακροδεξιάς;
Ο πατέρας μου ήταν δημοσιογράφος. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, εκδιώχθηκε στο Παρίσι στα 60s για να αποφύγει την πολιτική αστυνομία και τον αποικιακό πόλεμο, όπου ο αδελφός του, ο θείος μου, είχε πεθάνει πολεμώντας. Εγκατέλειψε τον πόλεμο, πήγε στη Γαλλία και επέστρεψε αργότερα λίγο πριν από την επανάσταση. Η μητέρα μου ήταν εμπλεκόμενη με το κομμουνιστικό κόμμα και παρέμεινε στο κόμμα και μετά την επιστροφή στη δημοκρατία για πολύ καιρό. Αν και οι δύο ανήκαν σε οικογένειες που δεν ήταν απαραίτητα πολιτικά ενεργές, και οι δύο τους ήταν έντονα πολιτικοποιημένοι και αυτό φυσικά με επηρέασε και επηρέασε την εκπαίδευσή μου, την αντίληψή μου για τον κόσμο και φυσικά πιθανόν και τον τρόπο με τον οποίο κάνω θέατρο. Φυσικά, παρακολουθώ τον τρομακτικό χώρο που καταλαμβάνει η ακροδεξιά, το βλέπω ως ένα ολοένα και πιο οργανωμένο διεθνές κίνημα και συνδέεται μεταξύ των χωρών. Έτσι, υπό αυτήν την έννοια, νομίζω ότι δεν είναι υπερβολικό να μιλάμε για μια απειλή για τη δημοκρατία παγκόσμια.
Ακολουθείτε το κοινωνικό κίνημα στη Λισαβόνα για τη στεγαστική κρίση;
Είναι ένα ισχυρό κοινωνικό κίνημα που αναπτύσσεται εδώ και μερικά χρόνια και έχει πολύ έντονη δράση. Θα έλεγα ότι το παρακολουθώ από απόσταση, επειδή ζω στη Γαλλία. Είναι όμως το πιο “καυτό” και πολυσυζητημένο θέμα στην Πορτογαλία. Είναι ένας συνδυασμός πολλών ζητημάτων. Είναι μια συνάντηση του τρόπου που έχει αναπτυχθεί η οικονομία, που είναι σχεδόν αποκλειστικά βασισμένη στον τουρισμό. Είναι επίσης, ξέρετε, ένα ζήτημα που άπτεται του τρόπου που οι πόλεις και η κοινωνία αναπτύσσονται και πόσο δίκαια φορολογούνται οι κοινωνικές ομάδες. Συζητείται κυρίως ως ένα εσωτερικό ζήτημα που σχετίζεται με τον τουρισμό και το gentrification, αλλά νομίζω ότι είναι το πιο επείγον, σημαντικό πολιτικό ζήτημα των τελευταίων μηνών. Υπάρχει μια μεταρρύθμιση σε ένα σύνολο νόμων που συζητείται και εγκρίνεται για το μέλλον που είναι πολύ σημαντική. Είναι ένα μεγάλο μεγάλο θέμα. Και φυσικά, για όσους από εμάς ζουν ή ζούσαν στη Λισαβόνα και το Πόρτο, είναι ένα πολύ απτό ζήτημα επειδή το βλέπουμε στην καθημερινή μας ζωή στον δρόμο, πώς αλλάζει η πόλη, πώς δημοφιλείς συνοικίες εκτοπίζουν τους κατοίκους τους στα προάστια, πώς υπάρχει μια είδους κοινωνική ομοιομορφία που αρχίζει να επιβάλλεται στο ιστορικό κέντρο της πόλης.