Η αγάπη πάντα θριαμβεύει. Ή μήπως όχι; Ο Τελευταίος Ασπροκόρακας, η κωμωδία-ορόσημο του σπουδαίου Αλέξη Σολομού, έχει απαντήσει από παλιά. Ή μήπως όχι; Μια νέα εκδοχή πάνω στην υποκρισία της μεγαλοαστικής τάξης αλλά και της ελληνικής «αγίας οικογένειας» καλείται να πάρει μια ακόμη θέση. Ίσως διαφορετική. Μπορεί όμως και όχι.
Το έργο του σπουδαίου σκηνοθέτη, συγγραφέα και θεωρητικού του θεάτρου, είναι μια κωμωδία βαθιά σαρκαστική. Οι Ασπροκόρακες, τα τελευταία μέλη μιας μεγαλοαστικής ελληνικής οικογένειας με περισπούδαστα επιτεύγματα, συνέρχονται σε οικογενειακό συμβούλιο γύρω από το επιβλητικό άγαλμα του αείμνηστου Ευστάθιου Ασπροκόρακα, του βιολόγου που αφιέρωσε τη ζωή του στην ανακάλυψη της πεντάποδης μύγας «Ασπροκόρακα». Το συμβούλιο της οικογένειας αναθέτει στον γιο, Νικηφόρο Ασπροκόρακα, να συνεχίσει τις έρευνες για τον εντοπισμό του σπάνιου εντόμου. Αλίμονο! Ο Νικηφόρος αρνείται, διότι είναι ερωτευμένος με τη Ρόζα, μια νέα που εργάζεται τις νύχτες σε κέντρο αμφιβόλου ηθικής. Απ’ τη μια πλευρά ένα αυστηρό σπίτι κι απ’ την άλλη ένα κέντρο γεμάτο μουσική και χορό. Ποιος θα βγει άραγε νικητής; Η αγάπη ή το καθήκον;
Ο Αλέξης Σολομός έγραψε την κωμωδία Ο τελευταίος Ασπροκόρακας το 1943, έπειτα από αίτημα του Κάρολου Κουν, που τη σκηνοθέτησε έναν χρόνο αργότερα στο θέατρο Τέχνης. Βρισκόμαστε στο τέλος της Κατοχής, μιας εποχής καταπίεσης και «ανθρωποφαγίας». Τι μας θυμίζουν άραγε όλα αυτά; 81 χρόνια μετά, το έργο παίρνει σάρκα και οστά στο Εθνικό Θέατρο σε μια παράσταση αλληγορική, χιουμοριστική και ταυτόχρονα καυστική.
Πόσο μας αφορά όμως ένα έργο που γράφτηκε τόσα χρόνια πριν; Τι μπορεί να γίνει αν η αγάπη εκλείψει; Και η σκληρότητα την αντικαταστήσει; Τι μηνύματα κρύβει μια παράσταση που τολμά να σχολιάσει τα κακώς μας κείμενα; Αυτά και άλλα ερωτήματα ειδικού και γενικότερου χαρακτήρα θέσαμε στην θεατρική οικογένεια του Τελυταίου Ασπροκόρακα και αυτή μας απάντησε. Με την ίδια ευφράδεια και απολαυστικότητα που την χαρακτηρίζει και επι σκηνής
Γιατί θα προτείνατε σε κάποιον να δει τον Τελευταίο Ασπροκόρακα;
Αξιότιμο κοινό. Θα θέλατε να δείτε μια ελληνική κωμωδία, που αν και γραμμένη περί τα 1943 η εφηβική της καρδιά χτυπά δυνατά; Που θα σας κάνει να γελάσετε, να σκεφτείτε και να συγκινηθείτε με την ανθρώπινη φύση; Που κάπου εκεί μέσα ίσως δείτε τον εαυτό σας ή κάποιο μέλος της οικογένειάς σας να σας κλείνει το μάτι; Που είναι μια προσεγμένη παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, φτιαγμένη με πολύ αγάπη από εμάς για εσάς; Αν ναι, σας προτείνω να δείτε την παράσταση με τις περιπέτειες της οικογένειας των Ασπροκοράκων (και όχι μόνο). Με τον τίτλο αυτής: “Ο τελευταίος Ασπροκορακας” του Αλέξη Σολομού.
Πιστεύετε ότι η αγάπη μπορεί τελικά να θριαμβεύσει, όπως θέτει το ερώτημα η παράσταση;
Από Wikipedia: «Η αγάπη είναι ένα συναίσθημα έντονης στοργής και προσωπικής αφοσίωσης. Στην Φιλοσοφία, είναι αρετή που εκπροσωπεί την ανθρώπινη ευγένεια, συμπόνια και στοργή». Η αγάπη έχει πίστη, υπομονή και φροντίδα. Η αγάπη μπορεί, έχει την δύναμη και την διάθεση, αν θέλετε, να ανατροφοδοτησει, να επουλώσει, να θεραπεύσει. Έχει στον πυρήνα της την αποδοχή. Και για να απαντήσω στο ερώτημά σας, μπορεί να θριαμβεύσει μόνο και εάν και εφόσον εμείς της δώσουμε τον χρόνο, τον χώρο και την θέση που της αξίζει.
Πώς πιστεύετε ότι θα ήταν οι Ασπροκόρακες αν ζούσαν στο 2024; Θα έμοιαζαν αρκετά σε αυτούς της παράστασής μας. Για την ακρίβεια πιστεύω, πως οι Ασπροκόρακες ζουν ανάμεσά μας. Ίσως να μην λέγονται Ασπροκόρακες , αλλά σίγουρα κατακλύζονται από την ίδια επιθυμία να προφυλάξουν και διατηρήσουν στους αιώνες, το όποιο σπουδαίο επίθετο διαθέτουν. Ο Αλέξης Σολομός έχει δημιουργήσει ένα υπέροχο έργο που αποτυπώνει τη διαχρονική, καθώς φαίνεται, ανάγκη των ανθρώπων να διατηρήσουν το «’Ονομα». Όμως αυτή η ανάγκη, όταν την επικοινωνούμε τόσο εμμονικά , όπως κάνουν οι χαρακτήρες του έργου μας, αντί να φέρνει κοντά μια οικογένεια, καταφέρνει να την αποξενώνει ολοκληρωτικά σε σημείο που να αναρωτιέται κανείς αν άξιζε το τίμημα ένα «Όνομα».
Αν οι Ασπροκόρακες ήταν ένα τραγούδι, ποιο θα ήταν; Θα έλεγα το «Nature boy» του Nat King Cole. Αν και νομίζω πως το τραγούδι αυτό περιγράφει καλύτερα τον Νικηφόρο Ασπροκορακα και όχι όλη την οικογένεια των Ασπροκοράκων, καθώς μιλάει για ένα ντροπαλό και ιδιαίτερο αγόρι. Ιδιαίτερα θεωρώ ότι του ταιριάζει ο τελευταίος στίχος που λέει ότι το σπουδαιότερο πράγμα που μπορείς να μάθεις στη ζωή είναι να αγαπάς και να δέχεσαι πίσω αγάπη. Βέβαια κάθε Ασπροκόρακας είναι διαφορετικός οπότε φαντάζομαι τον Κλεάνθη να κάνει την πρωινή του γυμναστική ακούγοντας το “Let’s get physical” της Olivia Newton John.
Υπήρξε κάποια στιγμή στις πρόβες που σας έκανε να δείτε την παράσταση αλλιώς; Είμαι πολύ χαρούμενος που συμμετέχω σε αυτήν την παράσταση. Συμμετέχω στο Φόρο Τιμής στη Μνήμη ενός σπουδαίου θεατρανθρώπου, συνεργάζομαι με μια χαρισματική σκηνοθέτιδα της νεότερης γενιάς και μαζί απολαμβάνω το σκηνικό παιχνίδι με μια ξεχωριστή ταλαντούχα ομάδα ηθοποιών! Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Το έργο ήταν μια αποκάλυψη για μένα όταν- ήδη λίγες μέρες μετά την πρώτη Ανάγνωση- η Έλενα το φώτισε με τη δική της ευαισθησία και γνώση και άρχισε να το μπολιάζει με τις εμπνεύσεις της.
Πώς προέκυψε η συνεργασία σας σε αυτή την παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου; Με την Έλενα Μαυρίδου συνεργαζόμαστε το τελευταίο διάστημα στον εκπαιδευτικό τομέα, μέσω της δραματικής σχολής της Αγίας Βαρβάρας. Υπάρχει αλληλοσεβασμός, αμοιβαία εκτίμηση και κοινές αγωνίες για τη δουλειά μας. Όταν μου πρότεινε το έργο χάρηκα ιδιαίτερα, γιατί η κωμωδία και ειδικά το χιούμορ στη σκηνή, είναι ίσως η πιο σημαντική αναζήτησή μου το τελευταίο διάστημα.
Ποιες ήταν οι πρώτες σας σκέψεις; Όταν διάβασα το έργο, δεν το διάβασα απλώς, το «έφαγα» στην κυριολεξία. Εντυπωσιάστηκα τόσο πολύ από την οξυδέρκεια, τον ρυθμό, την πλοκή, τη δημιουργία χαρακτήρων και βέβαια το χιούμορ του Αλέξη Σολομού. Για εμένα ο Σολομός ήταν ένας «βαρύς βράχος» του ελληνικού θεάτρου και ήταν μια αποκάλυψη αυτή η πλευρά του. Με λίγα λόγια ενθουσιάστηκα. Ακόμα περισσότερο με συγκίνησε το ότι το έργο αυτό που στηλιτεύει την άρχουσα και υψηλή κοινωνία, το γράφει μέσα στην κατοχή.
Ποια είναι η δική σας άποψη για την «ανατρεπτική εκδοχή» του έργου σε αυτή την παράσταση; Μα δεν υπάρχει άποψη, παρά μόνον υπεράσπιση. Αυτό πρέπει να κάνει ο ηθοποιός. Η συγκεκριμένη παράσταση βάζει ως προαπαιτούμενο την εξωτερίκευση, την ακρίβεια και τον ρυθμό, λόγω της φόρμας με την οποία έχει αντιμετωπιστεί από την Έλενα Μαυρίδου. Όταν επιτυγχάνεται αυτό η σχέση με τους θεατές είναι υπέροχη.
Υπάρχει κάποιο line από το έργο που θα μπορούσε να γίνει το μότο σας; Μια φράση που μου αρέσει πολύ και πιστεύω πως εμπεριέχει το νόημα του έργου είναι εκείνη του Νικηφόρου, που λέει: «Δεν είμαι ο τελευταίος της γενιάς σας , είμαι ο πρώτος της δικιάς μου».
Αν μπορούσατε να συνομιλήσετε με τον Αλέξη Σολομό, τι θα θέλατε να τον ρωτήσετε ή να του πείτε για αυτό το έργο του; Σε μια συνέντευξή του ο Αλέξης Σολομός συμφωνεί με μια κριτική που γράφτηκε εκείνη την εποχή, η οποία έλεγε ότι θα έπρεπε να έχει σκίσει το έργο προτού ανέβει στο θέατρο. Αν μπορούσα λοιπόν να επικοινωνήσω με τον Αλέξη Σολομό θα τον καλούσα να έρθει να δει την παράσταση και στην συνέχεια θα ήθελα να ακούσω την άποψή του για αυτό που είδε. Πιστεύω πως με την παράστασή μας θα άλλαζε γνώμη για το έργο του.
Πώς προσεγγίσατε την “ανθρωποφαγία” και την υποκρισία που καυτηριάζει το έργο; Στην παράσταση η ανθρωποφαγία απεικονίζεται κυριολεκτικά με ανθρώπινα μέλη, που υπάρχουν σε αυτό το σύμπαν σαν κάτι δεδομένο και απολύτως φυσιολογικό. Αντλώντας στοιχεία της μαύρης κωμωδίας η υποκρισία και η ανθρωποφαγία προσεγγίζονται με χιούμορ και σαρκασμό. Οι Ασπροκόρακες είναι μια παθογενής ελληνική οικογένεια. Νιώθουν υπερήφανοι για τα επιτεύγματα των προγόνων τους και θα κάνουν τα πάντα για να διατηρήσουν τη φήμη του οικογενειακού τους ονόματος αναλλοίωτη από γενιά σε γενιά. Θα πατήσουν επί πτωμάτων και θα κρατήσουν όλα τα μέλη της οικογένειας ασφυκτικά εγκλωβισμένα και απομακρυσμένα από κάθε προσωπική επιθυμία, στο βωμό της διατήρησης αυτού του «ονόματος».
Αν έπρεπε να περιγράψετε την παράσταση με τρεις λέξεις, ποιες θα ήταν αυτές; Σουρεαλιστική, κωμική, διασκεδαστική
Τι σας έκανε περισσότερο εντύπωση στο κείμενο; Κάτι που ίσως δεν περιμένατε να βρείτε σε ένα έργο γραμμένο το 1943. Το έργο γραμμένο την περίοδο της κατοχής καταπιάνεται με την αστική τάξη και την ικανότητα της να επιβιώνει τρώγοντας τον ίδιο της τον εαυτό. Στο σκοτεινό αυτό περιβάλλον αντιπαραβάλλει τον ανεπιτήδευτο έρωτα ενός ζευγαριού και την προσπάθειά του να επιβιώσει μέσα από την αγάπη. Ένα έργο αριστοτεχνικά γραμμένο προκειμένου να καυτηριάσει την αστική τάξη στην οποία ανήκε και ο ίδιος ο συγγραφέας που στο τέλος βάζει τον «τελευταίο ασπροκόρακα» να απαρνείται την οικογενειακή του ταυτότητα και να αποσχίζεται.
Το έργο γράφτηκε το 1943, σε μια περίοδο καταπίεσης. Βλέπετε κοινά σημεία με τη σημερινή κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα; Ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου τίποτα δεν είναι στο μέτρο του ανθρώπου. Υπάρχει μια τερατώδης δυσαναλογία μεταξύ του σώματος του ανθρώπου, του πνεύματος του ανθρώπου και των πραγμάτων που συγκροτούν σήμερα τα στοιχεία της ανθρώπινης ζωής. Τα πάντα βρίσκονται σε ανισορροπία και καμιά κοινωνική κατηγορία, ομάδα ή τάξη ανθρώπων δεν ξεφεύγει εντελώς από αυτήν. Αυτή η ανισορροπία είναι ουσιαστικά θέμα ποσότητας και ταχύτητας. Ο άνθρωπος δεν θα σταματήσει ποτέ να είναι καταπιεσμένος, για αυτό και η επανάσταση είναι στο DNA του. Όταν δεν είναι, υπάρχει πολύ σοβαρό πρόβλημα. Αν μάλιστα δούμε, ότι το παρόν οικονομικό καθεστώς εξάντλησε πλέον τις κατασκευαστικές του ικανότητες και λειτουργεί υπονομεύοντας ολοένα και περισσότερο τις υλικές βάσεις του, θα αντιληφθούμε, σε όλη την απλότητά της, την ουσία της απύθμενης αθλιότητας, στην οποία έχουμε καταδικάσει τις μελλοντικές γενιές.
Υπάρχει κάποιο μήνυμα μέσα στην παράσταση; Δεν πιστεύω στις παραστάσεις που περνάνε μηνύματα γιατί είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Όλοι σήμερα θέλουν να περάσουν και ένα μήνυμα, όλοι ξέρουν, όλοι καταλαβαίνουν τι έχει ανάγκη η κοινωνία. Ζούμε την εποχή της άποψης. Εγώ και οι θεατρικές μου επιλογές, επιλέγουμε σε αυτόν τον θόρυβο τη σιωπή. Θα δείτε μια παράσταση για την ελληνική οικογένεια, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει.
Πώς ήταν η συνεργασία με τη σκηνοθέτιδα Έλενα Μαυρίδου: Η Έλενα είναι μια σκηνοθέτιδα που γενναιόδωρα αφήνει στους ηθοποιούς της χώρο και χρόνο να πειραματιστούν, να δοκιμάσουν, να εκφραστούν. Δώσαμε μεγάλη έμφαση στην ενεργοποίηση και την εκφραστικότητα των σωμάτων αλλά και στην ειλικρίνεια της επαφής που έχουμε οι ηθοποιοί μεταξύ μας και αυτό το βρίσκω ταυτόχρονα, απαιτητικό και εξαιρετικά ουσιαστικό στην τέχνη μας.
Αν ο χαρακτήρας που υποδύεστε είχε social media, τι θα ανέβαζε μετά το οικογενειακό συμβούλιο; Η Ρόζα είναι ένα πνεύμα ελεύθερο, μια γυναίκα που εργάζεται σκληρά και ζει όπως της αρέσει. Μετά από μια συνάντηση με τους Ασπροκόρακες, μάλλον θα είχε ανάγκη από ηρεμία, ίσως θα πήγαινε μια βόλτα στη θάλασσα και θα ανέβαζε μια φωτογραφία από εκεί.