ΘΕΑΤΡΟ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Μάικλ Μπίλινγκτον: «Λείπει στην Αθήνα ένα μεγάλο θέατρο αποκλειστικά προσανατολισμένο στη συγγραφή σύγχρονων έργων»

Ο μακροβιότερος και επιδραστικότερος Βρετανός θεατρικός κριτικός, Μάικλ Μπίλινγκτον, αποτυπώνει τις εμβριθείς εντυπώσεις του για τη βρετανική και την παγκόσμια θεατρική παραγωγή στον Guardian από το 1971. Είχε επισκεφτεί την Αθήνα τον Ιανουάριο του 2020, λίγο πριν ξεσπάσει η πανδημία στην Ευρώπη, για να δει θεατρικές παραστάσεις. Η εμπειρία του τότε αποτυπώθηκε σε άρθρο του με τίτλο Triumph from tragedy: how Greece’s theatre roared out of a national crisis / Θρίαμβος μέσα από την τραγωδία: Πώς το ελληνικό θέατρο βγήκε βρυχώμενο από μια εθνική κρίση. Το συγκεκριμένο άρθρο είχε αναπαραχθεί τότε εκτεταμένα από τα ελληνικά μίντια.

Τρία χρόνια αργότερα και δύο εβδομάδες πριν, επέστρεψε στην ελληνική πρωτεύουσα για τον ίδιο λόγο, αυτή τη φορά προσκεκλημένος από το Εθνικό Θέατρο. Η νέα του θεατρική περιήγηση στις παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου και της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση καταγράφηκε στο πρόσφατο άρθρο του στον Guardian με τίτλο A wordless death, a dazzling new talent and a 50-day squat: is Athens the hotbed of European theatre? / Ένας βουβός θάνατος, ένα εκθαμβωτικό νέο ταλέντο και μία 50ήμερη κατάληψη: Είναι η Αθήνα το θερμοκήπιο του Ευρωπαϊκού θεάτρου;

Και στις δύο αυτές θεατρικές επισκέψεις του Μάικλ Μπίλινγκτον στην πόλη μας, είχα τη χαρά και την τιμή να τον συνοδεύω. Αυτή τη φορά η συζήτηση μαζί του ήταν περί θεάτρου, θανάτου, ζωής, πολιτικής και ποδοσφαίρου.

Τι εντυπώσεις αποκομίσατε από τη μετα-Covid αθηναϊκή θεατρική σκηνή, σε σύγκριση με την προ-Covid καλλιτεχνική παραγωγή;

Οι συνθήκες ήταν διαφορετικές το 2020 σε σχέση με το 2023. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις μου έκαναν εντύπωση η ενέργεια και η ποσότητα του αθηναϊκού θεάτρου. Όπως έχω πληροφορηθεί, στην Αθήνα και τότε και τώρα καταμετρώνται περίπου 1500 παραστάσεις τη σεζόν. Ακόμα και αν κάποιες από αυτές είναι μικρής κλίμακας, το μέγεθος της αθηναϊκής θεατρικής παραγωγής είναι εντυπωσιακό.

«Η δουλειά που παραμένει στη μνήμη μου είναι αυτή του Θεόδωρου Τερζόπουλου»

Ποια εμπειρία σας στη θεατρική Αθήνα έχει αποτυπωθεί μέσα σας και τι σας έλειψε από τον θεατρικό χάρτη της ελληνικής πρωτεύουσας;

Έχω επισκεφτεί την Αθήνα τρεις φορές τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Η δουλειά που παραμένει στη μνήμη μου είναι αυτή του Θεόδωρου Τερζόπουλου στο θέατρο Άττις. Αρχικά, είχα δει το «Αlarme» και μετά τη «Νόρα». Κάθε φορά εντυπωσιαζόμουν από τη δύναμη της εικόνας, την εκφραστική κίνηση και τις ερμηνείες μιας σπουδαίας ηθοποιού, της Σοφίας Χιλλ. Πραγματικά σοκάρομαι που ο Τερζόπουλος δεν έχει ποτέ προσκληθεί να δείξει τη δουλειά του στη Βρετανία, όπως ο ίδιος μου έχει πει.

Όσο γι’ αυτό που μου έλειψε από την αθηναϊκή σκηνή, είναι νέα έργα που μιλούν για τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν. Αλλά αυτό που θεωρώ ότι λείπει πραγματικά στην Αθήνα είναι ένα μεγάλο θέατρο αποκλειστικά προσανατολισμένο στη συγγραφή σύγχρονων έργων, όπως το Royal Court στο Λονδίνο.

Ο Michael Billington στο σκηνικό της παράστασης “Ευτυχισμένες Μέρες” στο θέατρο Άττις, 2020 © Ιωάννα Μπλάτσου

Τα αθηναϊκά θέατρα διανύουν μια εξόχως ανθηρή σεζόν φέτος, με πολλές soldout παραστάσεις – φαίνεται οι άνθρωποι όλων των ηλικιών δεν αντέχουν πια να είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους. Συμβαίνει το ίδιο και με τα θέατρα στο Λονδίνο;

Και στο Λονδίνο οι άνθρωποι ανυπομονούν να βγουν έξω, αλλά αυτό παίρνει διάφορες μορφές: πάνε στα θέατρα, στις παμπ, στα καφέ ή κάνουν ταξίδια στο εξωτερικό. Τα θέατρα στο Λονδίνο είναι πολύ ακριβά και οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να πηγαίνουν σε αυτά σε τακτική βάση. Το εισιτήριο μιας παράστασης στο Εθνικό Θέατρο της Βρετανίας είναι £15, αλλά το αντίστοιχο για μια επιτυχημένη παραγωγή στο Γουέστ Εντ (West End) μπορεί να κοστίσει ακόμα και πάνω από £200.

Τα θέατρα στο Λονδίνο έχουν επηρεαστεί από την πανδημία και την πολιτικοοικονομική αστάθεια των τελευταίων ετών;

Τα θέατρα στο Λονδίνο έχουν σε μεγάλο βαθμό επιβιώσει από την πανδημία. Τα πραγματικά  θύματα της πανδημίας είναι τα θέατρα έξω από το Λονδίνο. Ο συνδυασμός μειωμένων επιχορηγήσεων, περικοπών στην τοπική αυτοδιοίκηση και οικονομικής κρίσης έχει επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό τα περιφερειακά θέατρα. Ένα ιστορικό θέατρο στο Όλνταμ στη Βορειοδυτική Αγγλία έκλεισε την περασμένη εβδομάδα. Άλλα θέατρα εκτός Λονδίνου πρέπει να μειώσουν τις παραγωγές τους για να αποφύγουν τη διακοπή λειτουργίας τους.

«Το Brexit έχει ενισχύσει τον συντηρητισμό του βρετανικού θεάτρου»

Το Brexit πώς έχει επηρεάσει τα θέατρα στο Λονδίνο;

Το Brexit έχει επηρεάσει αρνητικά τα πάντα. Έχει επίσης ενισχύσει τον συντηρητισμό του βρετανικού θεάτρου. Τη δεκαετία του ’60, είχαμε μια θαυμάσια δίμηνη σεζόν Παγκοσμίου Θεάτρου στο θέατρο Όλντουιτς κατά την οποία είχαμε γνωρίσει σπουδαίους σκηνοθέτες όπως ο Κάρολος Κουν και ο Τζόρτζιο Στρέλερ. Το Εθνικό μας Θέατρο, υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Πήτερ Χολλ, στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 φιλοξενούσε παραγωγές ξένων θιάσων. Σήμερα, πολύ σπάνια βλέπουμε παραστάσεις από το εξωτερικό – παρά μόνον από την Αμερική. Οι Βρετανικοί θίασοι επίσης σπανίως περιοδεύουν σε άλλες χώρες, αφενός εξαιτίας των γραφειοκρατιών που σχετίζονται με το Brexit και αφετέρου επειδή το Βρετανικό Συμβούλιο διαθέτει τα κεφάλαιά του προς άλλες δραστηριότητες. Πάνε πια πολλά χρόνια -πίσω στη δεκαετία του ’80, για να είμαστε ακριβείς- που το Εθνικό μας Θέατρο ταξίδεψε στην Ελλάδα για να παρουσιάσει τον «Κοριολανό» του Σαίξπηρ, με τον Ίαν ΜακΚέλλεν, στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού.

Ναι, φαίνεται ότι το Brexit άνοιξε ένα πολύ σκοτεινό και δυσοίωνο κεφάλαιο της σύγχρονης βρετανικής ιστορίας, μέσα στο οποίο καταγράφεται μια άνευ προηγουμένου πολιτική κρίση -με μια διαδοχή ανίκανων και κατώτερων των περιστάσεων πρωθυπουργών- καθώς και μια ενεργειακή κρίση που πυροδότησε μια πληθωριστική κρίση. Και φυσικά μια τεράστια υγειονομική κρίση λόγω πανδημίας.

Όντως, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει πληγεί από μια σειρά κρίσεων τα τελευταία χρόνια. Κορονοϊός, συνεχώς αυξανόμενες τιμές στην ενέργεια και στα τρόφιμα, ανίκανοι Πρωθυπουργοί -ιδίως ο Μπόρις Τζόνσον και η Λιζ Τρας-, κατηγορίες διαφθοράς με κυβερνητικούς παράγοντες να συνάπτουν προνομιακά συμβόλαια με συμμάχους και χορηγούς. Στη Βρετανία πραγματικά ανυπομονούμε να έρθουν οι κοινοβουλευτικές εκλογές, αλλά αυτό δεν πρόκειται να συμβεί μέχρι τον Μάιο του 2024. Θα έλεγα ότι αυτό που μας σώζει είναι ο πολιτισμός μας. Όχι μόνο το θέατρο, αλλά και η μουσική, και ο χορός, και οι εικαστικές τέχνες, και η ραδιοτηλεόραση, τα οποία, κόντρα σε κάθε αντιξοότητα, διατηρούν την ποιότητά τους.

Αυτή την εβδομάδα, αρκετοί Έλληνες, λόγω των πασχαλινών διακοπών, θα επισκεφτούν το Λονδίνο. Ποιες παραστάσεις θα προτείνατε στους αναγνώστες μας που θα βρεθούν στην πόλη σας;

Αν τους αρέσουν τα μιούζικαλ: «Guys and Dolls» στο Bridge Theatre, μία νέα ριζοσπαστική εκδοχή του «Oklahoma» στο Γουίνταμς (Wyndhams) και το «Cabaret» στο Playhouse. Αν τους αρέσει η πρόζα: «Dancing at Lughnasa» και «The Motive and the Cue for Passion» στο National Theatre και «Jules and Jim» στο Jermyn Street Theatre, το οποίο όμως ξεκινά από τις 20 Απριλίου.

Ο Michael Billington στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη κατα την επίσκεψή του στην Αθήνα το 2020 © Ιωάννα Μπλάτσου

Έχετε γράψει δεκαπέντε θεατρολογικού περιεχομένου βιβλία, ενώ το τελευταίο σας «Affair of the Heart: British Theatre from 1922 to 2020» («Μια ερωτική σχέση: Το Βρετανικό Θέατρο από το 1922 έως το 2020») εκδόθηκε το 2021 στη Βρετανία. Ένα προηγούμενο βιβλίο σας είχε τον τίτλο «One Night Stands: A Critics View of Modern British Theatre» («Σχέσεις της μιας βραδιάς: Το Σύγχρονο Βρετανικό Θέατρο με τη Ματιά ενός Κριτικού»). Το λογοπαίγνιο είναι προφανές και ευφυές. Πώς θα χαρακτηρίζατε, λοιπόν, τη σχέση σας με το θέατρο, μετά από μισό αιώνα σχεδόν καθημερινής επαφής;

Η σχέση μου με το θέατρο ήταν πάντα έντονη. Από το 1971 έως το 2019, όταν ήμουν θεατρικός κριτικός του Guardian, έβλεπα 200 παραστάσεις τη χρονιά. Τώρα που είμαι ημι-συνταξιούχος, πηγαίνω μία ή δύο φορές την εβδομάδα στο θέατρο. Αλλά ακόμα νοιάζομαι για την ευτυχία και την ευημερία του. (σ.σ. χαμογελάει, συνεχίζοντας το έξυπνο λογοπαίγνιό του, παραλληλίζοντας τη σχέση του με το θέατρο με μια αισθηματική σχέση)

«Κριτική είναι η ‘περιπέτεια της ψυχής ανάμεσα σε αριστουργήματα’».

Μετά από 58 χρόνια εργασίας και 10.000 κριτικές που έχετε γράψει, αρχικά στους Τάιμς του Λονδίνου (1965) και στη συνέχεια στον Guardian (1971), ποια είναι τα Ναι και Όχι ενός κριτικού;

Ένας κριτικός πρέπει να είναι ειλικρινής και αληθής, να βλέπει όσο μεγαλύτερη ποικιλία παραστάσεων μπορεί και να γράφει με όλη τη διαύγεια, διάνοια, σύνεση και ακρίβεια που μπορεί να διαθέτει. Οι άνθρωποι θεωρούν ότι η κριτική συνοψίζεται στο να διατυπώνει κανείς την άποψή του. Ακόμα πιο σημαντικό είναι να μπορεί κανείς να γράφει καλά.

Όσον αφορά τα Όχι, ο κριτικός δεν πρέπει να ακολουθεί τις μόδες, δεν πρέπει να πηγαίνει στο θέατρο κουρασμένος, πιωμένος ή παραφαγωμένος, και δεν πρέπει να επηρεάζεται από τη γνώμη του/της συνοδού του κατά τη θεατρική τους έξοδο.

Κατά την πολύχρονη πορεία σας έχετε γνωρίσει και γράψει για μερικούς μύθους του βρετανικού και παγκόσμιου θεάτρου, όπως ο Χάρολντ Πίντερ, ο Πήτερ Μπρουκ, ο Σερ Πήτερ Χολ, ο Τομ Στόπαρντ, ο Άλαν Άικμπορν, η Πέγκυ Άσκροφτ. Τι έχετε διδαχθεί από αυτούς τους ανθρώπους;

Όλα αυτά τα χρόνια είχα λίγους κοντινούς φίλους στο θέατρο. Αλλά ήμουν τυχερός να γνωρίσω έναν – δύο ανθρώπους πολύ καλά. Ο ένας ήταν ο Χάρολντ Πίντερ, τη βιογραφία του οποίου έχω γράψει. Ο άλλος ήταν ο Πήτερ Μπρουκ, με τον οποίο είχαμε κάνει αμέτρητες συνεντεύξεις. Αυτό που ανακάλυψα από τη συναναστροφή μου με αυτούς τους ανθρώπους είναι ότι οι μεγάλοι καλλιτέχνες έχουν μια περιέργεια χωρίς όρια. Στην περίπτωση του Πίντερ, πήρε τη μορφή μιας παθιασμένης ευαισθητοποίησης προς κάθε μορφή καταπίεσης ή πολιτικής κακοποίησης της γλώσσας. Ο Μπρουκ διέθετε μια ατέρμονη περιέργεια για το πώς λειτουργούσε κάθε πράγμα. Ακόμα και το πιο απλό, όπως το μαγνητοφωνάκι σε μια συνέντευξη ή το μικρόφωνο σε μια ραδιοφωνική εκπομπή.

Αν σας ζητούσα να ξεχωρίσετε τις πέντε καλύτερες παραστάσεις που έχετε δει όλα αυτά τα χρόνια;

Αυτό είναι δύσκολο. Με μια πρόχειρη αναδρομή, θα έλεγα τον «Θείο Βάνια» τη δεκαετία του ’60 με τους Λόρενς Ολίβιε, Μάικλ Ρέντγκρέιβ και Τζόαν Πλόουράιτ. Το μιούζικαλ του Στίβεν Σόνταιμ «Company», το οποίο πρωτοείδα τη δεκαετία του ’70. Τον «Βυσσινόκηπο» του Πέτερ Στάιν στη βερολινέζικη Σάουμπινε. Τη «Μαχαμπχαράτα» του Πήτερ Μπρουκ. Και τον «Μάκβεθ» του Τρέβορ Ναν με τους Ίαν ΜακΚέλλεν και Τζούντι Ντεντς.

Είστε ευρέως γνωστός ως διανοούμενος, συγγραφέας και ο πιο επιδραστικός κριτικός θεάτρου στη Μεγάλη Βρετανία. Ελάχιστοι, όμως, γνωρίζουν ότι είστε και ένθερμος ποδοσφαιρόφιλος.

Όσον αφορά τα σπορ, το κρίκετ είναι το μεγάλο μου πάθος. Αλλά τα τελευταία χρόνια δηλώνω ενθουσιώδης υποστηρικτής της ποδοσφαιρικής ομάδας του Μπρέντφορντ, αφενός γιατί μένω κοντά στο στάδιο της ομάδας, αφετέρου γιατί αποτελεί κλασικό παράδειγμα μικρής ομάδας-Δαυίδ που περιστασιακά νικά τους μεγάλους, πλούσιους Γολιάθ του βρετανικού πρωταθλήματος όπως η Άρσεναλ, η Λίβερπουλ και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.

Επίσης, στην ηλικία των 83 ετών, ανακαλύπτω ότι λαχταρώ να διαβάσω (ή να ξαναδιαβάσω) τα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας πριν πεθάνω. Κάποιος όρισε την κριτική ως «την περιπέτεια της ψυχής ανάμεσα σε αριστουργήματα». Λοιπόν, διψάω, μιας και ο χρόνος είναι βραχύς, όχι μόνο για σπουδαία αναγνώσματα, αλλά και για σπουδαία ακούσματα και έργα τέχνης επίσης.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ιωάννα Μπλάτσου

Share
Published by
Ιωάννα Μπλάτσου