Ένας Αίαντας γκέι, ο εραστής του, οι γονείς, ο αδελφός και ο θείος του, σε μια no man’s land. Στις αχανείς βαμβακοκαλλιέργειες του Έβρου, ένα αποπνικτικό καλοκαίρι του μακρινού 1978. Yπόκρουση μουσικές της εποχής και πυροβολισμοί. Ένας Αίαντας εύθραυστος, απολύτως αντιηρωϊκός, σε ανθρωποφαγικές σκηνές με το ίδιο του το αίμα, σε ένα πολυδιάστατο έργο-ανατομία της νοσηρότητας της ελληνικής οικογένειας και των παθογενειών της ελληνικής κοινωνίας, που όμως αναδίδει -τι παράδοξο επίτευγμα!- ποιητικότητα. Αντιηρωϊκός; Ως το μεδούλι. Και ως την αυτοχειρία. Όλα τα μεγέθη στον συγκεκριμένο Αίαντα είναι απολύτως οικεία, γήινα. Όπως και τα πάθη. Η σάρκα σπαρταρά. Όταν άρχισα να διαβάζω το παρθενικό θεατρικό έργο της βραβευμένης Κάλλιας Παπαδάκη, «Ρίζες από Βαμβάκι», τη δική της τολμηρή πρόταση πάνω στον Αίαντα (απόψε η τελευταία παράσταση στην Μικρή Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία της καλλιτεχνικής διευθύντριας του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης Έφης Θεοδώρου), δεν θα το κρύψω. Έπαθα σοκ.
Πώς μπορεί ένας άνθρωπος, που ναι μεν έχει περγαμηνές στο σενάριο, να συνθέτει με το «καλημέρα» ένα τόσο αψεγάδιαστο κείμενο για τη σκηνή -που έχει άλλη οικονομία και κανόνες από το σινεμά; Πώς κατορθώνει να συνθέσει με την πρώτη ένα κείμενο από το οποίο δεν περισσεύει λέξη;
Δεν είναι τυχαίο που σχολιάζοντάς το, η καλή σκηνοθέτιδά του, Έφη Θεοδώρου, υπογραμμίζει πως μολονότι «είναι γραμμένο με τρόπο ρεαλιστικό, λιτή γλώσσα και γραμμική πλοκή, με ενότητα χώρου και χρόνου, ωστόσο απογειώνεται στην περιοχή της ποίησης, μέσα από πολύ δυνατές εικόνες και μονολόγους του τέμνουν την πλοκή, δίνοντας τη δυνατότητα στην σκηνοθεσία να δημιουργήσει παράλληλες δράσεις σε παράλληλους χρόνους, αποδίδοντας, θέλω να πιστεύω, τα διαφορετικά επίπεδα της αφήγησης και τις πολλαπλές θεματικές του έργου».
Η διαδικασία γινόταν βήμα βήμα. Η ‘Εφη Θεοδώρου γνώρισε το έργο της Κάλλιας Παπαδάκη, που έχει τιμηθεί με το βραβείο European Union Prize for Literature το 2017 για τους αλησμόνητους «Δενδρίτες» της (2015), μέσα από τα αποσπάσματα που της έστελνε η συγγραφέας κατά τακτά διαστήματα, μετά την ανάθεση του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. «Δουλέψαμε μαζί στη συνέχεια πάνω στη δραματουργία, αναλύοντας τις σχέσεις των προσώπων και ξεκαθαρίζοντας τους άξονες. Είχα την τύχη, δηλαδή, να παρακολουθήσω από κοντά την περιπέτεια της γραφής και τη γέννηση ενός καινούργιου έργου», μας εξηγεί.
Στην παράσταση, παράλληλα με την δραματουργία, χτιζόταν και η σκηνοθεσία. «Πρώτα μέσα από την επιλογή των ηθοποιών (Μαρία Κεχαγιόγλου, Χάρης Τζωρτζάκης, Γιώργος Βαλαής, Δημήτρης Μοθωναίος, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης και Βαγγέλης Αμπατζής), που θα φώτιζαν με τον πιο αδρό τρόπο τα πρόσωπα και τις δυναμικές των σχέσεων. Έπειτα με την επιλογή των συντελεστών, που θα έδιναν τον τόνο της παράστασης μέσα από την εικόνα και τον ήχο. Ήταν μια πολύ δημιουργική διαδικασία αυτή η ανάθεση. Μου έδωσε χώρο και χρόνο για να κατευθύνω την αρχική έμπνευση του πρώτου ανεβάσματος του έργου, που οπωσδήποτε εμπεριέχει μια ευθύνη», συνεχίζει η σκηνοθέτις, η οποία, πριν ξεκινήσω τη συνέντευξη με τη συγγραφέα, μας αναλύει τον δικό τους Αίαντα: «Αυτός ο Αίαντας, ο δικός μας, είναι ένας νέος άνδρας που άφησε πίσω του την ασφυκτική ζωή στον ακριτικό Έβρο και πήγε στη Θεσσαλονίκη να σπουδάσει φιλολογία», ξεκινά η Θεοδώρου το «πορτρέτο» του.
«Τον συναντάμε δέκα χρόνια μετά – το έργο ανοίγει με ένα δείπνο για την επιστροφή του Ασώτου-, να διεκδικεί τα στρέμματα γης που του αναλογούν, προκειμένου να κάνει μια νέα αρχή, μέσα από εναλλακτικούς τρόπους καλλιέργειας του βαμβακιού. Βρίσκεται όμως απροσδόκητα αντιμέτωπος με το γεγονός της αποκλήρωσής του από τον πατέρα – τα κτήματα έχουν περάσει στον μικρό αδελφό, τον Οδυσσέα, που έμεινε πίσω να τα φροντίζει, συνδράμοντας την οικογένεια. Η κατάφωρη αυτή αδικία πυροδοτεί την έκρηξη και τη μανία του Αίαντα που βάζει φωτιά στα πάντα, στην περιουσία και τις οικογενειακές σχέσεις, πριν επιλέξει την αυτοχειρία. Είναι ένα πρόσωπο ιδιαίτερης ιδιοσυγκρασίας».
Ο Αίαντας της Κάλλιας Παπαδακη, επισημαίνει η σκηνοθέτις, είναι «ευάλωτος και ονειροπόλος από τη μία, οι ρίζες της προσωπικότητάς του είναι από βαμβάκι – έτσι μου αρέσει να διαβάζω τον τίτλο του έργου. Ορμητικός και σαρωτικός από την άλλη, ένας τρομοκράτης ψυχών, όταν βάλλονται οι αξίες του και αμφισβητείται το δικαίωμά του στη διαφορετικότητα, στην ελεύθερη επιλογή. Είναι ένας ήρωας του καιρού μας που διψάει για αγάπη και διεκδικεί αδιαπραγμάτευτα το δικαίωμα στο όνειρο. “Επιτέλους να ονειρεύεσαι απ’ άκρη σ’ άκρη, σ’ όλα τα ύψη, μήκη και βάθη. Να βρίσκεσαι μεμιάς παντού”, λέει καθώς οραματίζεται την άλλη ζωή, όταν θα έχει γίνει ένα με το σύμπαν. Οδηγείται, εντελώς συνειδητά στον θάνατο γιατί οι όροι που συνθέτουν την ύπαρξή του, δεν είναι δυνατό να συντρέξουν».
«Όπως διαβάζουμε στον άλλον Αίαντα, τον σοφόκλειο, με τον οποίο συνδιαλέγεται το έργο μας: “Όποιος δεν μπορεί τη δυστυχία του ν’ αλλάξει, είναι ντροπή να αποζητά μακριά ζωή. Καμία αξία δεν έχει ο άνθρωπος που ψεύτικες ελπίδες τον θερμαίνουν. Ο ευγενής πρέπει να ζει καλά ή καλά να πεθαίνει”. Η μετωπική σύγκρουση με τους δικούς του αλλά και με τον εραστή του, τον Αργύρη, ξεδιπλώνει πολλές πτυχές της παθογένειας των οικογενειακών σχέσεων, ιδιαίτερα στο στενό περιβάλλον της επαρχίας: ψυχική και σωματική βία, επτασφράγιστα μυστικά, σχέσεις θεμελιωμένες στον φόβο και στο αίμα που έχει χυθεί χρόνια πριν, στον ελληνικό Εμφύλιο. Το ακραίο γεγονός της αυτοχειρίας, πυροδοτεί απανωτές εξομολογήσεις των προσώπων, απελευθερωτικές και λυτρωτικές, που οδηγούν σε μια επανεκκίνηση. Όμως το έργο δεν έχει happy end, τελειώνει με ένα ερωτηματικό. Ο φόβος δεν ξεθεμελιώνεται έτσι απλά», συνοψίζει η σκηνοθέτις.
Ποια είναι η σχέση σας, κυρία Παπαδάκη, με το θέατρο; Βλέπετε, διαβάζετε; Ποιους συγγραφείς αγαπάτε; Έχετε ξαναγράψει; Ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες, οι δυσκολίες της θεατρικής γραφής; Είναι μια σχέση σχετικά πρόσφατη, παρότι τα τελευταία χρόνια βλέπω όλο και περισσότερες παραστάσεις. Δυστυχώς, πέρα από Τσέχωφ, Πίντερ, Τενεσί Ουίλιαμς, Άρθουρ Μίλερ, ο’ Νιλ και Μάμετ, έχω ελάχιστες αναφορές και καταβολές. Η δική μου ρίζα βρίσκεται στη λογοτεχνία, είτε στην ποίηση, είτε στο πεζό. Πρόκειται για την πρώτη μου θεατρική απόπειρα. Προσπάθησα να απεμπολήσω όποιους σκηνικούς περιορισμούς, γεγονός που έδρασε απελευθερωτικά στη διαδικασία της γραφής.
Στο έργο σας υπάρχει μέτρο, οικονομία, ρυθμός, σχεδόν μουσική κάποια στιγμή, δεν περισσεύει μια λέξη. Πόσο σας βοήθησε στη γραφή του η θητεία σας στο σινεμά; Αν κάτι μου πρόσφερε η τριβή με τον κινηματογράφο είναι η οικονομία στα εκφραστικά μέσα. Να λαξεύεις το κείμενο μέχρι να απομείνει το ουσιώδες, απογυμνωμένο από περιττά ψιμύθια, να έχουν βάθος οι λέξεις και ταυτόχρονα να ‘ναι ανάλαφρες, να έχουν αιχμές οι χαρακτήρες, και ο διάλογος να υπαινίσσεται, να αναμετριέται διαρκώς με ανείπωτες αλήθειες.
Ο Αίαντας ήταν επιλογή δική σας; Υπάρχει άλλος ήρωας τραγωδίας που θα σας ενδιέφερε να «ξαναγράψετε»; Είχα να επιλέξω μετά από προτροπή της Κατερίνας Ευαγγελάτου ανάμεσα στον Φιλοκτήτη και τον Αίαντα. Προτίμησα τον Αίαντα, έναν άνδρα που τον συνθλίβουν οι προσδοκίες του, η αδηφάγος, αυτάρεσκη φύση του, η απέλπιδα προσπάθειά του να βρει δικαιοσύνη και αποδοχή. Αν υπάρχει μια ηρωίδα με την οποία θα ήθελα να συνομιλήσω στο μέλλον, είναι η Αντιγόνη. Δίνει άλλωστε το στίγμα της εποχής μας, μια γυναίκα που αντιστέκεται ενάντια στο άδικο, σε προσταγές απάνθρωπες και εξευτελιστικές.
Γιατί επιλέξατε να τον τοποθετήσετε τέλη του ’70 σε μια αγροτική οικογένεια στην άκρη του θεού, στον Έβρο; Θεώρησα ότι στον Έβρο, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, το έδαφος ήταν γόνιμο για να σπείρω τη δραματουργική συνθήκη μιας οικογενειακής προδοσίας και προσωπικής διάψευσης, μια και η ελληνική κοινωνία βρισκόταν σ’ ένα μεταίχμιο, πολιτικό και οικονομικό, σ’ ένα μετέωρο βήμα, σε μια ρήξη με όλα τα δεσμά και τα στεγανά του παρελθόντος. Ήταν μια εποχή ελπιδοφόρα και ως εκ τούτου γεμάτη εντάσεις και συγκρούσεις.
Επιλέξατε ο Αίαντάς σας να είναι ομοφυλόφιλος. Αυτό συνδέεται καθόλου με το κοινωνικό σκέλος; Στις επαρχιακές κοινωνίες μέχρι και σήμερα υπάρχει ο κοινωνικός αποκλεισμός, το στίγμα, η βία, η περιθωριοποίηση -ακόμη κι από την ίδια την οικογένεια. Πρόθεσή μου ήταν να σκιαγραφήσω έναν Αίαντα που αποζητά απελπισμένα την αγάπη και την αποδοχή, που ακροβατεί και ονειροβατεί δίχως αντίκρισμα και δίχως μέτρο. Έναν Αίαντα που προπορεύεται της εποχής του και παρότι πληρώνει το τίμημα της διαφορετικότητάς του, γίνεται ο κινητήριος μοχλός να αναμετρηθούν όλοι οι χαρακτήρες με τα ελλείμματά τους.
Το έργο σας έχει φόδρα του την βία. Λεκτική, ψυχολογική, σωματική. Αναρωτιέστε “κληροδοτείται η βία;”. Έχετε απάντηση; Είναι κάτι για το οποίο διαρκώς αναρωτιέμαι και με το οποίο θέλω να καταπιαστώ στο επόμενο βιβλίο μου.
Είχατε αγωνία να δείτε το έργο σας να ζωντανεύει στη σκηνή; Μεγάλη αγωνία.
Παρακολουθήσατε πρόβες; Την πρώτη μέρα της ανάγνωσης και την τελευταία πρόβα, πριν αναχωρήσει η ομάδα για την Επίδαυρο.
Θα συνεχίσετε να γράφετε θέατρο; Μακάρι να μου ξαναδοθεί η ευκαιρία.
Πώς σας επηρέασε στη δημιουργία σας η πανδημία; Σας άλλαξε; “Μετατοπιστήκατε” καθόλου; Πέρα από το αρχικό μούδιασμα και τον φόβο, έχω την εντύπωση ότι ήταν μια ευτυχισμένη περίοδος έμπλεη αναστοχασμού και δημιουργικότητας.
Τι σας εμπνέει σε αυτόν τον ταραγμένο αβέβαιο καιρό; Οι μικρές καθημερινές διαφυγές από τη ρουτίνα.
Τι ετοιμάζετε; Μυθιστόρημα; Που θα καταπιάνεται, όπως προείπατε, με τη βία; Ένα μυθιστόρημα με αργούς και βασανιστικούς ρυθμούς, που όλο το μεταθέτω για μετά.
Θέλετε να συνεχίσετε να ζείτε στην Ελλάδα; Είναι κάτι που δεν το σκέφτομαι και δεν μ’ απασχολεί. Τουλάχιστον, όχι τώρα.
«Ρίζες από Βαμβάκι»
Συγγραφέας:Κάλλια Παπαδάκη
Σκηνοθεσία:Έφη Θεοδώρου
Σκηνικά:Μυρτώ Λάμπρου
Κοστούμια:Βασιλεία Ροζάνα
Μουσική: Jan Van Angelopoulos, Φώτης Σιώτας
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Χορογραφία: Κίνηση: Γιάννης Νικολαΐδης, Ιωάννα Πορτόλου
Παίζουν: Μαρία Κεχαγιόγλου, Χάρης Τζωρτζάκης, Γιώργος Βαλαής, Δημήτρης Μοθωναίος, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης και Βαγγέλης Αμπατζής