Ο βικτωριανός μύθος του Φράνκενσταϊν, του δημιουργού που έπλασε το ανθρωπόμορφο κτήνος, οδήγησε τη σκηνοθέτη και δραματουργό Λένα Κιτσοπούλου πίσω στη σκηνή της Στέγης, με την παράσταση «Φράνκενσταϊν – Ο χαμένος παράδεισος». Ο ρομαντισμός, ο μηδενισμός, η ευγονική και η αστείρευτη σάτιρα, αντλούν έμπνευση από το μυθιστόρημα που έγραψε το 1820 και σε ηλικία 19 ετών η Μαίρη Σέλλεϋ, «Φράνκενσταϊν ή ο σύγχρονος Προμηθέας», σημαδεύοντας την παγκόσμια λογοτεχνία με την περιπέτεια ενός γιατρού και ανατόμου που συλλέγει ανθρώπινα μέλη, κατασκευάζει ένα ανθρωπόμορφο πλάσμα και του δίνει ζωή με τη δύναμη του ηλεκτρισμού.
Στη νέα δραματουργία-σκηνοθεσία της, η Λένα Κιτσοπούλου μιλάει για τα τέρατα της σημερινής καθημερινότητας. Για τη μοναξιά, για τον ναρκισσισμό, για την απελπισία, για τη βία, για τη νοσηρότητα της οικογένειας, για τους «σταρ δολοφόνους» και τους ηθικούς αυτουργούς που θεωρούνται αθώοι – για τον χαμένο παράδεισο της νιότης.
Πρωταγωνιστής του έργου, στον ρόλο του Βίκτωρα Φράνκενσταϊν, είναι ο Πάνος Παπαδόπουλος, ο οποίος, έπειτα από την επιτυχημένη συμμετοχή του στην παράσταση «Μπαίνει η Δεσποινίς Μαργαρίτα» του Ρομπέρτο Ατάιντε, είδε τον δρόμο του να διασταυρώνεται με τη Λένα Κιτσοπούλου, δίνοντας ζωή σε μια νέα συνεργασία. Αριστούχος απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, με σπουδές στη Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο Πάνος Παπαδόπουλος υπήρξε – μεταξύ άλλων – υποψήφιος το 2018 για το θεατρικό Βραβείο Χορν με την ερμηνεία του ως Βατλέν στο Έξυπνο Πουλί του Ζωρζ Φεντώ, σε σκηνοθεσία Μάνου Βαβαδάκη και Γιώργου Κατσή.
Τον συναντήσαμε λίγο πριν την πρεμιέρα της παράστασης, που διανύει ήδη την πρώτη της εβδομάδα στη σκηνή της Στέγης, και μιλήσαμε για τα τέρατα της καθημερινότητας, για την υπόθεση του έργου όπως ο ίδιος τη βιώνει, αλλά και για εκείνες τις στρεσογόνες στιγμές κατά τη διάρκεια των προβών, που εξαϋλώνονται μόλις τα φώτα ανάψουν και βρεθεί πάνω στο σανίδι.
Πώς γεννήθηκε Πάνο η συνεργασία σας με τη Λένα Κιτσοπούλου; Από τα χρόνια της σχολής άκουγα τους συμμαθητές μου να λένε ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να δουλέψω μαζί της. Αργότερα, παρακολουθώντας τις παραστάσεις της αισθανόμουν μια έντονη συγγένεια με αυτό που κάνει. Σαν να καταλαβαίνω τον τρόπο της. Τη θαύμαζα πολύ γιατί κάθε φορά, πέρα από το σπαρακτικό της χιούμορ, ρίσκαρε κάνοντας αυτό που πιστεύει να γίνει και δυσάρεστη. Δεν ξεκινάει με στόχο την άμεση αποδοχή του κοινού. Παράλληλα, άνοιξε κι έναν δρόμο και για μας, της νεότερη γενιάς, που δεν θέλουμε να λέμε τις ιστορίες με τον τρόπο που συνηθίζεται. «Έβαλε πλάτη», κατά κάποιον τρόπο, για κάποιους σαν εμένα και αισθάνομαι ότι της το χρωστάω. Πίστευα έντονα ότι κάποια στιγμή θα συναντηθούν οι δρόμοι μας. Έτυχε να δει κάποιες παραστάσεις που έπαιζα και κάπως έτσι μου εμπιστεύτηκε τον ρόλο του Βίκτωρα Φράνκενσταιν, που δεν έχω λόγια να την ευχαριστήσω.
Ποια ήταν η πρώτη σκέψη που έκανες όταν διάβασες το σενάριο της παράστασης; Το κείμενο βρισκόταν πάντα υπό διαμόρφωση. Ο τρόπος που δουλεύει η Λένα είναι πολύ ιδιαίτερος. Δεν φέρνει ένα ολοκληρωμένο κείμενο εξ’ αρχής και το στήνει. Θέλει να βλέπει τι γίνεται στην πρόβα και ανάλογα με τα πρόσωπα που έχει και το υλικό τους, να γράφει πάνω σ’ αυτά. Κάθε μέρα σχεδόν, ερχόταν στην πρόβα και με κάτι καινούριο. Μου προκαλούσε τρομερή εντύπωση, η δεξαμενή από την οποία αντλεί ακατάπαυστα ιστορίες που μπορούν να εμπνεύσουν τους ηθοποιούς της. Διαβάζοντας κάθε φορά τα κείμενα, παρατηρούσα κάπου στην άκρη, ένα κομμάτι της Λένας να προσπαθεί να ευχαριστήσει τους ανθρώπους με τους οποίους δουλεύει. Μια βαθιά αγωνία, να δώσει το καλύτερο της γι’ αυτούς, να τους γράψει λόγια που θα ήθελαν να πουν. Αυτό είναι πραγματικά πολύ σπάνιο. Όπως και ο τρόπος που η ίδια σκηνοθετεί. Ποτέ δεν σε κρίνει. Είναι τρομερά προσεκτική και ευγενής. Ίσως ο πιο ευγενής άνθρωπος που έχω συναντήσει τελευταία.
Τι πραγματεύεται το έργο, όπως εσύ ο ίδιος το βιώνεις υποδυόμενος τον Βίκτωρα Φράνκενσταϊν; Βασικός του πυρήνας είναι σίγουρα η οικογένεια. Και πως αυτή ηθελημένα ή και άθελά της μπορεί να τραυματίσει ανεπανόρθωτα τα νεότερα μέλη της. Ο Βίκτωρας φεύγει μετά από πιέσεις των δικών του από το σπίτι με σκοπό να γίνει κάποιος, να καταφέρει κάτι και οι άλλοι μένουν εκεί να περιμένουν. Να στύψουν από οποιαδήποτε πιθανή του επιτυχία, ένα κέρδος. Όσο το έργο προχωρά, τα πράγματα οδηγούνται σε μία «μαύρη κουνελότρυπα» που δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω χωρίς να θυσιάσεις κάτι από τον εαυτό σου. Κανείς δεν θα είναι πια στο τέλος της διαδρομής ίδιος με αυτό που ήταν.
Η παράσταση, αντλεί την πρώτη ύλης της από το κλασικό μυθιστόρημα τρόμου της Μαίρη Σέλλεϋ, «Φράνκενσταϊν ή ο σύγχρονος Προμηθέας». Η Λένα Κιτσοπούλου, με όχημα τον σαρκασμό, επιχειρεί να δώσει μια σύγχρονη όψη στη φιγούρα αυτή – κάτι το οποίο για αρκετούς από εμάς μοιάζει με πρόκληση, δεδομένου του εμβληματικού πρωτότυπου χαρακτήρα του Φράνκενσταϊν. Ποια είναι η δική σου αίσθηση; Εδώ ο ήρωας της Λένας, διαφέρει κατά πολύ από αυτόν της Σέλλεϋ. Ο Βίκτωρας ο δικός μας, είναι ένα νέο παιδί με μηδενικό ενδιαφέρον για τη ζωή. Δεν ξέρει τι θέλει να γίνει, αν πρέπει να γίνει κάποιος και γιατί. Πιέζεται τρομακτικά από τον περίγυρο να εξυπηρετήσει κάποιες δικές τους ανάγκες και απαιτήσεις. Σαν κατά κάποιο τρόπο να πρέπει να τους ανταποδώσει το ότι τον έφεραν στη ζωή. Ο ίδιος πάντως θα προτιμούσε να είχε μείνει μέσα στη μήτρα της μητέρας του, όπου και σ’ όλο το έργο προσπαθεί να επιστρέψει. Να βρει λίγη γαλήνη και λίγη ανακούφιση. Ίσως και να καπνίσει κανένα τσιγάρο…
Ποια είναι τα τέρατα της σημερινής καθημερινότητας, λοιπόν; Τα τέρατα είναι σίγουρα αναρίθμητα όμως σκέφτομαι ότι χανόμαστε πολλές φορές ανοίγοντας τρομακτικά το πλάνο στους γύρω μας. Τελευταία προτιμώ να εστιάζω στα τέρατα που φέρω εγώ μέσα μου ως άνθρωπος. Να ξεμπερδεύω όσο γίνεται πρωτίστως με αυτά. Με τις φοβίες μου, τις ανασφάλειές μου, τον κακό μου εαυτό που θέλει να εκδικηθεί η να κάνει κακό όταν νιώθει ότι βάλλεται. Να δουλέψω σταδιακά για την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου, κάνοντας έτσι και ένα πρώτο βήμα για το καλό του ευρύτερου συνόλου των ανθρώπων με τους οποίους συναναστρέφομαι.
Τι θα αντικρίσει κάποιος επί σκηνής ερχόμενος στον χώρο της Στέγης, λίγο πριν χαμηλώσουν τα φώτα και ξεκινήσει η παράσταση; Μια ιδιόμορφη οικογένεια, σ’ ένα τραπέζι, με ρούχα λίγο γκροτέσκα – εποχής. Μια άδεια καρέκλα που δεν γεμίζει ποτέ και μια απόγνωση στο βλέμμα.
Ποια ήταν η πιο στρεσογόνος στιγμή που αντιμετώπισες κατά τη διάρκεια των προβών για την παράσταση; Πολλές φορές όταν ρωτάει ο κόσμος τους ηθοποιούς πως μαθαίνουν όλα αυτά τα λόγια, εκείνοι το εκλαμβάνουν σαν μικρή προσβολή διότι είναι αλήθεια, ότι η δουλειά που κάνουν δεν είναι απλώς να μαθαίνουν κάποια λόγια και να τα λένε. Όμως επειδή η συγκεκριμένη παράσταση βρισκόταν υπό διαμόρφωση μέχρι και την τελευταία στιγμή, όπως επίσης και το τελικό κείμενο, το μεγαλύτερο μου άγχος ήταν πράγματι να θυμηθώ τα λόγια σωστά για να μπορώ να μην «κρεμάσω» τους συμπαίκτες μου. Άρα ο κόσμος που ρωτάει για τα λόγια, κάτι παραπάνω ξέρει.
Αν και ακόμη δεν έχεις συμπληρώσει τα 30, έχουμε τη χαρά να σε παρακολουθούμε σε αρκετές παραστάσεις, με πιο πρόσφατη από αυτές το έργο «Μπαίνει η Δεσποινίς Μαργαρίτα» σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου. Πότε και πώς θυμάσαι να έρχεται η υποκριτική στη ζωή σου; Πιστεύω ότι μπήκε στο κεφάλι μου από την ηλικία των τριών, όταν είδα για πρώτη φορά τα κινούμενα σχέδια της Disney. Ενθουσιάστηκα με τις ιστορίες και με την ακραία γενναιοδωρία που έχουν στο συναίσθημα. Να τα βιώνουν όλα στο πολύ. Ακραία γέλια, κλάματα και νεύρα… Άρχισα να θέλω κι εγώ να παίζω όπως αυτά. Έχει σίγουρα να κάνει αυτή μου η επιθυμία με μια άρνηση ενηλικίωσης. Σα να μη χόρτασα αρκετά την πρώτη, πρώτη χαρά του παιχνιδιού και της μικρής ηλικίας. Σκέφτομαι αρκετές φορές πόσο πολύ με πλήγωσε η αίσθηση ότι οι γύρω μου μεγάλωναν και άλλαζαν επιθυμίες και ανάγκες ενώ εγώ έμενα στάσιμος εκεί που ήμασταν. Αναρωτιόμουν γιατί κανείς δεν ήθελε πια να παίζουμε κυνηγητό, ενώ οι συμμαθητές μου αναζητούσαν το club που γίνεται η περισσότερο φασαρία…
Θα έβλεπες στο μέλλον τον εαυτό σου στη μικρή ή μεγάλη οθόνη, πέρα από το θεατρικό σανίδι; Επειδή το θέατρο έτυχε να μου φερθεί με τρομερή γενναιοδωρία και με πήγαινε από τη μια δουλειά στην άλλη, δεν υπήρχε ποτέ αρκετός χρόνος για τον κινηματογράφο. Συνήθως πράγματα που μου πρότειναν, δεν τα προλάβαινα λόγω προβών η παραστάσεων. Έτσι αποφάσισα να γράψω εγώ και να χρηματοδοτήσω κάποιες μικρές παραγωγές για να παίξω πράγματα που θεωρούσα ότι θα είχαν ενδιαφέρον. Το περασμένο καλοκαίρι έκανα μια ταινία μεγάλου μήκους που έπαιξα και σκηνοθέτησα. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο στάδιο το μοντάζ και θα λέγεται «Η Αγάπη Το Βάζει Στα Πόδια». Μετά τον Φράνκενσταϊν, θα παίξω στην καινούρια ταινία του Γιάννη Βεσλεμέ που θα γυριστεί καλώς εχόντων των πραγμάτων στα τέλη του Ιουνίου. Το αγαπώ πολύ το σινεμά.