ΘΕΑΤΡΟ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ένα θεατρικό «Φαγητό» για ιδιαίτερα στομάχια

«Το Φαγητό» είναι ένα έργο που ανέβηκε για πρώτη φορά σχεδόν μια πενταετία πίσω στον χρόνο. Βασισμένο σε ένα δυνατό και ιδιότυπο κείμενο της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας, προσπάθησε και κατάφερε να βρει το δικό του ξεχωριστό δρομολόγιο και να μιλήσει με τη δική του ιδιαίτερη φωνή. Αγαπήθηκε και συζητήθηκε για την πολύτιμη «δυσκολία» του ανάμεσα στις λέξεις. Και τώρα επιστρέφει. Ξανά. Ένα έργο για δύο, τον Σταύρο Λιλικάκη και τον Δημήτρη Λιόλο, που αναλαμβάνει και τη δραματουργική επεξεργασία μαζί με τη σκηνοθεσία. Και με την κινησιολογική ματιά του Γιάννη Νικολαΐδη να τους επιβλέπει και να τους φροντίζει.

Το Φαγητό, δεν εμπεριέχει ένα εύκολο θεατρικό κείμενο. Έχει τις γωνίες του, τις γκρεμίλες του, τις συναισθηματικές αποστάσεις του, στις σπάνιες «μεταφράσεις» του. Έχει τη βαθιά αγωνία του. Προϋποθέτει αποδοχή. Σου ζητά να αφεθείς στον κυματισμό του και να κατανοήσεις πρωτίστως με τις αισθήσεις και όχι με τη λογική. Αυτά που θα ακούσεις θέλουν βαθιά αναπνοή και ανοιχτή ακρόαση. Ένα στοίχημα που τότε κερδήθηκε, και το ίδιο επιθυμεί και τώρα. 

Πώς είναι όμως να ξαναπιάνεις ένα τέτοιο έργο και να το επανασυστήνεις μετά από χρόνια; Πώς έχει περάσει από πάνω του ο χρόνος και ό,τι έχει μεσολαβήσει; «Το Φαγητό, μετά το πρώτο του ανέβασμα στο θέατρο, έγινε μια εκκρεμότητα που παρέμεινε σε παύση», μου απαντά ο Δημήτρης Λιόλιος. «Σαν μια συνταγή που εκτελείς με προσήλωση και λεπτομέρεια, και εν τέλει δεν προλαβαίνεις να αντιληφθείς πώς ακριβώς έφυγε το πιάτο από το πάσο. Αυτή η κοινή μας λαχτάρα μας οδήγησε εδώ, ξανά, στο σήμερα. Αναμφίβολα, μέσα στη δυστοπία των τελευταίων χρόνων, έχουν μεσολαβήσει αρκετά που δεν θα μπορούσαν να μην μας επηρεάσουν, να μην μας αλλάξουν. Μια βίαιη διαδρομή προς την ενηλικίωση κατά την οποία φλερτάρεις συνεχώς με τη ματαίωση, κι ύστερα πάλι από την αρχή. Όλο και πιο ψύχραιμα, κυριολεκτικά. Κάπως έτσι αποδελτίωσα αυτό το μεσοδιάστημα και, φυσικά, προσπάθησα να το εντάξω στο υλικό μας. Ωστόσο, ο βασικός δραματουργικός άξονας της παράστασης παραμένει ο ίδιος. Φανερά επηρεασμένος, αλλά ο ίδιος. Αρκετά σημεία έχουν μετακινηθεί, άλλα έχουν εδραιωθεί πιο τολμηρά, με χιούμορ, κι άλλα σχεδόν οριακά έχουν απλοποιηθεί. Άλλος χώρος, άλλες συνθήκες, άλλες ανάγκες κι άλλοι εμείς… Πώς αλλιώς;».

Το φαγητό στο θέατρο συνήθως δεν επιτρέπεται, διαβάζω στο κείμενο που συνοδεύει την παράσταση. Φαντάζομαι αυτό το έργο που μιλά για την τροφή και την πείνα, το άγνωστο και το οικείο, να αλλάζει τις συνθήκες παρουσίας του και να ανεβαίνει σε ένα θέατρο στο οποίο το κοινό έχει τη δυνατότητα να τρώει και να πίνει συμμετέχοντας, ή και όχι, σε όσα γίνονται επί σκηνής. Ρωτάω τον Δημήτρη αν αυτό αντέχεται, αν είναι μια συνθήκη την οποία θα μπορούσε να δεχτεί. «Ομολογώ ότι δεν έχω φανταστεί μια τέτοια προσέγγιση», μου λέει. «Ακόμη και ως σκέψη, με αγχώνει ιδιαίτερα, ειδικά εάν πρόκειται το κοινό να τρώει κατά τη διάρκεια της παράστασης. Αυτό το φαγητό είναι και ένα πείραμα που σχεδόν προϋποθέτει, επιτάσσει, την άμεση και αβίαστη συμμετοχή μας, ώστε να ανακαλύψουμε σιγά-σιγά μια νοσηρή πραγματικότητα. Ένα έγκλημα και το φαγητό, ένας έρωτας και το φαγητό, μια αγάπη και το φαγητό, η τέχνη και το φαγητό, εμείς και το φαγητό… Έχουμε ανάγκη έναν θεατή ενεργητικό, έναν θεατή περίεργο, για να συνθέσει και τη δική του ιστορία φεύγοντας ή την επόμενη μέρα. Ευλογία, η επόμενη μέρα. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θεωρώ ότι περισσότερο θα αφαιρούσε από αυτή την εμπειρία της κατανάλωσης. Όμως, ακριβώς πάνω σε αυτή τη συλλογιστική πορεία, αυτή τη φορά έχουμε απλοποιήσει μια επιπλέον σύμβαση. Υποδεχόμαστε εμείς τους θεατές, είμαστε εκεί. Είμαστε εκεί και δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε. Υπάρχει ένα καλωσόρισμα, ένα κρασί, για πριν ή για μετά. Επιδιώκουμε τις μικρές εστίες, τις μικρές κουβέντες, μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο αναφοράς».

Τον ρωτάω τι τον τράβηξε εξαρχής στο θεατρικό της Μαρίας Λαϊνά. Αν υπάρχει ακόμη κάποιο στοιχείο που θεωρεί πως το κάνει επίκαιρο; «Η Μαρία Λαϊνά υπήρξε μια σπουδαία ποιήτρια», μου διευκρινίζει, «και θα συνεχίσει να υπάρχει μέσα από το έργο της. Κι ευτυχώς η ποίηση μπορεί ακόμα, καμιά φορά, να μας βάζει στη θέση μας. Αυτή η πολύτιμη γνωριμία, αυτή η επαφή, με έβαλε λοιπόν στη θέση μου, σε μια στιγμή που το είχα πραγματικά ανάγκη. Το Φαγητό μου μίλησε με έναν τρόπο απροσπέλαστο. Με έναν τρόπο μεγαλειώδη, γυμνό, με έναν τρόπο σκληρό. Δεν μπορεί να μην αφουγκραστείς ότι σε αφορά, αφού τρως, δεν τρως; Σε αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται και η γοητεία του, δηλαδή στην επίδραση του επάνω μας. Καθημερινά χρειάζεται κάτι να σκοτώσουμε, να θυσιάσουμε, για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε, να ανταποκριθούμε ή απλώς να υπάρξουμε. Όλα αυτά τα ισχυρά σύμβολα, με όχημα μια νοσηρή ιστορία, κάνουν το φαγητό επίκαιρο, πιο επίκαιρο από ποτέ… Εν τέλει, τί είναι φαγητό σήμερα; Κι αν είμαστε ό,τι τρώμε, αύριο, πώς θα είμαστε αύριο;».

Υπάρχουν πολλοί που δεν θα τολμούσαν να «αντιμετωπίσουν» ένα τέτοιο κείμενο. Η ποιήτρια Μαρία Λαϊνά, με αφορμή το πρώτο ανέβασμα της παράστασης, είχε δηλώσει σε μια συνέντευξη της στο ΒΗΜΑ της Κυριακής πως είχε πει το ναι γιατί της είχε προκαλέσει περιέργεια και έκπληξη ο χειμαρρώδης ενθουσιασμός του Λιόλιου όταν την είχε προσεγγίσει για να πάρει τα οκ. Της είχε κάνει εντύπωση, είχε πει, που ένας νέος άνθρωπος, με πολλή όρεξη, ενδιαφέρθηκε για ένα τέτοιο κείμενο· άγριο. Τον ρωτάω ποια ήταν τελικά η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπισε στην θεατρική «μετάφραση» του κειμένου; Και αν τελικά αυτός ο ενθουσιασμός ήταν και η δύναμη του σε αυτή τη «μάχη» που έδωσε με τις λέξεις. «Το Φαγητό είναι ένα έργο, ένα κείμενο, ερμητικά κλειστό», απαντά. «Είναι σχεδόν αδιαπέραστο, πυκνό, διχαστικό. Η μεγαλύτερη πρόκληση κατά τη δραματουργική επεξεργασία του, ήταν να εδραιωθούν με συνέπεια δύο ακέραιοι χαρακτήρες. Σε ένα τόσο ισχυρό έργο, δεν χωράνε εύκολες λύσεις και σκηνοθετικοί εγωκεντρισμοί. Προσπάθησα, ναι, αλλά τους πέταξε, τους κλώτσησε, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Το Φαγητό αποκαλύπτεται μόνο του, προσωπικά, κατοικεί στον καθένα ξεχωριστά. Καθ’ όλη τη δημιουργική διαδικασία, όλα κύλησαν ομαλά, με χαρά, χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες. Με την πολύτιμη βοήθεια, τη στήριξη των φίλων και των συνεργατών, και φυσικά της οικογένειας μου. Εξάλλου, υπήρξε ένα εύλογο χρονικό διάστημα προσωπικής ενασχόλησης με το έργο. Πάραυτα, ένα σημείο καμπής ή ταπείνωσης υπήρξε η στιγμή που είχα αναλάβει και την ευθύνη όλης της παραγωγής, ιδιαίτερα αν θέλεις και έχεις την τάση να είσαι σήμερα συνεπής. Το έργο, σε όλο του το φάσμα, μου έδειξε τον δρόμο για τη ρίζα της πείνας, να επιστρέφω εκεί με φροντίδα, χωρίς ντροπές. Μου έμαθε να αφαιρώ όσα δεν χρειάζομαι και, φυσικά, να διατηρώ κι άλλο την ψυχραιμία μου. Ακόμη πιο πολύ…».

Στη γεμάτη από κόσμο αίθουσα της πρώτης «σκηνής», έτσι όπως τη συναντάς στα αριστερά σου, περπατώντας στο θαυμάσιο προαύλιο της ΠΛΥΦΑ, οι δύο ηθοποιοί ξεδιπλώνουν ένα μπουκέτο από καρέκλες, κάποιος τις έχει τυλίξει με πλαστικό, οφείλουν να ξετυλίξουν το μυστήριο έτσι ώστε να ξεκινήσει η παράσταση. Υπάρχει μια κάποια ευκολία όταν έχεις σταθερά κάποιον απέναντι σου επί σκηνής; αναρωτιέμαι. «Η παράσταση μας στηρίζεται σε έναν σχεδόν οριακό άξονα επικοινωνίας», μου λέει ο Δημήτρης, «τόσο μεταξύ μας όσο και με την πλατεία, αναπτύσσοντας σταδιακά υψηλές θερμοκρασίες. Μια δύσκολη και απαιτητική συνθήκη, η οποία τείνει συνεχώς να συντονίζεται και να τροφοδοτείται εκ νέου με ό,τι συμβαίνει εκείνη τη στιγμή. Όπως καταλαβαίνετε, δεν υπάρχει κάποια δικλείδα ασφαλείας. Έχουμε μόνο ο ένας τον άλλον, και νιώθω τυχερός για αυτήν τη συνεργασία με τον Σταυρό Λιλικάκη. Κάθε φορά με συγκινεί η εμπιστοσύνη του, να πάμε ένα βήμα πιο πέρα. Παρότι τα δραματουργικά μας νήματα στην παράσταση συγκρούονται συνεχώς, κι ενώ έχουμε διαφορετικές συνθήκες να επαληθεύσουμε, απολαμβάνω κάθε στάδιο της διαδικασίας μας, το να μπορεί δηλαδή κάτι να φαίνεται απροκάλυπτα εύκολο χωρίς να είναι».

Η παράσταση «Το Φαγητό» λαμβάνει χώρα κάθε Παρασκευή και Σάββατο στην Πλύφα. Εισιτήρια εδώ
Δημήτρης Πάντσος