To Έγκλημα και Τιμωρία, το κορυφαίο ψυχογράφημα της ανθρώπινης ύπαρξης και ηθικής, αποτελεί αφορμή για την κεντρική παραγωγή του θεάτρου Πορεία την τρέχουσα σεζόν. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του και σκηνοθέτης της παράστασης, Δημήτρης Τάρλοου, αναφέρει στο σκηνοθετικό του σημείωμα: «Το Έγκλημα και Τιμωρία είναι ένα σημείο καμπής για ολόκληρο τον δυτικό πολιτισμό. Το τέλος της Πίστης και η είσοδος στο χάος. Στην Κόλαση του σήμερα, του τώρα… Όμως η Τέχνη και προπάντων το θέατρο έχει την ικανότητα να διαβλέπει ως προφήτης και να προαναγγέλλει τις νέες επαναστάσεις. Το αίτημα για μια νέα Πίστη είναι πιο θερμό και υπαρκτό από ποτέ».
Με το έργο αυτό ο Δημήτρης Τάρλοου εμβαθύνει την έρευνα πάνω στα δίπολα «αγαθά κίνητρα – ηθική βλάβη» και «Άνθρωπος – Νόμος», που ξεκίνησε την περασμένη σεζόν με το Κουκλόσπιτο του Χ. Ίψεν, παράσταση που επαναλαμβάνεται μετά τη μεγάλη επιτυχία της και θα εναλλάσσεται με το Έγκλημα και Τιμωρία.
Μια ανάσα πριν την πρεμιέρα, που θα πραγματοποιηθεί στις 23 Νοεμβρίου, ο Δημήτρης Τάρλοου μιλά στην Popaganda για το Έγκλημα και Τιμωρία, για την πίστη, τη σύγκρουση με τους ηθοποιούς ακόμη και για το πώς πήρε στα χέρια του το κινητό θεατή που μιλούσε την ώρα της παράστασης.
Οτιδήποτε παράγεται με αφετηρία ένα μυθιστόρημα είναι ένα νέο έργο εκτός κι αν μιλάμε για μια συρραφή διαλόγων που προκύπτουν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου και απλώς προσπαθούν να αναπαραστήσουν γραμμικά την πλοκή. Το σύγχρονο θέατρο δεν κινείται γύρω από αυτή την περιγραφικότητα, αλλά προχωρά με νέες ιδέες. Έτσι, ανέθεσα στον Θανάση Τριαρίδη να γράψει ένα νέο έργο βασισμένο στο Έγκλημα και Τιμωρία, το οποίο έχει βέβαια τους χαρακτήρες του βιβλίου του Ντοστογιέφσκι.
Υπάρχει ένα ωραίο εύρημα του Τριαρίδη που τοποθετεί τον ίδιο τον Ντοστογιέφσκι επί σκηνής και να ντουμπλάρει με τον Ραζουμίχιν. Ο Πορφύρης έχει καλέσει τον Ντοστογιέφσκι να τον βοηθήσει να λύσει το μυστήριο, ως νέος και ανερχόμενος συγγραφέας, και ο δεύτερος παρακολουθεί πίσω από το τζάμι τις ανακρίσεις του πρώτου. Ο Ντοστογιέφσκι είναι έξαλλος που τον τοποθέτησαν εκεί, το βρίσκει ανήθικο, όμως, ενώ αρχικά αρνείται, μπαίνει σιγά σιγά μέσα σε όλο αυτό. Αυτό είναι το ένα σκέλος της παρέμβασης. To άλλο σκέλος είναι η σύνδεση με τη γενοκτονία στο Άουσβιτς. Αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα για τον Τριαρίδη, το οποίο μπαίνει υπαινικτικά ως εφιάλτης του Ρασκόλνικοφ. Ο μόνιμος εφιάλτης του είναι πως βρίσκεται μέσα σε ένα κλειστό δωμάτιο και μαζί με μια ομάδα άλλων ανθρώπων περιμένει να πεθάνει. Σε αυτό το πλαίσιο μπαίνει η έννοια της συλλογικής ενοχής, αλλά και της λύτρωσης μέσω μιας βαριάς τιμωρίας. Ο Ρασκόλνικοφ είναι ταυτοχρόνως και θύμα της τραγωδίας και εκείνος που την προκαλεί. Το πολύ μεγάλο σε έκταση έργο που παρέδωσε ο Τριαρίδης υπέστη από μένα και την Έρι Κύργια μια νέα δραματουργία καθώς δεν έγιναν μόνο περικοπές αλλά και αλλαγές. Επίσης, προστέθηκαν κάποια νέα κείμενα από τους ηθοποιούς κατά τη διάρκεια των προβών. Υπάρχει μια ελαφρά διακειμενικότητα.
Το Έγκλημα και Τιμωρία θεωρείται πυλώνας της δυτικής λογοτεχνίας και σημείο καμπής. Οτιδήποτε κι αν θέλει να πεις κανείς μέσα από αυτό το έργο είναι μια μικρή σταγόνα σε αυτό την ατελείωτη δεξαμενών ιδεών, αμφιβολιών, φιλοσοφικών ερωτημάτων, μεταφυσικής αγωνίας, σύγκρουσης Ανατολής και Δύσης, ερωτικής έξαρσης, συγχώρεσης και ανάστασης.
Το αίτημα για πίστη είναι υπαρκτό και φλέγον, απλώς η πίστη πρέπει να αποκτήσει ένα άλλο νόημα. Πρέπει να σταματήσει να συνδέεται η πίστη με την επιβολή, με τη βία, με την προσπάθεια να πείσουμε τους άλλους ότι η δική μας πίστη είναι η μοναδική.
Προσπαθώ, πάντα, να δημιουργείται κάτι πολύ ζωντανό πάνω στη σκηνή. Εκεί έρχεται και η μεγάλη σύγκρουση με τους ηθοποιούς. Γιατί οι ηθοποιοί θέλουν να νιώθουν τη σιγουριά της κατάκτησης μιας φόρμας. Όταν αυτό το πράγμα δεν προκύπτει με αληθινό τρόπο, εγώ αντιδρώ και έτσι δημιουργείται σύγκρουση. Αληθινός τρόπος σημαίνει να αναγνωρίζω πάνω στη σκηνή τη διάθεση του προσώπου -όχι του ήρωα- να πει κάτι πολύ προσωπικό το οποίο αφορά τη δική του ζωή, σε σχέση φυσικά με το υλικό. Είναι μια αυτό-εξομολογητική κατάσταση που, για εμένα, χαρακτηρίζει το επάγγελμα του ηθοποιού. Αυτό είναι το επάγγελμα: η διάθεση να ανοιχτείς επί σκηνής και να δείξεις στον άλλον πτυχές του εαυτού σου, για τις οποίες, αρκετές φορές, δεν είσαι πολύ περήφανος αλλά είναι αναγκαίες και συνδυάζονται με αυτή την οδύνη-ηδονή. Ηθοποιός είναι αυτός που πατάει πάνω στις οδύνες του προκειμένου να νιώσει μια προσωπική ηδονή και ταυτοχρόνως να τη νιώσουν, αντιστοίχως, και οι θεατές.
Προτείνω στους ηθοποιούς να είναι προσωπικότητες και όχι όργανα. Εμένα με ενδιαφέρουν οι προσωπικότητες σε όλους τους τομείς, στη σκηνογραφία, στη μουσική, στην ποίηση. Θέλω να γνωρίσω ανθρώπους που θα με αφήσουν άναυδο, όχι που θα με κοιτάνε στα μάτια για να τους πω τι θα κάνουν.
Δυστυχώς, η εκπαίδευση του Έλληνα ηθοποιού είναι να υποδυθεί κάτι έτσι ώστε να κρυφτεί πίσω από έναν ήρωα, δηλαδή να συσκοτίσει αντί να αποκαλύψει. Έτσι μπαίνουμε στην περιοχή του «πώς τα λέει» και γι’ αυτό έχουν καθιερωθεί οι εκφράσεις «τα λέει», «δεν τα λέει». Στο θέατρο που υποστηρίζω εγώ δεν υπάρχουν αυτές οι εκφράσεις, υπάρχει μόνο η ύπαρξη. Αν υπάρχει ύπαρξη, που λέει και ο Καρούζος, τότε υπάρχει ενδιαφέρον. Δεν χρειάζεται κάτι να είναι τέλειο, δεν χρειάζεται να είναι ολοκληρωμένο, χρειάζεται όμως να είναι βαθύ και εξομολογητικό.
Το επάγγελμα του ηθοποιού είναι ταυτοχρόνως αναρχικό και εμπρηστικό. Αν είναι απλώς ένας καλλωπισμός, δεν λειτουργεί.
Εάν η πρόθεση είναι να εμβαθύνεις στο έργο, ακόμη και με τον δεδομένο χρόνο και με τις δεδομένες δυσκολίες -και αντιμετωπίζουμε πολλές όχι μόνο της ταχύτητας της ζωής και των υποχρεώσεων- τα πράγματα είναι εκεί. Για να πω κάτι πιο συγκεκριμένο, η μία εβδομάδα που πήγαμε στην Άνδρο για τις πρώτες αναγνώσεις του έργου λειτούργησε πολλαπλασιαστικά διότι η εμπειρία αυτή εγγράφεται και μετά δεν μπορείς να την ξεχάσεις. Είναι θέμα ποιότητας περισσότερο, παρά χρόνου.
Όταν ετοιμάζω μια παράσταση δεν σκέφτομαι ποτέ τι θα πει το κοινό. Καμιά φορά, παλιότερα, φτιάχνοντας μια σκηνή έλεγα «ωχ, μπορεί να έχουμε θέμα εδώ, μπορεί να νευριάσουν». Στην ουσία πια δεν το σκέφτομαι και γενικά δεν λειτουργώ έτσι. Ίσα ίσα πιστεύω ότι αν σκέφτεσαι πώς θα αντιδράσει το κοινό τότε είναι που απομακρύνεις τον κόσμο και προκαλείς αντιδράσεις. Αν απλώς κάνεις αυτό που πιστεύεις και αυτό που αισθάνεσαι, αποκλείεται να φτιάξεις κάτι που είναι εξωφρενικό και δημιουργεί έχθρα. Κι αν δημιουργεί, τη δημιούργησε.
Το 2006 είχαμε ανεβάσει το The Man Who του Πίτερ Μπρουκ, που βασίζεται στο εξαιρετικό βιβλίο του Όλιβερ Σαξ, στο οποίο αφηγείται παράδοξες ιστορίες νευροψυχικής διαταραχής. Δεν το είχα σκηνοθετήσει, έπαιζα στην παράσταση. Μέσα λοιπόν σε αυτές τις ιστορίες ήταν η περίπτωση ενός αγνωσικού που όταν διάβαζε κείμενα άλλαζε λέξεις χωρίς να το καταλαβαίνει. Για να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε την ιστορία, βάλαμε τον Δημοσθένη Παπαδόπουλο να διαβάζει τον Εθνικό Ύμνο αλλάζοντας λέξεις. Ήταν στο κοινό μια γυναίκα που ενοχλήθηκε και άρχισε να φωνάζει «ντροπή» και «αίσχος». Πήγε τότε ο Δημοσθένης, τη σήκωσε από τη θέση της, την έβγαλε έξω από το θέατρο, της είπε «δεξιά Τρικόρφων, αριστερά 3ης Σεπτεμβρίου, σταθμός ΗΣΑΠ, γεια». Της έκλεισε και την πόρτα. Τι να κάνουμε; Συμβαίνουν αυτά. Ωραία είναι.
Αφού οι ηθοποιοί εκτίθενται πρέπει να συμμετέχουν σε αυτό που συμβαίνει. Δεν μπορεί ο άλλος να μιλάει στο κινητό του στην πρώτη σειρά και εσύ να κάνεις σαν να μη συμβαίνει αυτό. Έχω πάρει τηλέφωνο από θεατή που μιλούσε ενώ παίζαμε. Στη «Μεγάλη Χίμαιρα» είχε συμβεί αυτό, έκανα έξοδο από τη σκηνή, περνούσα από τον διάδρομο και της το πήρα. Τα έχασε, δεν κατάλαβε καν καλά καλά τι συνέβη. Βγήκε έξω μετά και έλεγε «Νομίζω ότι ο κ. Τάρλοου μου πήρε το κινητό». Ε, της το δώσαμε. Χρειάζεται χιούμορ σε ό,τι κι αν κάνουμε, πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε αυτό.