Η θεατρική διασκευή σε μια νουβέλα, την «Καρδιά του Σκύλου» του Μιχαήλ Μπουλκάκοφ που γράφτηκε το 1925 στη Σοβιετική Ένωση αλλά δεν δημοσιεύτηκε μέχρι το 1987 λόγω λογοκρισίας, είναι το έργο που βάζει ένα ακόμη λιθαράκι στη συνεργασία του Άρη Σερβετάλη με την σκηνοθέτρια Εφη Μπίρμπα (το τρίτο συνεχόμενο μετά το «Όνειρο Ενός Γελοίου» και τα «καλοκαιρινά» Επιδαύρια «Βατράχια»). Και αποτελεί μια καλή αφορμή για να τον συναντήσουμε ένα πρωί εκεί που κάποτε ήταν το τουριστικό περίπτερο του Αγίου Δημητρίου Λουμπαρδιάρη και λίγο μετά για καφέ στον σταθερά επιβλητικό Διόνυσο για μια γρήγορη κουβέντα εν μέσω προβών και έναρξης (σήμερα, Πέμπτη 11/1, ξεκινάει το ταξίδι του νέου αυτού θεατρικού στοιχήματος).
Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τον καθηγητή Πρεομπραζένσκι που μαζί με τον βοηθό του, δόκτορα Μπρομεντάλ, επιχειρούν ένα τολμηρό ιατρικό πείραμα. Μεταμοσχεύουν την υπόφυση και τους όρχεις ενός νεκρού άνδρα σε έναν αδέσποτο σκύλο ονόματι Σάρικ, με τη φιλοδοξία να δημιουργήσουν ένα νέο μοντέλο ανθρώπου. Το πείραμα δεν θα έχει όμως την αναμενόμενη έκβαση, καθώς ο σκύλος Σάρικ μετατρέπεται σταδιακά σε άνθρωπο αγροίκο, που διαλύει τη γαλήνη της καθημερινότητας και θέτει σε κίνδυνο την κοινωνική θέση και την επιστημονική υπόσταση του δημιουργού του.
Το ευφυές αυτό μείγμα σατιρικής και φιλοσοφικής λογοτεχνίας, που ακροβατεί στα όρια της επιστημονικής φαντασίας και του ρεαλισμού και θίγει θέματα που αφορούν τη φύση και την ατομική ταυτότητα και εγείρει ερωτήματα για τις συνέπειες των κοινωνικών πιέσεων και της επιστήμης, είναι και το σημείο από το οποίο ξεκινά η κουβέντα – με ηχητικό φόντο μια συλλογή διασκευών γνωστών χιτς σε ύφος «για πάντα Χριστούγεννα» που το καλό σουρεαλιστικό σύμπαν προφανώς θέλησε να μας προσφέρει ως δώρο. Γελάμε με την αναπάντεχη μουσική συνοδεία και πατάω το play της καταγραφής.
Πώς ήρθες σε επαφή με το έργο: Αρχικά έπεσα πάνω στο κείμενο του Μπουλγκάκοφ «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» και μετά διάβασα όλα τα έργα του. Κόλλησα με την «Καρδιά του Σκύλου» , το έδωσα στην Έφη, το διάβασε και είπαμε πως είναι κάτι που μας αφορά που μας μετατοπίζει. Ήταν προγραμματισμένο να γίνει πριν τον κόβιντ, ήταν να το κάνουμε ρεπερτόριο μαζί με τον Ρινόκερο, προέκυψαν όμως διάφορα, δεν έγινε και είπαμε πως τώρα είναι η στιγμή να το ενεργοποιήσουμε και να μπούμε σε αυτό το ταξίδι.
Τι είναι αυτό που σε «ακούμπησε» στην ιστορία του; Ότι είναι ένα πολύ ανατρεπτικό έργο. Μπορώ να καταλάβω γιατί είχε απαγορευτεί τόσα χρόνια, από το ‘24 έως το ‘87. Βάζει αυτούς τους προβληματισμούς, πώς ένας άνθρωπος, ένας επιστήμονας, που έχει την πρόθεση να αναζωογονήσει το ανθρώπινο είδος, κάνει ένα πολύ ανατρεπτικό πείραμα και δημιουργείται ένα περίεργο πλάσμα το οποίο αποδομεί όλο το αστικό περιβάλλον του και κάπως σαν να του υποδαυλίζει όλη τη φήμη, την επιστημονική του υπόσταση. Δείχνει πως αυτή η προσπάθεια του να χειραγωγήσεις ή να επιβάλεις σε έναν άνθρωπο πρωτόκολλα συμπεριφοράς, πώς να είναι και πως πρέπει να είναι αρεστός, δεν λειτουργούν. Είναι σαν να κυνηγάς την ουρά σου, δεν οδηγεί πουθενά.
Είναι εντυπωσιακό, ένα έργο να είναι τόσα χρόνια «κρυμμένο» μέσα σε ένα συρτάρι, ξαφνικά να «βγαίνει» στο φως, σε μια άλλη εποχή. Τι είδους επαφή μπορεί να κάνει; Κανείς δεν ήξερε την ύπαρξη αυτού του βιβλίου ως το ‘87, νομίζω πως είχε απαγορευτεί στον Μπουλγκάκοφ ακόμα και να φύγει από την χώρα. Κάποια στιγμή είχε κάνει αίτηση να δουλέψει στο θέατρο του Στανισλάφσκι – δεν είμαι σίγουρος όμως τι έγινε. Τώρα, όσο για το σήμερα και την επαφή που κάνει, μπορεί να μη απαγορεύονται με τον ίδιο τρόπο τα πράγματα αλλά διαισθάνομαι πως είμαστε σε μια παρόμοια κατάσταση. Πως αν η άποψή σου διαφέρει, μπορεί να σε οδηγήσει να υφίστασαι δυσμενείς συνέπειες, ίσως όχι με το να απαγορευτεί η έξοδος από τη χώρα – αν και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να ισχύσει κι αυτό, ανάλογα με το πόσο κρίνεσαι επικίνδυνος στο να παρασύρεις τον κόσμο σε κάτι που δεν είναι επιτρεπτό.
Υπήρχε η φήμη πως ο γιατρός, κατά τον Μπουλγκάκοφ, μπορεί να ήταν και ο Στάλιν. Ναι και το πιο περίεργο είναι πως ενώ του αναγνώρισε την συγγραφική ικανότητα, τα κείμενά του τα χαρακτήριζε αντιπατριωτικά. Αυτή η νουβέλα ήταν, είναι, ένα σχόλιο για τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Το ωραίο είναι ότι ακόμα και ο σκύλος, όταν εξανθρωπίζεται, βρίσκει δουλειά ως οδοκαθαριστής και κυνηγάει τα άλλα ζώα, δηλαδή σκοτώνει γάτες. Ότι έκαναν σε αυτόν δηλαδή. Ένας άνθρωπος που έχει περάσει πολλά, όταν βρεθεί σε θέση ισχύος μπορεί να γίνει χειρότερος και αυτό είναι που κρατά μέσα στο χρόνο. Και δεν σταματάς να αναρωτιέσαι, τι στο καλό, δεν υπάρχει καμιά συνείδηση της Ιστορίας; Μόνο μια ατέλειωτη μνήμη χρυσόψαρου;
Είναι νομοτελειακά βέβαιο, δηλαδή, πως αν αποκτήσεις εξουσία θα αποτύχεις ως άνθρωπος; Όταν μπαίνεις σε θέση ισχύος πρέπει να έχεις μεγάλες αντιστάσεις για να μην κατρακυλήσεις στην εξουσιομανία. Νομίζω ότι αλλοιώνεται ο άνθρωπος. δεν θεωρώ ότι πράττει με καθαρή συνείδηση, δεν εξηγείται διαφορετικά. Με το που δίνεις εξουσία σε κάποιον, το πιο πιθανό είναι να δεις πως μπαίνει σε μια συγκεκριμένη διαδικασία, πως εμφανίζονται σημάδια τυράννου, πως ισχυροποιείται τόσο πολύ ο εγωισμός του που δύσκολα επικοινωνεί. Υπάρχει μια σκληρή αντιμετώπιση προς τους άλλους, δεν είναι πια διαλεκτικός. Είναι σαν να ισχυροποιείται ένα πάθος που δεν μπορείς να το διαχειριστείς, πράττεις σταθερά ανάλογα με το συμφέρον σου για να μη χάσεις τη θέση της εξουσίας και πάει λέγοντας.
Έχεις βρεθεί σε μια τέτοια θέση; Σε κάποια ανάλογη μικροκλίμακα βεβαίως. Στην τοποθέτηση μου μέσα στην οικογένεια μου ή στον επαγγελματικό μου χώρο. Όταν ξαφνικά αισθάνεσαι ότι ο λόγος σου έχει κάποια αξία, εκεί χρειάζεται μια αντίσταση. Στο πώς τοποθετείσαι και στο πώς συμπεριφέρεσαι. Η δική σου επιθυμία δε πρέπει να γίνεται εξαναγκαστικά και επιθυμία των άλλων, πρέπει να υπάρχει ένας διάλογος, μια υποχώρηση ώστε να σχετίζεσαι και με τον άλλο. Δεν είμαστε μόνοι μας. Οι πολύ μεγάλες διοικητικές θέσεις, το να διαχειριστείς ανθρώπους, να μπορείς να τους κατευθύνεις, είναι δύσκολο πράγμα, χρειάζεται ένα χάρισμα, μια ικανότητα και πολύ προσωπικός αγώνας. Να μην παρεκτραπείς. Αυτό που περιγράφει και ο Μπουλγκάκοφ.
Το να «ηγείσαι» μιας παράστασης είναι θέση εξουσίας; Στο θέατρο, ο μαέστρος είναι ο σκηνοθέτης. Αυτός ορίζει τον ρυθμό της παράστασης και τη διαχείριση των ανθρώπων. Στη δική μου περίπτωση, έχω δεχτεί την ευθύνη ενός χαρακτήρα που μπορεί να διέπει όλο το έργο. Πως η συμμετοχή μου μπορεί να θέτει αυτό που θέλει ο ρυθμός και έτσι η τοποθέτηση μου να εξυπηρετεί το όλον. Υπάρχει βάρος, αλλά αυτό που του αναλογεί μέσα στο παιχνίδι.
Στη Καρδιά του Σκύλου, η επιστήμη δείχνει να εξυπηρετεί τον εαυτό της. Αυτό είναι κάτι που απασχολεί τις σκέψεις σου; Ένας επιστήμονας, με την πρόθεση να βελτιώσει το ανθρώπινο είδος, μπαίνει σε μια παρακινδυνευμένη και αχαρτογράφητη έρευνα, και αυτό το κάνει ίσως από προσωπική του ματαιοδοξία – νομίζω πως και ο ίδιος ο συγγραφέας ήταν γιατρός. Ποιον όμως τελικά εξυπηρετεί η επιστήμη; Τον εαυτό της ή τον άνθρωπο; Ποια είναι αυτά τα όρια μεταξύ της επιστήμης και της ηθικής; Και πόσο όλα αυτά τα πρωτόκολλα, αντί να εξυπηρετούν τον άνθρωπο, τον δεσμεύουν, τον φυλακίζουν; Το βλέπουμε και στην τεχνολογία. Ενώ από τη μια είναι τόσο καταπληκτική, μπορείς να επικοινωνήσεις πια με όλο τον κόσμο, από την άλλη μπορεί να σε δεσμεύσει τόσο πολύ. Έχει να κάνει και με το πώς μεταχειρίζεσαι τα πράγματα, πώς τα εντάσεις στην καθημερινότητα σου. Η τρέλα της αντιγήρανσης για παράδειγμα. Ο φόβος του θανάτου. Να μην γεράσεις με τίποτα. Παίρνει ο άλλος διακόσια χάπια την ημέρα για να αισθάνεται νέος, μπαίνει σε διαδικασία να παριστάνει τον νέο, θέλει να νικήσει τον θάνατο, τον σωματικό, και υπάρχει μια επιστημονική κοινότητα που πατάει πάνω σε αυτό και δεν ξέρεις αν εκμεταλλεύεται αυτό τον φόβο του θανάτου με τη γλώσσα της αγοράς ή κατά πόσο θέλει να κάνει κάτι πραγματικά γι’ αυτό Δεν το λέω ισοπεδωτικά, η επιστήμη είναι σημαντική στη ζωή μας, απλά νομίζω ότι στην περίοδο που διανύουμε θεοποιείται με έναν περίεργο τρόπο.
Τι σε ανησυχεί περισσότερο σε αυτή την εποχή; Ότι δεν έχουμε ταυτότητα, ότι στηριζόμαστε στην υλικότητα. Αυτή προεξέχει – όλες οι επιτυχίες και τα θέλω σχετίζονται με τα υλικά αγαθά και δεν δίνουμε βάση σε πιο εσωτερικά πράγματα. Και όλο αυτό με φοβίζει. Κυρίως όταν συμβαίνει σε μένα, όταν πάω να μπω σε μια τέτοια κατάσταση – γιατί δεν ζω εκτός. Ελπίζω μόνο όταν συμβαίνει να είμαι ενεργός, να το συνειδητοποιώ πιο γρήγορα και να μαζεύομαι ευχόμενος αυτά τα μεσοδιαστήματα να γίνουν πιο αραιά.
Το να έχεις έναν πνευματικό σε βοηθά σε αυτή την προσπάθεια; Είναι μια σχέση προσωπική αυτή, η δική μου ψυχοθεραπεία. Ο άνθρωπος είναι ένα μυστήριο. Δεν είναι όμως μόνο αυτός που βοηθά, αλλά κυρίως αυτό που αντιπροσωπεύει. Δεν είναι ότι στην εξομολόγηση λες σε ένα πρόσωπο το κατακάθι σου, είναι ότι εναποθέτεις αυτό που εκπροσωπεί την αλήθεια σου.
Στην περίοδο της πανδημίας αποχώρησες από τον «Ρινόκερο», γιατί δεν ήθελες να παίζει μόνο σε εμβολιασμένους. Πήρες μια θέση, κατηγορήθηκες, αλλά επέμενες σε αυτή. Τι σκέφτεσαι πια για όλο αυτό; Πολύ έντονη περίοδος και αποκαλυπτική. Μου έμαθε πολλά, είδα βιωματικά πως ο φόβος σε γενικό πλαίσιο μπορεί να χειραγωγήσει κράτη ολόκληρα. Το γεγονός πως όλοι μπαίναμε σε μια διαδικασία να στέλνουμε sms στο κάπου, σε ένα νούμερο στο πουθενά, για να βγαίνουμε έξω, ήταν σκέτος σουρεαλισμός. Αν έκανες κάτι διαφορετικό, αισθανόσουν τα βλέμματα όλα πάνω σου, ότι είσαι εσύ ο επικίνδυνος που έχει βαλθεί να σκοτώσει κόσμο. Τότε για μένα δεν ήταν καθόλου εύκολο όλο αυτό, αλλά ήταν κάτι που το πίστευα. Δεν μπορούσα να συμμετέχω σε κάτι που διαχωρίζει τους ανθρώπους, δεν μπορούσα να το κατανοήσω. Δική μου η αδυναμία, σε αυτά που πιστεύω όμως έτσι κάνω και δεν θέλω να εξαναγκάσω κανέναν πάνω σε αυτό. Όταν πήραμε την απόφαση μαζί την Έφη και δεν ξέραμε αν θα συνεχιστεί, είχαμε σκεφτεί πως υπάρχει και η πιθανότητα να μην ασχοληθούμε ξανά με το θέατρο – δεν ήξερες αν θα αλλάξει κάτι.
Και τι θα έκανες; Θα μπορούσα να κάνω διάφορα πράγματα, δόξα το Θεό πιάνουν τα χέρια μου, μαραγκοδουλειές. Σε γειώνει αυτή η δουλειά, ένα και ένα κάνουν δύο. Είναι κάτι πραγματικό και είναι σαν ζωντανός οργανισμός. Είναι και παιδαγωγικό, να πάρεις ακατέργαστη ξυλεία και να τη διαμορφώνεις.
Η Έφη Μπίρμπα, εκτός από σύζυγος είναι και η σκηνοθέτρια με την οποία συνεργάζεσαι συχνά. Είναι κάτι που έρχεται από μόνο του; Έχουμε αυτό το φυσικό, το να δουλεύουμε χωρίς να δουλεύουμε. Βγαίνει εύκολα.
Τηλεόραση θα ξανακάνεις ή την έχεις δαιμονοποιήσει; Όχι βέβαια, είναι πολύ ισχυρό μέσο και το σέβομαι. Απλά δεν έχει τύχει να έρθει κάτι στα χέρια μου που να πω ναι, ωραίο, πάμε να το κάνουμε.
Πόσο ήσουν στα ένδοξα χρόνια της τηλεοπτικής επιτυχίας; Όταν έκανα τότε τηλεόραση ήμουν στα κάγκελα. Στο «Είσαι Το Ταίρι Μου» ήμουν 23 χρονών, τέρμα γκάζι, ήταν δυνατό πολύ, έπαιζε πολύ κυνηγητό στους δρόμους, ήταν και έντονος ο χαρακτήρας στη σειρά και είχε κάνει γκελ.
Ποιο είναι το ωραιότερο που έχεις ανακαλύψει μεγαλώνοντας; Η οικονομία των πραγμάτων. Δεν ξοδεύομαι παντού και στο οτιδήποτε, γίνομαι πιο επιλεκτικός στις περιοχές που διαισθάνομαι ότι μπορώ να αφεθώ, να καταθέσω, να υπάρξω. Πιο παλιά υπήρχε το ξόδεμα σε πολλά πράγματα, το οποίο και φάνηκε πως δεν έχει όφελος, δεν σου επιστρέφει κάτι. Η ηλικία και ο χρόνος είναι σαν να σου δίνει τη δυνατότητα να μάθεις πού να επενδύσεις χωρίς ιδιοτέλεια για να μη πέσεις στο κενό. Δεν θα επιμείνω σε κάτι αν δω πως δεν υπάρχει λόγος, ενώ παλιά το έκανα μέχρι τελικής πτώσης.
Έχεις κάποιο στάδιο στην εργασία σου που προτιμάς, που αγαπάς περισσότερο; Τις πρόβες στο θέατρο. Όλη αυτή η έρευνα για να μπεις στον ρόλο, όσο επίπονη κι αν είναι, και βασανιστική ακόμη, είναι πολύ ωραία.
Σε αυτό το έργο, τι έρευνα έκανες δηλαδή; Για τον σκύλο, για τα ζώα, πώς μεγαλώνουν, τι χρειάζονται.
Δύσκολο να είσαι σκύλος; Το έχω ξανακάνει. Στη «Μήδεια» του Παπαϊωάννου και σε έναν μονόλογο «Ο Ιβάν και τα Σκυλιά», μια αληθινή ιστορία στη Ρωσία με ένα παιδί που μεγάλωσε με σκύλους. Κάπως έχω εντρυφήσει στη σκυλοκατάσταση και αυτή επανέρχεται (γελάει).
Ως «σκυλοπατέρας» που είσαι, με τις γάτες πώς τα πας; Μου αρέσει πολύ ο τρόπος που αντιμετωπίζουν το παιχνίδι, με ελκύει το αιλουροειδές, μου αρέσει το ανατρεπτικό που κουβαλούν. Ο σκύλος έχει μια αγαθότητα, μια παιδικότητα, μια πίστη και αφοσίωση.
Η γάτα δεν έχει τίποτα όλα αυτά, στο λέω εμπειρικά (γελάμε). Ναι, ξέρω, είναι για πάρτη της, είσαι φιλοξενούμενος στο σπίτι σου. Κοίτα να δεις όμως, δεν παίζουν τόσο ωραία; Ο συνδυασμός θα έχει ενδιαφέρον, όπου το έχω δει μου αρέσει, αν και εγώ δεν το έχω δοκιμάσει ποτέ.