ΘΕΑΤΡΟ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Άρης Μπινιάρης: «Την απόρριψη τη φοβάμαι μόνο από αυτούς που με ενδιαφέρουν»

Μετά την αναμέτρησή του με τον Προμηθέα Δεσμώτη στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου το 2021, όλοι πιστέψαμε πως ο Άρης Μπινιάρης είχε «ξεμπερδέψει» με ό,τι ήταν αυτό που τον «έκαιγε» μέσα στην τραγωδία του Αισχύλου. Η Φάρμα των Ζώων εξάλλου και το θεατρικό blockbuster του Μπρέχτ Η άνοδος του Αρτούρο Ούι που ακολουθήσαν, όπως και η «παραγγελία» της Εναλλακτικής Σκηνής της Λυρικής για το ανέβασμα του Σαλό, 120 μέρες στα Σόδομα του Παζολίνι (κάνει πρεμιέρα τον επόμενο μήνα), έφτιαξαν ένα νέο μονοπάτι που, πολύ χαρούμενοι είναι η αλήθεια, βαλθήκαμε μαζί του να εξερευνούμε. Ο Προμηθέας, και κυρίως ο Μπινιάρης, δεν είχε πει όμως την τελευταία του λέξη.

Μια νέα εξερεύνηση πάνω στον αρχαίο μύθο φωτίζεται ήδη από το θεατρικό φως στην καρδιά του κέντρου (Θέατρο Γκλόρια), η Ιταλική σκηνή του θεάτρου δημιουργεί μια αίσθηση πως βλέπεις ταινία, και ένας ακόμη δυστοπικός κόσμος στον οποίο κυριαρχεί ο δογματισμός και η κοινωνική καταπίεση, παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά του με  τη γνωστή ευκρίνεια και εικαστική αρτιότητα που ο σκηνοθέτης συνηθίζει να προσφέρει. Με μερικές πρόσθετες λεπτομέρειες όμως. Τη χρήση μάσκας ή την ενσωμάτωση στίχων του ράπερ Άγνωστος Χειμώνας, που αμέσως έδειξαν πως κάνουν επαφή με κοινό, καθώς η παράσταση συγκαταλέγεται ήδη στα χιτ της χρονιάς.

Πέτυχα τον Άρη Μπινιάρη στο ενδιάμεσο των προβών του Σαλό. Δείχνει ψύχραιμος μπροστά στο μελλοντικό του στοίχημα. Μοιάζει πλήρης μετά από ένα διάστημα γεμάτο «αναγνώριση».  Μιλάμε για την  Αθήνα – «Έχω μείνει σε πάρα πολλές περιοχές της, τουλάχιστον δεκατρείς». Για τον Πειραιά του – «Δεν είμαι Πειραιώτης αλλά έχω μεγάλη αγάπη σε αυτή την περιοχή, εκεί έκανα λύκειο, εκεί πέρασα τα χρόνια της εφηβείας με φουλ συναίσθημα». Για τα πρώτα χρόνια της ενασχόλησης του με την καλλιτεχνία όταν οριζόταν ως καλλιτέχνης του δρόμου και ανήκε σε μια ομάδα που όργωναν και κατακτούσαν το “εκεί έξω” με εφηβική ορμητικότητα και ανεμελιά – «Γοητευτική περίοδος παρά τις δυσκολίες της. Το είχαμε κάνει όμως πολύ οργανωμένα, λειτουργούσε σαν να είχαμε φτιάξει έναν θεατρικό οργανισμό στον δρόμο. Πολύ λειτουργική περίοδος επίσης, σου δείχνει πολλά, ότι πρέπει να διευρύνεις τα εκφραστικά σου μέσα, γιατί δεν έχουν έρθει αυτοί σε σένα να σε δούνε, αλλά έχεις πάει εσύ σε αυτούς, το εισιτήριο το “πληρώνεις”  μετά, όχι πριν, οπότε πρέπει να τους κρατήσεις. Προσωπικά όμως θα σου πω πως το πιο σημαντικό ήταν πως με τα παιδιά αναζητούσαμε μόνοι μας λύσεις στα προβλήματα και στις αναποδιές που εμφανίζονταν κι αυτό είναι κάτι που έχω κρατήσει από τότε, να εκπαιδεύεις τον εαυτό συνέχεια και να εξελίσσει τα μέσα που χρησιμοποιείς».

Μου μιλάει για ένα κείμενο του Old Boy, πάνω στο έργο του Παζολίνι που τον έχει βοηθήσει πολύ στην «αποκρυπτογράφηση» της ταινίας. «Αγαπώ τις αναλύσεις» μου διευκρινίζει, «θα ήθελα να έρθω σε επαφή μαζί του για να μου επιτρέψει να βάλω αποσπάσματα στο σκηνοθετικό μου σημείωμα, είναι πολύ συγκινητικά και βαθιά αυτά που λέει, το έχει πιάσει επί της ουσίας, δεν υπάρχει σεξουαλική διάσταση στο έργο, δεν υπάρχει σεξουαλικότητα, δεν υπάρχει συναίνεση, είναι ένα έργο που μιλά για το μίσος στο σώμα, το μίσος στον ερωτισμό, το μίσος στη φυλή. Λένε πως είναι μια αμφιλεγόμενη ταινία, δεν είναι όμως καθόλου, είναι πολύ σαφής σε αυτά που λέει για τον ναζισμό και όχι μόνο. Έχει μια τόλμη στην πολιτική και υπαρξιακή της θέση, κάτι που στην εποχή μας πια δεν πολυσυνηθίζεται». Σκέφτομαι πως με τις τελευταίες δουλειές του, πάνω-κάτω κινείται στο ίδιο πεδίο. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει ένα κομβικό σημείο σε αυτή την αναζήτηση. «Είναι μια δραματουργική περιοχή που άνοιξε, αν θέλεις, από το Θείο Τραγί» μου λέει, «σαν ατζέντα, σαν κοινές θεματικές. Ήταν κομβικό σημείο αυτή η παράσταση. Κάτι βρέθηκε εκεί, μια αποδοχή του συνόλου πραγμάτων που εμπεριέχουμε στην προσωπικότητά μας. Είναι ένα βαθύ, ανθρωπιστικό έργο. Σε οδηγεί να συμφιλιωθείς με τις σκοτεινές περιοχές σου, με τι απαρτίζεσαι, σε βοηθά να καταλάβεις πως είσαι ένα σύνολο με αντιφάσεις, με συναισθήματα, δυσάρεστα ή ευχάριστα δεν έχει σημασία. Είναι σαν κόλα που συγκολλά. Τα φωτίζει όλα ως μέρη ενός ενιαίου συνόλου. Κάτι που είναι πολύ υγιές, θεωρώ. Το να πεις για παράδειγμα πως απαρτίζεσαι από “όλα τα ζώα του δάσους”, σημαίνει πως δεν επιλέγεις στη ζωή σου κάτι που σε κάνει αστραφτερό ή “καθαρό”, αλλά πως επί της ουσίας διαθέτεις κι άλλα πράγματα. Οπότε κρατώντας μια γραμμή δραματουργική από αυτή την παράσταση και μετά, στην ουσία πλεύρισα μια ίδια περιοχή με διαφορετικούς συγγραφείς κάθε φορά και με κομβικά έργα. Οι τελευταίες τρεις δουλειές είναι η αλήθεια ασχολούνται με τον ναζισμό αρκετά. Ο Αρτούρο Ούι αναφέρεται στην εποχή πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Προμηθέας έχει πολλά στοιχεία που ανοίγουν ζητήματα, ευγονικής και καθαρότητας της φυλής και του αίματος και φυσικά ο Σαλό, που τον τοποθετεί ο Παζολίνι στη ναζιστική Ιταλία πριν την πτώση του καθεστώτος, έχει επίσης την ίδια θεματική».

Μοιάζει σαν να μην θέλει να ξεφύγει από αυτή την περιοχή, σαν να έχει ένα υλικό που δημιουργεί ανάγκη για πολλές αναγνώσεις. Σαν να βρίσκει τα κομμάτια από το παζλ της ίδιας εικόνας, ξανά και ξανά. «Οι παραστάσεις αυτές» συνεχίζει, «έχουν ένα πολιτικό αλλά και ένα υπαρξιακό υπόβαθρο, σαν να είναι ομόκεντροι κύκλοι. Η ψυχή, η προσωπικότητα, το άτομο, η οικογένεια, η κοινωνία, η Ευρώπη, ο κόσμος. Μιλώντας για το ένα, κάνεις αναγωγές σε όλα. Η στιγμή που αισθάνεσαι πως έχεις βρει ένα κέντρο έκφρασης έμπνευσης και μια πηγή που έρχεσαι σε επαφή και αρχίζεις να λες πράγματα, εκεί είναι που μοιάζει σαν να συστήνεσαι πιο καθαρά και πιο εύκολα. Μπορεί ο άλλος να συσχετιστεί μαζί σου, να σε αναγνωρίσει και να σε δεχτεί ή να σε απορρίψει, δεν υπάρχει θολή ζώνη εκεί. Την πρώτη περίοδο που παίζαμε το Τραγί το ’10, τον πρώτο μήνα, είχαμε πέντε θεατές στην αίθουσα, οι περισσότεροι έφευγαν. Κάπως όμως άρχισε μετά να λειτουργεί το “από στόμα σε στόμα”, αυτοί που έμεναν είχαν φαίνεται δύναμη, άρχισε να ακούγεται και γέμισε». Σκέφτομαι αν η ιστορία είχε λειτουργήσει αλλιώς. Αν αυτοί που έφευγαν ήταν αυτοί που θα καθόριζαν την εξέλιξη της ιστορίας. Τον ρωτάω αν η απόρριψη είναι ένας κεντρικός φόβος του. «Τη φοβάμαι» μου λέει, «κυρίως από αυτούς που με ενδιαφέρουν. Μου είναι σαφές πως πρέπει να τη διαχωρίζω από την άλλη που έρχεται από κάποιον που δεν με αφορά. Ή τουλάχιστον το προσπαθώ. Και πολλές φορές το καταφέρνω».

Στην νέα αναβίωση του Προμηθέα, ο κεντρικός ήρωας προσπαθεί να «ορθώσει ανάστημα», μέσα στα όρια μιας αυταρχικής φυλακής υψίστης ασφαλείας, όπου ξεδιπλώνεται και ένα σκοτεινό χρονικό μια σειράς ανακρίσεων. Προς τι όμως αυτή η νέα ανάγνωση και μάλιστα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα από την προηγούμενη; «Όταν διασκεύασα τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου, πάντα αναρωτιόμουν για όλα αυτά τα μυθολογικά στοιχεία που ακούμε σε μια τραγωδία, αυτά που πάρα πολλοί από τους θεατές δεν τα γνωρίζουν την ώρα που βλέπουν  την παράσταση, ενώ αντίστοιχα οι θεατές εκείνου του καιρού τα γνώριζαν. Σκεφτόμουν πόσο συνδεόμαστε μαζί τους, πόσο συντονιζόμαστε με αυτά και τι θα γινόταν αν τα αφαιρούσαμε και τα αντικαθιστούσαμε με κάτι άλλο. Πιάνοντας μέσα από αυτόν τον μύθο κάποια θέματα, αποκτούν μια πιο προσωπική υπόσταση, γίνονται πιο ανθρώπινα. Και ας έχεις τον Προμηθέα που δεν είναι άνθρωπος. Τον έχουμε όμως φωτίσει με τα πιο ανθρώπινα χαρακτηριστικά του. Τον έχουμε κάνει πιο ευάλωτο, πιο ευαίσθητο, πιο εύθραυστο, εκφράζεται παρά πολύ με τη θλίψη του -αυτό είχα στο νου, να εκφράζει την οργή μεν αλλά όχι με ένα έντονα επιθετικό τρόπο, βασικά μέσα από τη  ματαίωση και την πίκρα».

Τον ρωτάω αν υπήρχαν φορές που πίστεψε σε έργα αλλά η πραγματικότητα δεν τον δικαίωσε. «Μου έχει συμβεί να μην επικοινωνήσει ένα έργο» λέει, «κάνοντας όμως μετά μια αξιολόγηση, πώς δούλεψα εγώ πάνω σε αυτό, κατάλαβα πως δεν είχα εργαστεί σωστά, προς τη σωστή κατεύθυνση, ένοιωσα πως δεν ήμουν ευχαριστημένος γιατί δεν είχα προλάβει να κάνω τα πράγματα που ήθελα. Και οι φορές που δεν λειτούργησαν αυτά, ήταν όταν δεν αποφάσισα να ανιχνεύσω καινούργιες περιοχές». Στον Προμηθέα συνεργάζεται με μία ομάδα ηθοποιών air force one: Μιχάλης ΒαλάσογλουΒάσω Καβαλιεράτου, Αυγουστίνος Κούμουλος, Μαρία Μαντά. Με τον πρώτο ήταν μαζί και στη Φάρμα των Ζώων όπως και στην Άνοδο του Αρτούρο Ούι. Τον ρωτάω αν είναι από αυτούς τους σκηνοθέτες που θέλουν την “ομάδα” του. «Έχω σταθερούς συντελεστές » λέει, «πιστεύω στην εμβάθυνση των σχέσεων χωρίς όμως αυτό να περιέχει εξάρτηση. Θέλει μια ισορροπία, θέλει μια προσοχή για να μη δημιουργηθεί ένα κλειστό σύστημα που κάτι δεν αναπνέει. Ο “νόμος” πρέπει να είναι, οι σχέσεις αυτές να έχουν εξέλιξη, αν δεν είναι και γίνονται ρουτίνα, επανάληψη και συνήθεια, σαν να είμαστε μαζί για να μη κουνηθεί κάτι, να μη ξεβολέψουμε κάτι, τότε δεν έχει νόημα».   

Στον Προμηθέα οι λέξεις κυλούν «περίεργα». Αναπνέουν ανάμεσα σε παράλληλα σύμπαντα. Αγωνιούν μέσα σε μια σκληρή αυτοδιάθεση. «Ο λόγος στην παράσταση είναι επιτηδευμένος επίτηδες» λέει ο Μπινιάρης, «γιατί είναι ο λόγος της εξουσίας που σε ζαλίσει εξεπιτούτου. Όσοι θεατές αφήνονται και δεν μπαίνουν στο τριπ να ακολουθούν βήμα-βήμα κάθε λέξη, αρχίζει γι’ αυτούς και λειτουργεί. Είναι σαν ένα ποτάμι λέξεων που κάτι πιάνεις και κάτι αφήνεις. Πολλές φορές επαναλαμβάνονται μέσα από διαφορετικά πρόσωπα. Υπάρχει ένα είδος μουσικής που δημιουργούν αυτές οι περίτεχνες προτάσεις. Υπάρχει ένας μουσικός τρόπος σκέψης μέσα στα νοήματα». Οι λέξεις στον Προμηθέα όμως  δεν κυκλοφορούν μόνες. Είναι ανοιχτές και στους “ξένους”, σε επισκέπτες που κάτω από άλλες προϋποθέσεις θα απείχαν. Εδώ ανοίγουν πόρτες και αγκαλιά για να υποδεχτούν τους στίχους του ράπερ Άγνωστος Χειμώνας, “ο οποίος είναι γνωστός για το αντιδογματικό του ύφος και το κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο των τραγουδιών του. Αυτές  οι λυρικές συνεισφορές, σε συνδυασμό με τον κορμό ενός νέου κειμένου, αποτελούν τον πυρήνα γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται μια σκηνική αλληγορία με όχημα τη μουσικότητα του λόγου, τις ψυχολογικές σημάνσεις και τη σκηνική χρήση της μάσκας, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία ενός πολυδιάστατου παραστασιακού γεγονότος”.

Ζητώ από τον σκηνοθέτη να μου μιλήσει πάνω σε αυτές τι φράσεις που ανακαλύπτω στα συνοδευτικά κείμενα της παράστασης. «Η επιλογή του Άγνωστος Χειμώνας» λέει, «που είναι ένα παιδί στην ηλικία μου, με αντίστοιχα βιώματα, αφού έχουμε μεγαλώσει σε αντίστοιχες  γειτονιές σε συγκεκριμένη φάση της μεταπολίτευσης, ήταν κάτι πολύ φυσιολογικό. Όλα αυτά που εκφράζει στα τραγούδια του τα καταλαβαίνω, τα νιώθω, τα αντιλαμβάνομαι. Εγώ ακούω ραπ και χιπ χοπ από δεκατριών χρονών.  Άκουγα τα αμερικάνικα, τα αγγλικά αλλά και τα πρώτα ελληνικά τότε που ακούγαμε Terror ex Crew, Βαβυλώνα, Active Member. Πηγαίναμε στο Πέραμα, περπατάγαμε στους δρόμους και τα ακούγαμε να φτιάχνονται μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα. Και αργότερα βεβαίως με τους Ψυχόδραμα από τους οποίους είναι και ο Άγνωστος Χειμώνας. Πάντα με εντυπωσίαζε ο τρόπος με τον οποίο τα παιδιά αυτά μπορούσαν να επιδράσουν στο συναίσθημά τους μέσα από τον λόγο τους. Πώς το ενεργοποιούσαν με έναν τρόπο καίριο -και έλεγα, κοίτα ρε παιδί μου, γιατί να μην είναι έτσι μια αρχαία τραγωδία, δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά; Πολλά από αυτά που άκουγα ήταν σαν μονόλογοι τραγωδίας, γι’ αυτό και σκέφτηκα ότι είναι ένας σύγχρονος τρόπος για να ειπωθούν τα θέματα που παρουσιάζονται μέσα από την παράστασή, στον μύθο του Προμηθέα- μου φάνηκε το κατάλληλο όχημα για να πω αυτά που αισθάνομαι, το σωστό καλούπι για να τα ανοίξω. Ήταν πολύ σημαντικό που ο Άγνωστος Χειμώνας, ο Γιώργος, μου επέτρεψε να πάρω τους στίχους του και να κάνω μικρές μετατοπίσεις, μια πολύ ελαφριά απόδοση, ώστε να ενσωματωθεί στο κείμενο. Δεν τον γνώριζα προσωπικά, απλά με συγκινούν οι στίχοι του. Έχω κλάψει με αυτούς, έχω εκφράσει την οργή μου με αυτούς. Έφτιαξα ένα δείγμα, τον πλησίασα, του άρεσε και προς τιμήν του και πάλι, πολύ άμεσα και απλά, μου είπε “ναι, μέσα, πάμε να το κάνουμε”».  

Στον Προμηθέα ο Άρης Μπινιάρης βάζει για πρώτη φορά στην εργασία του τη μάσκα. Μου λέει γι’ αυτό. «Η χρήση της σε μια παράστασή μου, ήταν κάτι που ήθελα από καιρό να δοκιμάσω. Είναι ένα συγκλονιστικό εργαλείο που πάντα με εντυπωσίαζε. Και γίνεται πιο συναρπαστικό έτσι όπως το φτιάχνει η Μάρθα Φωκά. Σαν να έχουν οι μάσκες της ένα σύνολο εμπειριών και βιωμάτων. Σαν να έχει αποτυπωθεί, σε μια κρίσιμη στιγμή, μια σημαντική τους έκφραση. Σε αυτό το έργο από την πρώτη στιγμή ήξερα ότι ταίριαζε η μάσκα. Ήταν αυτή που θα μπορούσε να προσδώσει αυτό το απόκοσμο, το πιο ψυχρό και παγωμένο που ήθελα. Κάναμε πολλή δουλειά. Η Μάρθα τις έφτιαξε, τις διαμόρφωσε κατά τη διάρκεια των προβών, δουλεύοντας πάνω στα πρόσωπα και προσεγγίζοντας τους ρόλους, μετά ο Μιχάλης που είχε ήδη την εμπειρία από παλιά, ανέλαβε και την εκμάθηση των υπολοίπων». Έχω πάντα αυτή την αίσθηση στις δουλειές του, πως είναι πάντα έτοιμος να μπει σε ξένα χωράφια, να δοκιμάσει νέα πράγματα. Συμφωνεί. «Μου αρέσει πάντα να βάζω μια έξτρα πρόκληση. Ξεκινάω πάντα από το έργο, το κείμενο το ίδιο και δουλεύοντας με διάφορους τρόπους αρχίζω σιγά-σιγά να καταλαβαίνω τι χρειάζεται. Έτσι έγινε και με την χρήση της κάμερας στο Ξύπνα Βασίλη, έτσι έγινε και με τα ξυλοπόδαρα στην Ιώ του Προμηθέα της Επιδαύρου, έτσι και με την μακρόστενη πασαρέλα στον Αρτούρο Ούι  -η πρόταση του σκηνογράφου Πάρι Μέξη, η φέτα μιας προβλήτας λιμανιού μου έλυσε πολλά ζητήματα γιατί τοποθετήσαμε έτσι τη δράση σε έναν χώρο, ένα βράδυ, όταν τους βλέπεις όλους να περνάνε, όλη τη διαφθορά της πόλης μαζεμένη σε ένα σκοτεινό μέρος μακριά από τα φώτα, εκεί που εμφανίζονται όλα αυτά τα κατακάθια, οι συμμορίτες, οι γκάνγκστερ, οι διεφθαρμένοι πολιτικοί».

Η Άνοδος του Αρτούρο Ούι με τις βραβεύσεις του και την εμπορική αποδοχή του από τον κόσμο (παίζεται και φέτος για δεύτερη χρονιά) κατάφερε να προσελκύσει και νέο κόσμο σε μια γωνιά της πόλης, τέρμα Δροσοπούλου, Γαλάτσι, χωρίς σχετική προϋπηρεσία. «Άνοιξε ως βεντάλια σε ένα κοινό που δεν ήταν το σύνηθες θεατρόφιλο κοινό» μου λέει, «το οποίο θεωρώ πολύ σημαντικό και αυτό ειδικά σε μια περιοχή που δεν περίμενε κανείς πως θα πάει καλά ένα νέο θέατρο. Μετά την πανδημία τα θέατρα επανάκτησαν την καλή τους επαφή με το ελληνικό κοινό. Και έτσι αποδείχθηκε ότι αυτό που είχε ανάγκη, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια ζωντάνια, μια ανθρωπίλα και μια λιγότερη οθόνη».

Ο Άρης Μπινιάρης σκηνοθετεί τις παραστάσεις Προμηθέας στο Θέατρο Γκλόρια και Η Άνοδος του Αρτούρο Ούι στο θέατρο Αρκ. Το Σαλό, 120 ημέρες στα Σόδομα θα ανέβει στην Ενναλακτική Σκηνή της Λυρικής μέσα στον Φεβρουάριο.
Δημήτρης Πάντσος