ΘΕΑΤΡΟ

The Second Woman: Ο 24ωρος άθλος της Στεφανίας Γουλιώτη

«Πήγα για ένα μισάωρο να τσεκάρω και ξέχασα να φύγω». Αυτό το άκουγες συνέχεια και το καταλάβαινες απόλυτα. Γιατί το ίδιο έπαθες κι εσύ. Κι εγώ. Που πήγα Σάββατο βράδυ στις οχτώ και έφυγα στη μία, και που επέστρεψα το πρωί για να τσεκάρω τις αντοχές του πλάσματος στη σκηνή – άγριο σκυλί του πολέμου, άυπνο και ακούραστο λες και δεν είχαν περάσει δεκαέξι ώρες από πάνω του – και ξεχάστηκα πάλι ως το μεσημέρι. Γιατί αυτό που έβλεπα εκεί, μέσα στον «κύβο», ήταν εθιστικό. Ένα οκτάλεπτο – όσο κράταγε η «επίσκεψη» κάθε άντρα – δεν μου έφτανε. Ήθελα κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο.

Κάτσε όμως να τα πάρουμε από την αρχή, με τα απαραίτητα διευκρινιστικά, για να καταλάβεις γιατί ακριβώς μιλάμε και γιατί σε πήραμε έτσι από τα μούτρα με τον ενθουσιασμό και τα υπερθετικά μας.

The Second Woman @ Pinelopi Gerasimou

Το «Second Woman» είναι ένα 24ωρο νον στοπ θεατρικό -πες το event theatre- που εμπνεύστηκαν οι Αυστραλοί Nat Randall & Anna Breckon και είχε τόση επιτυχία που το είδαν να ανεβαίνει μετά σε όλο τον κόσμο, ξανά και ξανά. Σαν τη λούπα, δηλαδή, πάνω στην οποία στήριξαν την ιδέα τους. Μια γυναίκα χωρίζει με έναν άντρα μέσα σε 8 λεπτά και αυτό επαναλαμβάνεται εκατό φορές συνεχόμενα, όχι με τον ίδιο, αλλά με εκατό διαφορετικούς. Οι ίδιες λέξεις, διαφορετική όμως ενέργεια κάθε φορά. Η μόνη που μένει -άυπνα- σταθερή στην θέση της είναι η γυναίκα. Η Στεφανία -Βιρτζίνια – Γουλιώτη στην περίπτωση μας.

Η ιστορία, κάθε φορά, στη βάση της πάει κάπως έτσι: Ο άντρας μπαίνει μέσα, της λέει κάτι, αυτή του απαντά, του ζητάει να της βάλει ποτό, της βάζει, πίνουν, ακουμπά στο τραπέζι τη σακούλα με τα νουντλς, τρώνε, ανταλλάσσουν κουβέντες, «ποτέ δεν με εκτίμησες», «ποιος εγώ;», «σε αγαπώ», «ναι το ξέρω», αυτή τον λούζει με αυτά που τρώει, σηκώνεται, βάζει το κομμάτι, χορεύει, την πλησιάζει, χορεύουν- με όποιο τρόπο μπορείς να φανταστείς, αυτή σταματάει, πηγαίνει βρίσκει την τσάντα της, του δίνει ένα πενηντάευρο- κάποιοι το παίρνουν κάποιοι όχι, αυτός της λέει κάτι, φεύγει, μουσικούλα, αυτή μαζεύει τα φαγιά, τα ποτήρια, τα ρίχνει στον κάδο, φτιάχνει τις καρέκλες να είναι σωστές και συμμετρικές, κάθεται, περιμένει τον επόμενο. Δύο κάμερες παρακολουθούν, καταγράφουν ανάσες, φυλακίζουν βλέμματα.

@ Margarita Yoko Nikitaki

Ό,τι και να γίνεται, όσο κι αν το σενάριο αλλάζει, όσο κι αν αυτοί οι εκατό άντρες μπαινοβγαίνουν αχόρταγα, με τις μπλούζες που γράφουν σαγαπώ, την βαριά λαικότητα στην κίνηση ή την non binary ατζέντα στην φούστα, την 90s hip hop διάθεση, την γουές άντερσον κωμικότητα, την έντονη διαφορετικότητα δηλαδή έτσι όπως ακολουθούν ο ένας τον άλλο σαν στρατευμένα playmobil στηην υπηρεσία της μιας θεότητας, υπάρχουν δύο τρία πράγματα στα οποία κολλάς κάθε φορά – πέρα από το τραγούδι, δηλαδή, που ήδη από την τρίτη-τέταρτη «εμφάνισή» του έχει γίνει εσωτερικό τατουάζ στο κεφάλι σου. Όπως και αυτό το αέρινο κόκκινο φόρεμα που τη βοηθά να κινείται ελεύθερα και κυρίως να χορεύει όσο πιο ερωτικά ή κωμικά το επιθυμεί. Στα ποτά στο μπαρ – αλήθεια τι θα γινόταν αν κάποιος σκανταλιάρης έβαζε στα μπουκάλια αληθινά. Στα νουντλς και στις υποθέσεις που κάνεις κάθε φορά για το που θα προσγειωθούν, στα μαλλιά, στα πόδια, μέσα από την κάλτσα (το είδαμε). Και φυσικά σε αυτό το εξότικ ντάνσιν του τέλους, γιατί πραγματικά δεν ξέρεις πώς η απίστευτη πλαστικότητα του σώματος της θα εκδηλωθεί και θα ακουμπήσει πάνω στο ξάφνιασμα του -επί της σκηνής- συνοδοιπόρου της.

Αργότερα, όταν οι πληροφορίες ήρθαν για να απαντήσουν σε απορίες, μάθαμε ή κατανοήσαμε κι άλλα. Όπως ότι ναι, υπάρχει μια βάση διαλόγου στο τι θα ειπωθεί, αλλά οι αυτοσχεδιασμοί είναι απαραίτητοι. Για παράδειγμα την πρώτη ατάκα, «Συγνώμη που σε…», καλούνται να τη συμπληρώσουν κατά το δοκούν – συγνώμη που σε ξέχασα, συγνώμη που σε απάτησα, συγνώμη που έχασα το τρένο. Οι άντρες είχαν στα χέρια αυτή τη βάση σεναρίου και τη δούλεψαν μόνοι τους. Δεν έγινε καμία πρόβα μαζί με την Γουλιώτη. Δεν γνώριζαν για το πενηντάευρο στο τέλος, για αυτό και όπως βλέπαμε δεν ήξεραν τι να κάνουν- να το πάρουν ή όχι, και πώς αυτό θα το ενσωματώσουν στην τελική τους ατάκα την ώρα που άνοιγαν την πόρτα για να φύγουν.

Το βράδυ του Σαββάτου, λίγο πριν τις δύο ανέβηκε στη σκηνή μαζί της ένας που ήξερα. Τον έχασα κι έσκασα. Γιατί αν υπήρχε μέτρο «επιτυχίας» από τις αντιδράσεις του κοινού, ο Βαγγέλης θα είναι μάλλον στις τοπ εμφανίσεις. Του στέλνω μήνυμα, «είσαι εδώ;», απαντά «έχουν περάσει ώρες και μέρες και είμαι ακόμη εκεί». Θέλω να μάθω πώς είναι να είσαι μέσα στο «κουτί», απέναντι σε αυτό το ακούραστο πλάσμα, πώς είναι να είσαι ένας από τους εκατό, σε ένα έργο που πλέον έχει φτιάξει τη δική του ιστορία. 

Μου λέει: «Ήταν συγκλονιστική εμπειρία αυτό που έζησα, ανεπανάληπτη όσο κι αν αυτό ακούγεται τετριμμένο. Είναι μοναδική περίπτωση η Γουλιώτη. Γιατί είχα μπροστά μου ένα άνθρωπο που ναι μεν ήταν εκεί ήδη εννέα ώρες, αλλά ήταν σαν να έβλεπε άνθρωπο για πρώτη φορά. Σαν να ήμουν ο νούμερο ένα. Είτε ήμουν το 100 είτε το 1 νομίζω, η ενέργεια της θα ήταν το ίδιο». Και πως την αντιμετώπισες όταν αυτό ξεκίνησε; «Επέλεξα να έχω πολύ χιούμορ στον χαρακτήρα που έπλασα», μου λέει, «ακριβώς γιατί αυτή η γυναίκα ήταν ήδη εκεί τόσες ώρες, να μην μπω με μια συνθήκη τύπου, συγνώμη άργησα, είχε κίνηση στον δρόμο. Αποφάσισα να το πάω αλλού. Τρελό άγχος, να τα λέμε κι αυτά. Μπαίνω, την κοιτάω, γυρνάει και σταματάει ο χρόνος, μεταφέρομαι σε έναν άλλο πλανήτη, έχω μπροστά μου τη Γουλιώτη, πρώτη επαφή – την έχω δει στο θέατρο αλλά να κοιτάει εμένα όχι. Να ξέρεις ότι από κάτω έχει και εφτακόσια άτομα… είχε ένα ωραίο φιλέ όμως σαν σίτα, δεν έβλεπες κάτω. Παγώνει ο χρόνος και της λέω «συγνώμη που σου πήρα με λαχανικά, δεν είχε με κοτόπουλο» και πέφτει μια Στέγη κάτω… Και μετά λέω «με καθυστέρησε η κινέζα γιατί δεν ήξερα κινέζικα».

Γελάω και τον ακούω να συμπληρώνει «η Γουλιώτη έχει απίστευτα εργαλεία, έβλεπα κάθε μυ στο πρόσωπο της, την παρατηρούσα, με παρατηρούσε, ήταν ο αντικατοπτρισμός μου, έβλεπα επίσης εμένα στο πρόσωπο της, καθρέπτης κανονικός και νευρίαζα για το πώς ήμουν. Με βοήθησε πάρα πολύ, με έκανε να νιώσω άνετα». Τα νουντλς, στην περίπτωση του, που προσγειώθηκαν; «Μου τα έτριψε στη μούρη, στη μπλούζα, τα έβαλε και μέσα από τη μπλούζα» λέει και γελάει. Και ο χορός; «Όταν άρχισε», απαντά, «ένιωσα την απόλυτη εμπιστοσύνη. Και αισθάνθηκα πως και αυτή ένιωσε το ίδιο. Σε κάποια στιγμή που την είχα σηκώσει ψηλά κι αυτή με “αγκάλιαζε” με τα πόδια της στη μέση μου, κάνει μια πραφ και ανέβηκε πάνω στο κεφάλι μου και έκανε κατακόρυφο πάνω από την πλάτη μου. Σκέψου να είναι ανάποδα με τα πόδια ψηλά και το κεφάλι μου να βγαίνει μέσα από το κόκκινο φουστάνι. Και κάτω στο κοινό το παραλήρημα.. χαχα». Και όταν τελείωσε αυτή η βαθιά ευρηματικότητα; «Δεν μπορούσα να μιλήσω, έβγαζα μόνο κραυγές, όλα λειτουργούσαν στο κόκκινο».

Το τραγούδι

Aura – Taste Of Love

«Baby I open the door / So you’ll come right in
And give me much more/ Could it be that you came from above
Cause you walked right in like the angle of love / Everyday from the depth of my heart, / am thanking the stars for bringing you my way/ Pain and ray and the ten thousand tears we shared

I’ll always be there / I wanna taste ur love
And I wanna make your heart my home / Now am ready to let it all gone
If he wants to give you more

Am addicted to take the taste of your…
I wanna taste your love»

Το ανακαλύψαμε στο compilation «Purple Snow: Forecasting the Minneapolis Sound» του 2013. Ένα άλμπουμ που κυκλοφόρησε από την The Numero Group και καταγράφει την ιστορία της funk μουσικής σκηνής της Μινεάπολης – μια πιο εκλεπτυσμένη και φουτουριστική εκδοχή αυτού του μουσικού στυλ. Το άλμπουμ είναι μια δημιουργία του πρώην συντάκτη του Wax Poetics, Jon Kirby, ο οποίος χρειάστηκε δύο χρόνια για να ταξιδέψει ψάχνοντας να βρει αυτές τις σπάνιες ηχογραφήσεις και να μαζέψει το υλικό.

Τα 13 από τα 32 κομμάτια της συλλογής δεν είχαν κυκλοφορήσει ποτέ πριν, ενώ μερικά από τα σινγκλ που συμπεριλήφθηκαν είχαν αρχικά κυκλοφορήσει μόνο σε 500 αντίτυπα, τα οποία πουλήθηκαν σε εκκλησιαστικές ομάδες και παλιούς φίλους από το λύκειο. Το Taste of Love ήταν από τα τυχερά. Είχε κυκλοφορήσει σαν 7ιντσο από την Chakra Records το 1977 και η γλυκιά του συγχορδία, ο τρόπος με τον οποίο το ρεφρέν αλληλοεπιδρά με το ελαφρύ κιθαρίστικο θέμα του, είναι αυτά που σύμφωνα με τον μύθο ενέπνευσαν τον Prince να συνθέσει το πρώτο του επιτυχημένο σινγκλ με το «I Wanna Be Your Lover» δύο χρόνια αργότερα και να προσφέρει στο πλατύ κοινό την πρώτη εισαγωγή στον υπέροχο «Ήχο της Μινεάπολης».

Νίκος Καραθάνος @ Stephie Grape

Γιώργος Χρυσοστόμου @ Pinelopi Gerasimou

Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος  © Margarita Yoko Nikitaki

Οι διάσημοι φίλοι της

Μέσα στους 100 άντρες ήταν και κάποιοι επαγγελματίες ηθοποιοί ή κάποιοι άλλοι αγαπητοί στο πλατύ κοινό. Εγώ είδα, μετά τις δέκα βράδυ Σαββάτου, τον Γιώργο Χρυσοστόμου (ξεκαρδιστικός) και λίγο μετά τις δώδεκα τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο (υπέροχα φορμαλιστής). Το πρωί, μετά τις εννιά, πέτυχα τον Μάκη Παπαδημητρίου (καταπραϋντικός). Αν είχα κάτσει όλο το 24ωρο κοντά της, θα ανακάλυπτα πως στη σκηνή ανέβηκε ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Νίκος Καραθάνος (ο 100ος με τον οποίο και έκλεισε αυτόν τον θεατρικό θρίαμβο), ο ηθοποιός Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, o τραγουδιστής  Πάνος Μουζουράκης, ο χορευτής, χορογράφος και σκηνοθέτης Χάρης Κούσιος, ο κριτικός κινηματογράφου και διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Ορέστης Ανδρεαδάκης, ο δημοσιογράφος και Editor In Chief της Lifo Αλέξανδρος Διακοσάββας

Μάκης Παπαδημητρίου @ Stephie Grape

Πυγμαλίων Δαδακαρίδης @ Margarita Yoko Nikitaki

Η οικειότητα τους με την Γουλιώτη ήταν εμφανής, όπως και το διαφορετικό επίπεδο στη λεκτική «μάχη». Οι σιωπές, τα κρυφά μειδιάματα, ο ρυθμός που πήγαινε κόντρα στις εμφανίσεις των άλλων αντρών, «ξεκούραζαν» προφανώς την ηθοποιό, που ένιωθε ένα πιο ασφαλές περιβάλλον για να απλωθεί, αλλά και εμάς που βλέπαμε ένα διαφορετικό φιλτράρισμα, πιο θεατρικό, πιο ισότιμο. Δεν χρειαζόταν να έχει αυτή τον έλεγχο. Μπορούσε να αφεθεί. Μπορούσε απλώς να αφήσει τον άλλο να την οδηγήσει. Ωραίες αυτές οι «επεμβάσεις» και ορθώς επιλεγμένες.

Δημήτρης Πάντσος