Είναι περίεργο να μιλάς για Τα Σκυλιά, μια παράσταση που έκανε το θεότρελο buzz της πριν προλάβει καν να δώσει το όποιο σύνθημα για την εκκίνηση της και που τέλειωσε πριν το καταλάβουμε. Έσκασε μέσα στον άγριο καύσωνα και δρόσισε με την ειλικρίνεια, την χαριτωμενιά της αλλά και τη βαθιά της ωμότητα, τις πιο ζεστές νύχτες του αθηναϊκού Ιουλίου. Και το περιβόητο «από στόμα σε στόμα» πήγε πιο σφαίρα και από την ταχύτητα του ήχου.
Όχι, δεν έφταιγε η εξωφρενική επικαιρότητα του θέματος, πάνω στην άγρια σοδομική κακοποίηση ενός σκύλου σε επαρχιακή πόλη που έγινε πριν λίγο καιρό και η ανάμνηση της φρίκης που ήταν ακόμη νωπή στη μνήμη του πλήθους. Ούτε το εύλογο φλερτ με τη φιλοζωική ευαισθησία πολλών θεατών, ούτε καν η ιδέα πως στο μισό όλοι οι ηθοποιοί τρέχουν σαν ζώα και στο άλλο μισό περπατούν σαν άνθρωποι – άρα έξοχο, άρα άχαστο, άρα γουατ δε φακ. Ούτε καν η φήμη (α.κ.α βεβαιότητα) πως φλερτάρει με τους Όρνιθες και τον ζωομορφικό Χορό των πουλιών – άρα ένα ενδιαφέρον (α.κ.α ρίσκο) παραπάνω θα το ‘χει.
Ήταν ξεκάθαρα ο τρόπος που το πούλησαν όσοι το είδαν. Αυτό δηλαδή που έκαναν όσοι πήγαν εκεί, στην Πειραιώς 260 (και εγώ επίσης), όταν μετά το επικοινώνησαν στους άλλους. Ο παλλόμενος ενθουσιασμός τους έριχνε βουνά στις θεατρικές θάλασσες, με ευκολία και μέγιστο παρορμητισμό. Η χροιά της φωνής τους το ξεκαθάριζε: το μεγαλύτερο λάθος που θα μπορούσες να κάνεις ήταν να το αγνοήσεις.
Και έτσι τα Σκυλιά χτύπησαν τρία γενναία sold out και τις τρείς μέρες που ανέβηκαν και άφησαν αυτή τη στυφή γεύση που σου μένει στα φεστιβάλ όταν πέφτεις πάνω σε αυτό το τόσο ξεχωριστό που μετά χάνεται: «και τώρα τι; δεν μπορώ να το ξαναδώ;».
Το είδα ευτυχώς το Σάββατο. Όταν ξύπνησα το πρωί δεν είχα σκεφτεί που θα με βρει το βράδυ. Πιθανολογούσα στο σπίτι, χωμένος μέσα στην επανάληψη των δύο κύκλων του The Bear για να μπω επιτέλους περιχαρής στον τρίτο. Μια διαδυκτιακή περιπλάνηση όμως μαζί με τον πρώτο καφέ, και τα υπερθετικά σχόλια που ξεχείλιζαν από την οθόνη, από όσους είδαν τα Σκυλιά το προηγούμενο βράδυ, με έβαλαν σε πειρασμό. Έκλεισα μια από τις τελευταίες τρεις θέσεις εκεί ψηλά, στη σειρά 25 που κουνάει σαν κουπαστή σε πλοίο όταν το χτυπά θαλασσοταραχή (πότε θα γίνει κάνα κουλό να τρέχουμε) και βούτηξα στις πληροφορίες για να ξέρουμε που βαδίζουμε:
«Μια ομάδα “σκύλων” εμφανίζεται στη σκηνή ως άλλος Χορός αρχαίας κωμωδίας. Αποστολή τους είναι να διαλευκάνουν τα γεγονότα γύρω από την άγρια κακοποίηση και θανάτωση ενός όμορφου κατοικίδιου σκυλιού σε μια επαρχιακή πόλη της Ελλάδας, δίπλα σε ένα αρχαίο μαντείο. Ποια εκδοχή είναι η αληθινή; Ήταν άνθρωπος ο δολοφόνος, όπως είχε ακουστεί αρχικά, ή το οικόσιτο ζώο έπεσε θύμα αγέλης άλλων, αδέσποτων σκύλων, όπως λέει το τελικό πόρισμα των αρχών; Σε μια πολιτεία των σκύλων, απελευθερωμένη από την εξουσία των ανθρώπων, θα μπορούσαν, επιτέλους, τα κακοποιημένα ζώα να βρουν δικαιοσύνη;».
Και έτσι βρέθηκα, μόνος και σίγουρος, αντιμέτωπος με ένα έργο που συνοδευόταν παραδόξως από αυθόρμητες βεβαιότητες, παρά τη «βαρύτητα» του θέματος: «Θα γελάσεις πολύ».
Δεν γέλασα πολύ. Αλλά είμαι και παράξενος, γελάω συνήθως με αυτά που δεν γελάνε άλλοι. Αλλά δεν θυμάμαι σε ποια άλλη παράσταση τα τελευταία χρόνια είχα τόσο σταθερά το χαμόγελο ανοιχτό, απολαμβάνοντάς ένα εξαιρετικό παιχνίδι ανάμεσα σε λέξεις, ιδέες και νοήματα. Να «κολυμπώ» επίσης χωρίς δεύτερη σκέψη σε μια θεατρική ροή που δεν πτοείται από τον χρόνο. Να σκέφτομαι τι είδους πράγματι θεατρικό ντοκιμαντέρ είναι αυτό, που βασίζεται τόσο σίγουρο, σταθερό και ελεύθερο σε ένα αληθινό αστυνομικό δελτίο, αλλά και πόσο καθαρά εκμαιεύει τις αλληγορίες του πάνω στην βία των δυνατών και την ήττα των αδυνάτων. Και βεβαίως να κοιτώ με ορθάνοιχτα μάτια για να μη χάσω στιγμή από αυτά που προσφέρουν τόσο γενναιόδωρα οι έξι σωματικές ερμηνείες που σχηματίζουν το έργο.
Δεν τις συναντάς και τόσο εύκολα. Αυτό βεβαίως ήταν και το ζητούμενο. Τα Σκυλιά τρέχουν σαν ζώα, τσακώνονται σαν ζώα, πονούν και κλαίνε σαν ζώα. Και κάπου ενδιάμεσα, στέκονται σαν άνθρωποι, εξηγούν σαν άνθρωποι, εγκληματούν σαν άνθρωποι. Ο Κωνσταντίνος Μωραΐτης, ο Γιώργος Κατσής, η Έλενα Μαυρίδου, η Μαρία Πετεβή, ο Gary Salomon, ο Cem Yiğit Üzümoğlu είναι οι έξι -ισάξιοι- ηθοποιοί της παράστασης. Ο πρώτος είναι αυτός που έχει αναλάβει με αρτιότητα και σχολαστική λεπτομέρεια το training animal body. Μαζί με τον δεύτερο έχουν «κλείσει» την ωραιότερη και τη δυσκολότερη σκηνή – στο τέλος της είναι που αντιλαμβάνεσαι και τη σκηνοθετική ευφυία του Αζά, πώς καταφέρνει να επαναφέρει το «γέλιο» σε μια χρονική στιγμή που θεωρητικά θα ήταν αδύνατο. Στην Πεφάνη -ποιος θα μπορούσε να σκεφτεί όταν την βλέπαμε στις τηλεοπτικές Μέλισσες περί τι είδους ερμηνευτικού πολυεργαλείου επρόκειτο- ανήκει ο απολαυστικότερος σκύλος, ο Ζαχαρίας, ο σκύλος του παπά του χωριού. Με δεύτερο βραβείο στον ξένο αδέσποτο, τον Τούρκο Tσοπάν, που μένει κρυμμένος σε σπηλιά και έχει, σε αντίθεση με ό,τι δείχνει, μια μεγάλη ευγενική καρδιά. Κι ένα έξτρα χειροκρότημα για τη μουσική του Παναγιώτη –Panu– Μανουηλίδη. Θα ήταν μια άλλη παράσταση χωρίς τη ζωντανή του παρουσία δίπλα στα ζώα.
Υποψιάζομαι πως με κάποιο τρόπο τα Σκυλιά θα ξαναεμφανιστούν, μου φαίνεται απίθανο το αντίθετο. Αν ναι, ξέρεις νομίζω τι πρέπει να κάνεις.