Ψηλά στη Δροσοπούλου, εκεί που η Κυψέλη πάει να συναντήσει το Γαλάτσι, το λευκό φως πάνω στα μαυροκόκκινα χρώματα τραβάει την προσοχή. Στο Θέατρο ARK ανεβαίνει η παράσταση του Άρη Μπινιάρη «Η Άνοδος του Αρτούρο Ούι». Μετά τους Πέρσες, το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στην Επίδαυρο, τον Προμηθέα Δεσμώτη, τη Φάρμα των Ζώων, το Θείο Τραγί, τις Βάκχες, όλα φαίνεται πως οδηγούσαν σε αυτήν την ώρα. Το ανέβασμα του έργου του Γερμανού θεατρικού συγγραφέα, Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Η Άνοδος του Αρτούρο Ούι» μετρά ήδη μια πλειάδα παραγωγών στη χώρα, όμως αυτή ίσως έχει κάτι περισσότερο να μας δείξει για την άνοδο του φασισμού.
Σαν να βλέπεις φιγούρες από κόμικ να ζωντανεύουν υπό τον ψυχρό μπλε φωτισμό, σαν να βλέπεις ταινία της DC Comics με τους ήρωες να ξεπηδούν από τη Gotham City, το μπρεχτικό σύμπαν που ζωντανεύει αυτά τα βράδια στην Κυψέλη, έφερνε κάτι σε Peaky Blinders. Με τη σκηνοθετική πινελιά του, ο Άρης Μπινιάρης, έφερε την ιστορία της ανόδου του ναζισμού στη Γερμανία μέχρι την κατάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ όσο πιο κοντά στο σήμερα γίνεται, με έναν μανδύα γκανγκστερικού εγκλήματος στην Αμερική του μεσοπολέμου.
Στον δυστοπικό χωροχρόνο που έφτιαξε πάνω σε μια βιομηχανική κατασκευή, παρακολουθείς πως ο άκρατος και δίχως όρια καπιταλισμός προκαλεί την φτωχοποίηση μιας πόλης. Και ξέρουμε από πρώτο χέρι τι φέρνει στο διάβα της η χρεοκοπία. Στρεφόμαστε ο ένας πολίτης απέναντι στον άλλον, ο κόσμος κονταροχτυπιέται για ελάχιστα τρόφιμα και η ασφάλεια παίρνει την κάτω βόλτα. Τον κίνδυνο σχεδόν τον μυρίζεις στον αέρα.
Ο Αρτούρο Ούι, τον οποίο ο Γιώργος Χρυσοστόμου παίζει εξαιρετικά ως αρχηγός μιας συμμορίας γκάνγκστερ, ήταν στην αρχή καμπουριασμένος κι έψαχνε τα πατήματά του. Σταδιακά, τον βλέπουμε να εξελίσσεται σε έναν ισχυρό εκπρόσωπο του φοβισμένου λαού και σιγά-σιγά, πίνοντας αίμα, ορθώνει το ανάστημά του, σφυρηλατεί τον λόγο και τελειοποιεί τη ρητορική του δεινότητα, αποκτώντας τελικά μια κορμοστασιά γεμάτη σιγουριά και ένα βλέμμα δαιμονισμένο.
Ο Ούι συνεργάζεται με το Τραστ του Κουνουπιδιού, έναν διεφθαρμένο δήμαρχο, χειραγωγεί τον γερο-Ντόγκσμπαροου, τον χαρακτήρα του οποίου ερμηνεύει ο Γιάννης Αναστασάκης, και δολοφονεί δημοσιογράφους. Έτσι, από το περιθώριο της κοινωνίας γίνεται προσφιλής ηγέτης, βίαιος κι ανεξέλεγκτος, επιτίθεται και σε άλλες πόλεις. Μαζί με τον νευρωτικό χορό της αποκρουστικής συμμορίας του, κατασκευάζεται σαν καλοκουρδισμένη μηχανή ο φασιστικός μηχανισμός, με αποκορύφωμα τη συνταρακτική στιγμή που τεντώνουν τα χέρια όλοι μαζί σε ναζιστικό χαιρετισμό.
Σύσσωμη και συντονισμένη στο σύνολό της, η υποκριτική ομάδα με τους Γιάννη Αναστασάκη, Μιχάλη Βαλάσογλου, Θανάση Ισιδώρου, Άρη Κασαπίδης, Τάσο Κορκό, Κώστα Κορωναίο, Δαυίδ Μαλτέζε, Ερρίκο Μηλιάρη, Μαρία Παρασύρη, Αλεξία Σαπρανίδου, Φοίβο Συμεωνίδη, δημιουργούν χορογραφημένες ομαδικές συνθέσεις, χάρη στην Χαρά Κότσαλη, που συνεισφέρουν στο μήνυμα, την αισθητική και την πρόθεση του μπρεχτικού έργου.
Η ταύτιση με το σήμερα και τις συζητήσεις περί Χρυσής Αυγής και απαγόρευσης του κόμματος του Κασιδιάρη να συμμετέχει στις βουλευτικές εκλογές είναι αναπόφευκτη. Είναι απαραίτητο να υπάρχει μια απόσταση από τα όσα συμβαίνουν στην πραγματική ζωή και αυτό επιτυγχάνεται, παρά την αρχική αίσθηση έλλειψης του ωμού ρεαλισμού και της συναισθηματικής εμπλοκής από πλευράς θεατή.
«Ζούμε σε μια εποχή που το μέλλον του ανθρώπου είναι ο άνθρωπος. Ο φασισμός δεν είναι καμιά φυσική καταστροφή που εξήγησή της να έχει τη φύση του ανθρώπου» έλεγε ο Μπρεχτ, θεατράνθρωπος από τους σημαντικότερους. Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ο Μπρεχτ αυτοεξορίστηκε. Θέλοντας να σημαδέψει τους μηχανισμούς που γεννούν το φασισμό, ο Μπρεχτ επιδιώκει την αποστασιοποίηση. Στο βιβλίο του, το «Μικρό Όργανο για το Θέατρο» αναπτύσσει τη θεωρία του για το Επικό Θέατρο, κατά την οποία θέλει να πείθει το κοινό ότι αυτό που βλέπει στη σκηνή είναι μονάχα μια εξιστόρηση γεγονότων, αποφεύγοντας την ταύτιση.
Η χωροταξία της συγκεκριμένης θεατρικής σκηνής, με τις θέσεις των θεατών να είναι τοποθετημένες απέναντι και στη μέση η σκηνή, συμβάλλει σε αυτήν την αποστασιοποίηση και τη μη ταύτιση, καθώς διακρίνεις καθαρά τα πρόσωπα των άλλων θεατών. Σε συνδυασμό με τη χρήση μικροφώνου και τα υπόλοιπα ηχητικά εφέ, η απόσταση εντεινόταν ακόμη περισσότερο. Το εφέ του καπνού, ο σχεδιασμός του ήχου από τον Χάρη Κρεμμύδα που παρέπεμπε σε κινηματογραφικά εφέ, η ζωώδης κινησιολογία, με τις υπερβολικές χειρονομίες, το ντύσιμο και το μακιγιάζ με τα βαμμένα άσπρα πρόσωπα των ηθοποιών, σε απομάκρυναν τόσο ώστε να φαντάζεσαι έναν άλλο κόσμο, μακρινό, πιο εξπρεσιονιστικό. Ο σκηνοθέτης κατάφερε και δημιούργησε ένα άλλο, αυτοτελή και αποκρουστικό σύμπαν.
Η μακάβρια αυτή φάρσα μέσω της παραβολής δίνει τη δυνατότητα στον Μπρεχτ να μας δείξει πως αυτά τα γεγονότα δεν είναι μόνο μια ιστορία, αλλά ένας μύθος που έχει κι ένα ηθικό δίδαγμα. Δεν πρόκειται για ένα μεμονωμένο γεγονός που συνέβη μόνο μία φορά στα χρονικά και δεν πρόκειται να επαναληφθεί. Για αυτόν τον λόγο, επειδή ο ίδιος έζησε τον Ναζισμό στο πετσί του, θέλει να μας υποδείξει τον μηχανισμό που εκτρέφει το τέρας του φασισμού κι όχι τα συγκεκριμένα πρόσωπα, τα πορτραίτα των οποίων σαφώς ζωγραφίζονται.
«Οι μεγάλοι πολιτικοί εγκληματίες πρέπει να εξευτελιστούν πέρα για πέρα και κατά προτίμηση με τη γελοιοποίηση. Γιατί δεν είναι κατ’ αρχήν μεγάλοι πολιτικοί εγκληματίες, αλλά εκτελεστές μεγάλων πολιτικών εγκλημάτων, πράγμα που είναι τελείως διαφορετικό», έγραφε ο ίδιος ο Μπρεχτ.
Κατεβάζοντας από το βάθρο τους τα μεγάλα ιστορικά πρόσωπα, όπως ο Χίτλερ και ο Γκέμπελς και μέσω της γελοιοποίησης και του ξεμπροστιάσματος, τα παρουσιάζει σε μια καθημερινότητα, όπου ο μέσος πολίτης (γιατί όχι και ο/η σύγχρονος/η θεατής/θεάτρια) να αναρωτηθούν αν θα μπορούσαν να αποτρέψουν την άνοδο του Αρτούρο Ούι ή την άνοδο του Χίτλερ. Διότι ο ίδιος ο τίτλος του έργου -πλήρης- ήταν «Η αποτρεπτή άνοδος του Αρτούρο Ούι», καθώς το νόημα είναι τι θα γινόταν αν οι άνθρωποι ή οι μηχανισμοί είχαν αντιδράσει έγκαιρα. Εν τέλει, ποια είναι και ήταν η ευθύνη των πολιτών στο να εμποδίσουν τον Ούι και τον κάθε Ούι;
Οι «κακοί» πάντοτε θα υπάρχουν άλλωστε. Το ζήτημα είναι τι κάνουν οι υπόλοιποι και γιατί μένουν σιωπηλοί όταν βλέπουν τη διαπλοκή, τα συμφέροντα και την αισχρή κερδοφορία να μπαίνουν μπροστά; Γιατί από τα κάτω δεν υπάρχει καμία αντίσταση; Ο Μπρεχτ πάντα με τα έργα του ήθελε να ενθαρρύνει τον κόσμο να σκεφτεί…