Οι δύο διάσημες όπερες του Γκλουκ πάνω στον αρχαιοελληνικό μύθο της Ιφιγένειας – η Ιφιγένεια εν Αυλίδι και η Ιφιγένεια εν Ταύροις – έγιναν για πρώτη φορά μία ενιαία παράσταση που έκανε την εξαιρετικά επιτυχημένη πρεμιέρα της τον περασμένο Ιούλιο στο Φεστιβάλ του Αιξ αν Προβάνς, στη νότια Γαλλία, σε σκηνοθεσία και σκηνικά του κορυφαίου Ρώσου σκηνοθέτη Ντμίτρι Τσερνιακόφ και μουσική διεύθυνση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Διεθνούς Φεστιβάλ Γκλουκ Μίχαελ Χόφστεττερ.
Με αυτή την παράσταση λοιπόν, τη βραβευμένη ως «καλύτερη νέα παραγωγή του 2024» στα International Opera Awards, σε συμπαραγωγή με το Φεστιβάλ του Αιξ αν Προβάνς και την Εθνική Όπερα του Παρισιού, άνοιξε τη νέα της σαιζόν η Εθνική Λυρική Σκηνή.
Η εμπειρία είναι μοναδική, τσεκαρισμένο, και υπάρχουν αρκετοί λόγοι που το αποδεικνύουν. Προσωπικά ξεχώρισα τους εξής πέντε:
Επί της ουσίας δεν είναι ένα συνεχόμενο πεντάωρο “βαγκνερικό” έπος αλλά δύο δίωρα, με μία ώρα στο ανάμεσα για να βγεις στο φουαγιέ ή στο αίθριο, να καπνίσεις, να πιείς ένα κρασί, να το συζητήσεις, να δεις τα άστρα, που έτσι όπως πάει ο καιρός, μεταξύ μας, θα τα βλέπεις χωρίς συννεφιές ως το καλοκαίρι.
Έχει μια πλούσια ιστορία από πίσω, που δεν σε αφήνει ασυγκίνητο. Είναι μια «σύνθεση» από δύο όπερες με καρδιά από αρχαία ελληνική ιστορία. Ο οραματιστής συνθέτης του 18ου αιώνα, Κρίστοφ Βίλλιμπαλντ Γκλουκ, συνέθεσε τις δύο σπουδαίες όπερες πάνω στην κατάρα του Οίκου των Ατρειδών, μελοποιώντας γαλλικά κείμενα του 18ου αιώνα που βασίζονται στις ομώνυμες τραγωδίες του Ευριπίδη. Η Ιφιγένεια εν Αυλίδι (1774) και η Ιφιγένεια εν Ταύροις (1779) ανέδειξαν τον Γκλουκ ως «μεταρρυθμιστή» της όπερας και θεωρούνται δύο από τις κορυφαίες όπερες του κλασικισμού. Ο συνθέτης εισήγαγε ένα νέο, δραματικό ύφος στο οποίο το κείμενο και η εκφορά του αποκτούν κυρίαρχη σημασία. Αναβαθμισμένος είναι και ο ρόλος της ορχήστρας, η οποία δεν αρκείται στη συνοδεία των φωνών, αλλά φωτίζει το περιεχόμενο του λόγου, υπογραμμίζοντας τα συναισθήματα των βασικών χαρακτήρων.
Η παράσταση, που όπως γράφει η Le Monde «ακολουθεί τα ίχνη του αίματος, μέσα από το αποτύπωμα του πολέμου, τον φόρο σε νεκρούς, το βαθύ τραύμα, τον ακρωτηριασμό της σάρκας και το ξέσκισμα της ψυχής», έκανε την εξαιρετικά επιτυχημένη πρεμιέρα της τον περασμένο Ιούλιο στο Φεστιβάλ του Αιξ αν Προβάνς στη νότια Γαλλία, ενθουσιάζοντας το κοινό που την επιβράβευσε με ένα παρατεταμένο standing ovation.
Βλέποντας το πρώτο μέρος, την εκδοχή της Ιφιγένειας εν Αυλίδι , δεν ήμουν σίγουρος γιατί συνέβη αυτό. Όταν βιάζεσαι αυτά παθαίνεις. Ξέφυγα αρχικά από την ομορφιά της μουσικής, έτσι όπως την «καθοδηγεί» ιδανικά ο Γερμανός αρχιμουσικός και ακαδημαϊκός Μίχαελ Χόφστεττερ και ειδικός των Γκλουκ μουσικών πεπραγμένων, στην πρώτη του συνεργασία με την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, όπως και από την αρμονία των φωνών ή την -σαν κινούμενη ζωγραφιά- κατεύθυνση των ανθρώπινων ομάδων, και κόλλησα πάνω στη διάχυτη γιορτινή διάθεση, στη διάπλετη χαρά και ικανοποίηση, σε αυτόν τον κάπως διαφορετικό σχολιασμό πάνω στο «χρέος» της θυσίας – με ξένισε, δεν θα πω όχι. Τα σκηνικά, μια άχρονη συρραφή δωματίων, με παστέλ χρωματισμούς στην περίπτωση αυτή, δεν με βοήθησαν επίσης. Πήρα βαθιά ανάσα και ετοιμάστηκα για το δεύτερο μέρος. Και όταν αυτό ήρθε, σταμάτησα να μιλάω. Ή να σκέφτομαι. Γιατί απλά δεν χρειαζόταν.
Θα αντιληφθείς την ευφυία των σκηνικών του Ντμίτρι Τσερνιακόφ μόνο όταν η ασπρόμαυρη «ακτινογραφία» της πρώτης όπερας, έτσι όπως περνάει στη δεύτερη, τυλίξει με το ζοφερό της σκοτάδι την όραση σου και σου εξηγήσει αυτό που ολοφάνερα δεν είχες καταλάβει. Οι δύο όπερες αντιμετωπίζονται σαν μία, σαν ένα ταξίδι από το φως στο σκοτάδι, από το χρέος στη δικαίωση, από την αθωότητα στην ώριμη αποφασιστικότητα, με ό,τι αυτό σημαίνει. Η θετική υποδοχή και η μαζική αναγνώριση για τις Ιφιγένειες του Τσερνιακόφ επιβεβαιώθηκε ακόμη περισσότερο το βράδυ της 2ας Οκτωβρίου 2024 στο Μόναχο, όπου κέρδισαν το υψηλού κύρους βραβείο για την «Καλύτερη νέα παραγωγή της χρονιάς» στα International Opera Awards 2024. Τώρα καταλαβαίνω το γιατί.
Τον ρόλο της Ιφιγένειας, και στις δύο όπερες, ερμηνεύει η σπουδαία Αμερικανίδα σοπράνο Κορίν Γουίντερς στην πρώτη της εμφάνιση στην ΕΛΣ. Τα διεθνή ΜΜΕ την αποθεώνουν και την ξεχωρίζουν. Εσύ δεν θα μπορέσεις και δεν θα θες να κάνεις διαφορετικά, θα την αποθεώσεις επίσης, όταν ακούσεις το απόκοσμο κρύσταλλο, το αδάμαστο κελάρυσμα του ηχοτρόποιου της φωνής της που ξεχύνεται κάθε φορά που τραγουδά, σαν από άλλη διάσταση. Κάθε φορά που το άφθαρτο ηχόχρωμα της χαϊδεύει τις λέξεις και παιχνιδίζει ανάμεσα σε φωνήεντα και σύμφωνα, δεν θα μπορείς παρά να θαυμάσεις την αντοχή της και την ικανότητά της να μη λυγίζει, όσο απαιτητικά και αν εξελίσσονται όλα τριγύρω της. Ο θρήνος της στη δεύτερη όπερα για τον υποτιθέμενο χαμό του αδερφού της είναι αυτό το «άναυδο» που ψάχνεις αχόρταγα κάθε φορά. Και στο προσφέρει τόσο φαινομενικά εύκολα. Σαν μια τόση δα ανάσα. Μάστερπις…
Αγάπησα πολύ επίσης τον “δικό μας” βαρύτονο Τάση Χριστογιαννόπουλο, στον ρόλο του Αγαμέμνονα, σταθερά απολαυστικός, την έξοχη δυναμική του ντουέτου Ορέστη και Πιλάδη (ο βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης και ο γάλλος τενόρος Στανισλάς ντε Μπαρμπεράκ) και φυσικά την τόσο αριστοκρατική και ιδιαίτερη εμφάνιση της σπουδαίας γαλλίδας υψίφωνου Βερονίκ Ζανς, που στην πρώτη Ιφιγένεια σήκωσε στις πλάτες της ένα μεγάλο μερίδιο από τις ερμηνευτικές απολαύσεις που ξεχώρισαν.
«Πώς μπορεί η Ιφιγένεια στην Αυλίδα να είναι το θύμα και μερικά χρόνια αργότερα το ίδιο πρόσωπο να γίνεται ο δήμιος στην Ταυρίδα;». Την απάντηση στο σήμερα καλείται να δώσει ένας από τους πιο επιδραστικούς και ιδιοφυείς σκηνοθέτες, ο Ντμίτρι Τσερνιακόφ. Βαθιά υπόκλιση στη δημιουργικότητα, στις ιδέες του, στην ενσυναίσθηση και τον γενναίο ανθρωπισμό του. O γεννημένος στη Μόσχα και κάτοικος Βερολίνου εδώ και χρόνια σκηνοθέτης έχει βραβευτεί με τα σημαντικότερα βραβεία της όπερας, όχι μόνο για τη σκηνοθετική αλλά και για τη σκηνογραφική του εργασία. Εξαιρετικά παραγωγικός και εμπνευσμένος, έχει λάβει διθυραμβικές κριτικές για το σύνολο των παραγωγών του. Δικαίως. Ο τρόπος που αντιμετωπίζει τις δύο όπερες δεν φλερτάρει με την ανατροπή αλλά με τη λύτρωση. Του χρόνου, της καλαισθησίας, της ατμόσφαιρας, της χωρίς ορίων δημιουργικότητας, της βαθιάς γνώσης της ανθρώπινης αδυναμίας και ταυτόχρονα της ανθρώπινης υπέρβασής της. Απόλαυση.