«Μια όπερα ιδεών που ανακατεύει την ανάμνηση από το τραύμα του θανάτου του Άντονυ στην τηλεοπτική σειρά Κάντυ Κάντυ με ψυχαναλυτικές και φιλοσοφικές ιδέες. Μια μαύρη κωμωδία του παραλόγου για δυο άντρες χαμένους στο δάσος των επιθυμιών και των φαντασιώσεων και τη συνάντηση με την αλλόκοτη γυναίκα των ονείρων τους».
Ζητώ από τον διακεκριμένο συνθέτη (και συνδημιουργό του λιμπρέτου με τον Γιάννη Φίλια) να μου περιγράψει σε πενήντα λέξεις το έργο. Και τις βρίσκει ακριβώς. Η νέα αυτή όπερα, βασισμένη στην ανάμνηση της τηλεοπτικής σειράς Κάντυ Κάντυ και το έργο του Σλάβοϊ Ζίζεκ, θα παρουσιαστεί για τέσσερις μοναδικές παραστάσεις στο ΚΠΙΣΝ στις 20, 23, 25 και 27 Νοεμβρίου 2022. Μια παράξενη «συνομιλία», μια ενδιαφέρουσα ιδέα, μια ιδιάζουσα συνεύρεση στις άκρες των πολιτιστικών ρευμάτων.
«Τόσο η Κάντυ Κάντυ, αναπότρεπτο σημείο αναφοράς για την «αισθηματική αγωγή» της γενιάς μου» λέει ο συνθέτης «όσο και ο Σλάβοϊ Ζίζεκ, που αποτελεί μεγάλο διανοητικό μου πάθος αφότου τον ανακάλυψα μεσούντων των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, θέτουν στο επίκεντρο του προβληματισμού τους τα δύο οριακά ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης: τον θάνατο και τη σεξουαλική διαφορά. Με διαφορετικό τόνο και από διαφορετικό δρόμο, βέβαια, αλλά και τα δύο αναζητούν ένα είδος αλήθειας της ανθρώπινης κατάστασης. Τόσο οι μεγάλες μελοδραματικές χειρονομίες της Κάντυ Κάντυ όσο και το «larger than life» θεατρικό στυλ του Ζίζεκ, αρμόζουν τέλεια στην οπερατική διαχείριση και τη χαρακτηριστική διέγερση των αισθήσεων που προξενεί το λυρικό τραγούδι. Εξάλλου, ο Ζίζεκ έχει ασχοληθεί με την όπερα εκτενώς και με μεγάλη σοβαρότητα. Μπορεί να μην τους φαίνεται με την πρώτη ματιά, αλλά το συνταίριασμα αυτών των δυο υλικών οδηγεί σε έναν ιδανικό γάμο».
– Αλήθεια, πώς κοιμήθηκες;
– Καλά. Είδα πως ήμουν ο Βαν Γκογκ.
– Εγώ μάτι δεν έκλεισα. Σκεφτόμουνα τον Άντονυ.
Ο θάνατος του Άντονυ, «εννοιολογική όπερα δωματίου», ανίερη διασταύρωση της «υψηλής» με τη «χαμηλή» κουλτούρα και, ταυτόχρονα, λοξή σάτιρα της μόδας του νεομπαρόκ, επιχειρεί να δώσει φωνή στις ανασφάλειες και το άγχος μιας γενιάς μεγαλωμένης με VHS, Δυναστεία και Τσερνόμπιλ μπροστά στο φάσμα μιας αιωνίως επαπειλούμενης (οικονομικής, οικολογικής, υγειονομικής, γεωπολιτικής…) καταστροφής που στοιχειώνει τα όνειρά μας – ως το αναπόφευκτο, αυτοκαταστροφικό φινάλε: «Όλοι μας έχουμε οραματιστεί την κηδεία μας».
Η όπερα διαδραματίζεται σε ένα ολάνθιστο, «artificial» ξέφωτο και είναι αφιερωμένη σε όλα τα αγόρια που ντρέπονταν να πουν πως έκλαιγαν με την Κάντυ Κάντυ: Δυο άνδρες, εγκλωβισμένοι σε ένα χώρο βγαλμένο από τον Δάντη ή τον Χάιντεγκερ, παραδίνονται αυτάρεσκα στις ηδονές του λόγου και έρχονται αντιμέτωποι με το τραύμα, τη φαντασίωση, την ενόρμηση του θάνατου, τον ψυχαναγκασμό της επανάληψης, τον φόβο της γυναίκας και τον πανταχού παρόντα ναρκισσισμό, με ενδιάμεσους σταθμούς τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, τα σεμινάρια του Ζακ Λακάν, τους «άγριους χορούς» της Ρουσλάνας και τα σουξέ της Ελένης Δήμου.
«Ο Θάνατος του Άντονυ έχει μια θεμελιακή αναφορά στην αισθητική του μπαρόκ, τόσο ως προς την ενορχήστρωσή του όσο και τη ροπή του προς τον αισθησιασμό, τη φαντασίωση και την έμφυλη σύγχυση» μου λέει ο Γωγιός όταν αναφέρω το μοναδικά εκφρασμένο διάσπαρτο queer στοιχείο, «το μπαρόκ, η περίοδος που γέννησε την όπερα, ήταν μια κατεξοχήν queer εποχή στην ιστορία του μουσικού θεάτρου, όπου τα φύλα και οι απεικονίσεις τους μπλέκονταν ως προς τον ήχο και τη σκηνική τους απόδοση, συχνά με δημιουργικούς τρόπους. Ασφαλώς και ο Θάνατος του Άντονυ, με το κεντρικό ζεύγος των ανδρών που δοκιμάζουν τα όρια της σχέσης τους και εξερευνούν τη γυναίκα που «κρύβεται μέσα τους» στη διάρκεια της στερεοτυπικά αρρενωπής δραστηριότητας του κυνηγιού, ενέχει μια queer διάσταση. Ωστόσο πρέπει να πω ότι, για μένα, όπως ανέφερα και νωρίτερα, η σεξουαλική διαφορά αποτελεί κεντρικό άξονα του έργου.
Ο Θάνατος του Άντονυ δεν αποτελεί ουτοπικό όραμα για τη σύντηξη των έμφυλων ρόλων, αλλά εμμένει, αντίθετα, στην αρνητική διάσταση της σεξουαλικότητας, στο γεγονός, για να το πω με τα λόγια του Λακάν, πως «η διάφυλη σχέση δεν υπάρχει»… ή έτσι νομίζω, τουλάχιστον!»
Αν σας ρωτούσα τι ακριβώς θα θέλατε να θέλατε να επικοινωνήσετε μέσα από αυτό το έργο, τι θα μου απαντούσατε; Ενδεχομένως να σας απογοητεύσω, αλλά η αλήθεια είναι πως, αν ήξερα τι ακριβώς προσπαθώ να πω, δεν θα είχα γράψει το έργο! Σπάνια ο δημιουργός είναι ο καλύτερος αναγνώστης του έργου του. Η Τζόαν Κόπτζεκ, σπουδαία Αμερικανίδα φιλόσοφος που μας επισκέπτεται για τη διημερίδα που συνοδεύει τις παραστάσεις, ήδη μου έγραψε ότι διαβάζω λάθος το θέμα της όπερας, πως έχει, λέει, να κάνει με το σεξ και όχι με τον θάνατο. Για μένα, η σύνθεση είναι τσαλαβούτημα σε πολύ θολά νερά. Πιστεύω, ωστόσο, πως σίγουρα το έργο έχει να κάνει εν μέρει με το άγχος της περιόδου που το γέννησε αρχικά, της δεκαετίας του 2000. Ο Γιάννης Φίλιας κι εγώ αισθανόμασταν τότε πως η κυρίαρχη ιδεολογία μας πιέζει σε «ατέλειωτη ευχαρίστηση», για να θυμηθώ το σλόγκαν γνωστής διαφήμισης καφέ. Όπως σε εκείνη τη διαφήμιση, οι δυο ήρωες του έργου μας μπαίνουν κι αυτοί «σ’ έναν κόσμο μαγικό» και ανακαλύπτουν το ακατάσχετο δυναμικό τους για αυτοκαταστροφή.
Ποια ήταν τα αγαπημένα σας τηλεοπτικά προγράμματα ως παιδί; Εκτός από την Candy Candy προφανώς. Θα σας εκπλήξω, αλλά η Κάντυ Κάντυ δεν υπήρξε ποτέ αγαπημένο μου πρόγραμμα! Παρακολουθούσα με ενδιαφέρον τους γύρω μου να κλαίνε μαζί της, αλλά εμένα μάλλον με έπνιγε όλος αυτός ο ετεροχρονισμένος βικτωριανισμός. Αντίθετα, λάτρευα τα Στρουμφ και τον Ντ’ Αρτακάν, και παλιότερα τη Μάχη των πλανητών, την Οδύσσεια του διαστήματος, το Χαρτ και Χαρτ, το Ντάλλας, τους Ντιουκς και το Πλοίο της αγάπης. Ώσπου στα επτά μου περίπου ανακάλυψα το σήριαλ με τη ζωή του Βέρντι στην ΕΡΤ1 και τη Βραδιά όπερας, και «κόλλησα» με αυτά για πάντα.
Η ποπ έχει θέση μέσα στην όπερα; Στη δική μου όπερα, ασφαλώς και έχει! Όταν έγραφα το παλιότερό έργο μου, Ένα σώμα, άκουγα παράλληλα Βανδή και Μαζωνάκη. Στον Θάνατο του Άντονυ δανείστηκα τα κυνηγετικά κόρνα της Ρουσλάνα (από το τραγούδι «Wild Dances») και τα έβαλα να κάνουν διάλογο με τα κόρνα της Κάντυ Κάντυ. Το έργο αναφέρεται επίσης σε άλλο ένα τραγούδι της Ελένης Δήμου («Η ζωή είναι γυναίκα») και παραθέτει τα μουσικά θέματα από τη Δυναστεία, την Αθλητική Κυριακή, και άλλα ακόμη που μπορεί κι εγώ να μη θυμάμαι. Και είναι το μικρό μου μυστικό πως, στο μυαλό μου, η κόκκινη γυναίκα του φινάλε επιτελεί κάτι σαν εξωγήινη εμφάνιση σε μια διαγαλαξιακή Eurovision.
Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον σκηνοθέτη Δημήτρη Καραντζά; Δεν ξέρω πόσο το αντιλαμβάνεται ο ίδιος, αλλά εγώ μπορώ να σας υπογράψω πως ο Δημήτρης Καραντζάς είναι ένας σκηνοθέτης εξαιρετικά κατάλληλος για το μουσικό θέατρο. Ακούει με ενάργεια και ευαισθησία και το παραμικρό συμβάν της μουσικής δραματουργίας, μπορεί να επικοινωνήσει αποτελεσματικά με τους λυρικούς τραγουδιστές (οι σπουδαίοι και διαθέσιμοι για κάθε είδους αλλοπρόσαλλες μουσικοδραματικές προκλήσεις Γιώργος Ιατρού, Βασίλης Καβάγιας και Μαρισία Παπαλεξίου) σεβόμενος τις ειδικές ανάγκες του δύσκολου «σπορ» τους, και η σκηνοθετική του πρόταση είναι συγκροτημένη και οργανωμένη σε κάθε της λεπτομέρεια. Επιπλέον, σεβάστηκε με συγκινητικό τρόπο την ουσία του έργου, παραδίδοντας (με την πολύτιμη συνδρομή του σκηνικού της Άρτεμης Φλέσσα, των κοστουμιών της Ιωάννας Τσάμη και των φωτισμών του Αλέκου Αναστασίου) μια παράσταση διαφανή που σε καμία περίπτωση δεν «καπακώνει» το έργο με σκηνοθετισμούς, αλλά αντίθετα αναδεικνύει κάποιους καίριους άξονες της σκέψης του. Ήταν, νομίζω, από τις πιο ευτυχείς συνεργασίες μου σε παράσταση όπερας.
Το λιμπρέτο γράφτηκε το 2005, η μουσική το 2020, η παράσταση βγαίνει στο κοινό δύο χρόνια μετά. Πως νοιώθετε για αυτό το «άπλωμα» στο χρόνο; Για την ακρίβεια, η μουσική ξεκίνησε να γράφεται ήδη το 2006-07, κατόπιν διακόπηκε για καμιά δεκαετία (χωρίς, όμως, ποτέ να φύγει από τον ορίζοντα του νου και της ψυχής μου) και ολοκληρώθηκε την περίοδο 2018-20. Ο Θάνατος του Άντονυ αποτέλεσε για μένα ένα κατεξοχήν ψυχαναλυτικό σύμπτωμα, στο οποίο «σκάλωνε» κάθε άλλη μου δραστηριότητα. Με τον καιρό, έμαθα να το «απολαμβάνω»: «enjoy your symptom!» όπως συνιστά και ο Ζίζεκ. Η περίοδος της πανδημίας καθυστέρησε ακόμη περισσότερο την επαφή με τη σκηνή. Νομίζω πως ο υπαρξιακός και εκφραστικός πυρήνας του έργου δεν μεταβλήθηκε καθόλου στο διάστημα αυτό, μόνο εμπλουτίστηκε. Εύχομαι, μετά και από αυτό τον κύκλο παραστάσεων, να καταφέρω να «θάψω» οριστικά μέσα μου τον Άντονυ, και το φάντασμά του να με αφήσει ελεύθερο να προχωρήσω στη ζωή μου.
Η παράσταση έχει κάνει ήδη ένα πολύ πετυχημένο κύκλο στο GNO TV. Και ήρθε η ώρα να «αναμετρηθεί» με ζωντανό κοινό… Είμαι ευγνώμων στην Εθνική Λυρική Σκηνή και τους συνεργάτες μου για την ακάματη δουλειά που κατέβαλαν ώστε το έργο να παρουσιαστεί το 2021 για πρώτη φορά στην πλατφόρμα streaming της ΕΛΣ σε μία τεχνικά και ερμηνευτικά αξιοθαύμαστη καταγραφή. Οι μεταδόσεις έδωσαν τη δυνατότητα στο έργο να διαδοθεί σε έκταση που δεν θα φανταζόμουν και να αποκτήσει θεατές ακόμη και στη Βραζιλία, τη Φινλανδία ή την Αμερική. Ωστόσο, πρόκειται για ένα έργο εσκεμμένο με όρους εντελώς θεατρικούς, και νομίζω πως στη σκηνή είναι που θα δούμε αν δικαιώνεται ή όχι. Ανυπομονώ σαν το μικρό παιδάκι για το ανέβασμα!
Ο Χαράλαμπος Γωγιός του 2050 σε ποιο από τα σημερινά προγράμματα θα σταθεί για να διηγηθεί μια ανάλογη ιστορία; Όσο κι αν ακούγεται «χιπστερικό», σας λέω αλήθεια (!) πως δεν έχω τηλεόραση εδώ και πολλά χρόνια, ούτε και λογαριασμό στο Netflix ή κάτι αντίστοιχο. Έτυχε όμως πρόσφατα να δω ένα απόλυτα αριστουργηματικό σήριαλ με τίτλο Η τρελή πρώην, με το οποίο έχω πάρει τα αυτιά των φίλων μου. Είναι σπουδαίο, βαθύ, τολμηρό και ουσιαστικό. Δεν με βλέπω όμως να το κάνω τίποτε ποτέ, γιατί είναι ήδη μιούζικαλ, και μάλιστα πολύ καλό!
Η αλεπού, αγαπημένο στοιχείο του έργου, συμβολίζει κάτι για σας; Ξέρετε, ο Λακάν αναφερόταν σε κάτι που αποκαλούσε «objet petit a», «αντικείμενο α», με μικρό άλφα, όπως η λέξη «αλεπού». Πρόκειται για το αντικείμενο-αιτία της επιθυμίας, αυτό που τη θέτει σε κίνηση, κάτι μερικό και απροσδιόριστο γύρω από το οποίο περιστρέφονται οι ενορμήσεις και το άγχος. Για μένα, ως στρέιτ άντρα, η αλεπού σαφώς αντιπροσωπεύει τη γυναίκα και την αγχώδη έλξη που μου ασκεί. (Άλλωστε, η μεταφορά του κυνηγιού παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο έργο.) Αποτελεί όμως και μια κρυφή αναφορά στην Ελένη Δήμου, τα μαλλιά της οποίας με αναστάτωναν ως παιδί: θυμάστε το τραγούδι της «Κατά βάθος… αλεπού»;
Μουσική διεύθυνση: Χαράλαμπος Γωγιός
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Λιμπρέτο: Γιάννης Φίλιας, Χαράλαμπος Γωγιός, βασισμένο στην ανάμνηση της τηλεοπτικής σειράς Κάντυ Κάντυ και στο έργο του Σλάβοϊ Ζίζεκ
Σκηνικό: Άρτεμις Φλέσσα
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Παύλος: Γιώργος Ιατρού
Σέργιος: Βασίλης Καβάγιας
Η Κόκκινη: Μαρισία Παπαλεξίου
Μουσικοί: Αλέξανδρος Δρυμωνίτης (ηλεκτρική κιθάρα), Ιάσων Μαρμαράς (τσέμπαλο, συνθεσάιζερ), Βασίλης Σούκας, Βανέσσα Αθανασίου (βιολιά), Μάριος Δαπέργολας (βιόλα), Άγγελος Λιακάκης (βιολοντσέλο), Γιώργος Αρνής (κοντραμπάσο)