Ο Γιώργος Βασιλαντωνάκης έχει μια πλούσια εργογραφία που περιλαμβάνει μουσική δωματίου, φωνητική, ορχηστρική και ηλεκτρονική μουσική, όπερα και μουσική για τον κινηματογράφο και τα πολυμέσα. Η μουσική του παρουσιάζεται συχνά σε Ευρώπη και ΗΠΑ, και έχει ανατεθεί και εκτελεστεί, μεταξύ άλλων, από το Σύνολο Νέας Μουσικής Νέας Υόρκης, San Francisco Contemporary Music Players, Συμφωνική Ορχήστρα του Τσάρλεστον, Nouvel Ensemble Moderne, Σύνολο Κρουστών της Τζούλιαρντ. Έχει βραβευθεί με το Βραβείο Άαρον Κόπλαντ, το Πρώτο Βραβείο στον 3ο Διεθνή Διαγωνισμό Σύνθεσης του Κέντρου Μεσογειακής Μουσικής και το βραβείο Χένρυ Μανσίνι, και έχει λάβει χορηγίες από το Meet the Composer, το Κέντρο Αμερικανικής Μουσικής και το Υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας. Επίσης, έχει διδάξει σύνθεση και ανώτερα θεωρητικά σε πανεπιστήμια της Αμερικής. Κατέχει την έδρα Σύνθεσης & Θεωρίας της Μουσικής στο Πανεπιστημίο του Τσάρλεστον.
Λίγο πριν την πρώτη (συνεπτυγμένη) εμφάνιση της όπερας «Πάπισσα Ιωάννα», μιας όπερας που «ταλαιπωρήθηκε» από τις συνθήκες της πανδημίας και βρήκε ευτυχώς ένα νέο δικό της άνοιγμα στον κόσμο (σε μουσική διεύθυνση του Μιχάλη Παπαπέτρου), ο συνθέτης της, Γιώργος Βασιλαντωνάκης, μας μιλά για όλα αυτά που συνέβησαν και την κατέστησαν ως ένα από τα πιο σεβαστά μουσικά μυστήρια των τελευταίων χρόνων που ήρθε η ώρα να αποκαλύψουν τα μυστικά τους.
Η όπερα Πάπισσα Ιωάννα (ανάθεση της ΕΛΣ) είχε προγραμματιστεί να κάνει πρεμιέρα το 2020 αλλά λόγω πανδημίας δεν έγινε ποτέ. Τώρα, η Σουίτα δωματίου από την Πάπισσα Ιωάννα (2023-24) θα παρουσιαστεί την Μεγάλη Τρίτη (30.4), στις 19.00, στην Εναλλακτική Σκηνή, σε πρώτη παρουσίαση. Τέσσερα χρόνια μετά, τι έχει αλλάξει; Τι έχει μεσολαβήσει; Έχουν αλλάξει πολλά σε προσωπικό, καλλιτεχνικό, επαγγελματικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ακόμα είμαστε όλοι μουδιασμένοι, νομίζω. Η όποια ξεγνοιασιά είχαμε πριν την πανδημία δεν έχει επιστρέψει πλήρως και ο κόσμος συνεχίζει να δοκιμάζεται σε όλα τα επίπεδα. Όσον αφορά στον πολιτισμό, η πανδημία έφερε οικονομικές δυσκολίες, οι οποίες έχουν επηρεάσει αισθητά τη δημιουργία, τις αναθέσεις, τις παραγωγές κλπ. Νομίζω ότι υπάρχει ακόμα ένας γενικός φόβος για μεγάλες παραστάσεις, και δικαιολογημένα. Για μένα, η ακύρωση της πρεμιέρας της «Πάπισσας» το 2020 ήταν ένα εξαιρετικά τραυματικό γεγονός. Ένα έργο που θεωρώ ως το πιο επίδοξο συνθετικά σε όλη μου την εργογραφία, η εργασία στο οποίο συνεπήρε τη ζωή μου για τρία χρόνια και που έφτασα να το δω στη γενική πρόβα να παίρνει σάρκα και οστά λίγες ώρες πριν το κλείσιμο των πάντων. Η σκληρή δουλειά από όλους τους συντελεστές, που έμεινε ανεκπλήρωτη, με συνέθλιψε. Έκτοτε, έχω γράψει αρκετά έργα μουσικής δωματίου και τώρα ξανά μεγαλύτερα έργα, ένα κονσέρτο για βιολί και τσέλο, και ένα έργο για ορχήστρα που θα παρουσιαστεί στο Carnegie Hall τον επόμενο Φεβρουάριο. Αλλά η «Πάπισσα» εξακολουθεί να με απασχολεί.
Συνεπτυγμένη όπερα σε συναυλιακή μορφή. Θα μπορούσαμε να δώσουμε κάποια στοιχεία για το τι σημαίνει αυτό; Αν υποθέσουμε ότι η οπερατική «Πάπισσα Ιωάννα» ισοδυναμεί με μια τρίωρη επική ταινία μεγάλης παραγωγής, η σουίτα είναι κάτι σαν ημίωρο επεισόδιο από την τηλεοπτική μεταφορά… Ουσιαστικά χρειάστηκε επαναπροσέγγιση και αναπροσαρμογή του έργου στις καινούριες διαστάσεις, κι αυτό δεν ήταν εύκολο. Εδώ έχουμε μια παρουσίαση σε συναυλιακή μορφή, χωρίς κοστούμια και σκηνικά βέβαια, χωρίς κίνηση, με τέσσερις μονωδούς που αναλαμβάνουν πολλαπλούς ρόλους ο καθένας, με μικρό οργανικό σύνολο αντί για μεγάλη ορχήστρα και με τη χορωδία να αναλαμβάνει επίσης πολλαπλούς ρόλους. Ήταν πρόκληση να κρατηθεί δραματουργική αλληλουχία ώστε ο ακροατής να καταλαβαίνει τη ροή του έργου, έστω και σ’ αυτή τη συνεπτυγμένη χρονικά μορφή, ενώ φρόντισα να συμπεριλάβω αρκετές από τις σημαντικές στιγμές της όπερας. Απ’ την άλλη, προέκυψε ένα πολύ ενδιαφέρον 40λεπτο έργο για το οποίο είμαι πολύ υπερήφανος. Ιδιαίτερη χαρά μου δίνει το γεγονός ότι οι μονωδοί είναι οι ίδιοι που ενσάρκωναν τους βασικούς ρόλους στην οπερατική εκδοχή, η Χρύσα Μαλιαμάνη, ο Διονύσης Σούρμπης, η Μαργαρίτα Συγγενιώτου και ο Γιάννης Χριστόπουλος. Είναι μια μικρή ανταμοιβή και γι’ αυτούς αυτή η παράσταση. Τους είμαι ευγνώμων.
Τι είναι αυτό που σας προκάλεσε να δοκιμάσετε αυτή τη «διασκευή» στο πλαίσιο του Λατρευτικού Φεστιβάλ; Πρόκειται για μια εξαιρετική ιδέα, με ιδιαίτερο χαρακτήρα, αυτό το φεστιβάλ. Η όπερα «Πάπισσα» περιέχει όλα τα στοιχεία, δραματικά και μουσικά, για να ανήκει σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Τελικά βρήκε εύκολα την καινούρια της φόρμα, και πια συνυπάρχουν και οι δύο διαφορετικές αλλά εξίσου δυνατές εκδοχές της. Ίσως να παραξενεύει κάποιους πως εντάσσεται σε λατρευτικό πλαίσιο ένα έργο που θεωρήθηκε «βλάσφημο» όταν εκδόθηκε. Για μένα η «Πάπισσα Ιωάννα» βρίσκεται στην ίδια παρεξηγημένη λίστα με τον «Τελευταίο Πειρασμό» του Καζαντζάκη: έργα που παρερμηνεύτηκαν όταν γράφτηκαν, ενώ στο περιεχόμενο τους είναι βαθιά πνευματικά και λατρευτικά. Η Ιωάννα τολμά και τιμωρείται, σχεδόν σταυρώνεται… Πώς να μη δει κάνεις αυτή την πτυχή του χαρακτήρα της; Εκτός αυτού, το έργο περιλαμβάνει πολύ υλικό που προέρχεται από πηγές λατρευτικής μουσικής, τόσο κείμενα όσο και μουσικό υλικό.
Υπάρχει κάτι που να σας συγκινεί στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Εμμανουήλ Ροΐδη; Η «Πάπισσα Ιωάννα» του Ροΐδη είναι ένα διαμάντι της λογοτεχνίας μας σε πολλά επίπεδα. Ο Ροΐδης ήταν πολύ μπροστά και της εποχής και του περιβάλλοντος του. Αυτό το έργο διαβάστηκε στην Ευρώπη και επηρέασε σημαντικά τη λογοτεχνία. Το «Όνομα του Ρόδου» του Ουμπέρτο Έκο, ας πούμε, έχει πολλά κοινά στοιχεία με την «Πάπισσα».
Ποια είναι τα στοιχεία που ίσως εκτιμάτε περισσότερο στο ποιητικό κείμενο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη στο οποίο βασιστήκατε; Πώς είχατε δουλέψει μαζί του; Η δυσκολία στη μετατροπή της σε όπερα ήταν στο πώς να προσαρμοστεί στη σκηνή χωρίς να χαθεί η πολυπλοκότητα της σκέψης του συγγραφέα και τα πολλά επίπεδα της γραφής του, πράγμα σχεδόν αδύνατο. Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης είχε πολύ δύσκολη δουλειά και στη δομή του libretto, αλλά και στη προσαρμογή της γλώσσας του Ροΐδη. Βρήκε ευφυέστατες λύσεις σε αρκετά τεχνικά προβλήματα και έφτιαξε ένα δραματικό κείμενο που με ενέπνεε καθημερινά για τρία χρόνια που το δούλευα. Ο Βαγγέλης είναι ένα από τα πιο λαμπρά συγγραφικά μυαλά σήμερα. Η συνεργασία μας ήταν άψογη!
Έχετε διδάξει σύνθεση και ανώτερα θεωρητικά στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνιας και στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνιας. Τι νιώθετε πως έχετε εισπράξει από αυτή την εμπειρία; …ναι, όπως και στο Πανεπιστήμιο του Τσαρλεστον , όπου έχω αφιερώσει τα περισσότερα χρόνια της ακαδημαϊκής μου καριέρας. Το ακαδημαϊκό περιβάλλον στις ΗΠΑ, και ιδιαίτερα τα πολιτειακά ιδρύματα στα οποία εξολοκλήρου σπούδασα και διδάσκω, είναι μια μικρή όαση για ένα δημιουργικό μυαλό, ιδίως στις τέχνες. Παράλληλα με την ευκαιρία να δουλεύεις πάνω σε αυτό που σε ενδιαφέρει χωρίς κανέναν περιορισμό, σου δίνεται η ευκαιρία να συνεργάζεσαι με συναδέλφους και σπουδαστές που έχουν παρόμοια ενδιαφέροντα και μετά να μιλάς όλη μέρα γι’αυτό με νέους που θέλουν να κάνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Είμαι ευγνώμων που εισπράττω αυτή την εμπειρία και κάνω ό,τι μπορώ για να την μεταδίδω με όλους τους τρόπους.
Έχετε γράψει μουσική για ορχήστρα, σύνολα δωματίου, φωνή και χορωδία, ηλεκτρονικά και πολυμέσα, όπερα, καθώς και πολλαπλά έργα για σινεμά και θέατρο στις ΗΠΑ. Αν σας ζήταγε κάποιος να διαλέξετε κάτι από αυτά σε προτεραιότητα, ποιο θα ήταν αυτό και γιατί; Όλα! Ένας συνθέτης συνθέτει. Το ζητούμενο είναι πάντα να βρίσκω τρόπο να «συνομιλώ» με το υλικό, το μέσο, και πάνω απ’ όλα τους εκτελεστές και τους συνεργάτες στο κάθε πρότζεκτ. Ομολογώ ότι με ελκύει συνθετικά η δραματική υπόσταση ενός έργου, είτε αυτή είναι φανερή είτε λανθάνουσα, και είμαι τυχερός να έχω συνεχώς ευκαιρίες να δημιουργώ.
Πόσο έχει αλλάξει το ελληνικό κοινό τα τελευταία χρόνια, πιστεύετε, στη σχέση του με την όπερα; Αγκαλιάζει την σύγχρονη πιο ζεστά από παλιά ή παραμένει δύσπιστο απέναντι της; Πάντα δυσκολεύομαι να απαντήσω σε οτιδήποτε αναφέρει τον όρο «κοινό». Δεν μπορώ ούτε να ξέρω, ούτε να προβλέψω τι νιώθει κάθε ένας από τις εκατοντάδες ανθρώπων που ακούν ένα έργο. Πιστεύω ότι η όποια αποδοχή ενός έργου εξαρτάται κομβικά από τους εκτελεστές. Γι’ αυτούς γράφει ένας συνθέτης, κι αυτοί γίνονται οι αγωγοί μετάδοσης της μουσικής στο κοινό. Και τα τελευταία χρόνια έχουμε καταπληκτικούς μουσικούς, και στην Ελλάδα. Υπέροχοι μονωδοί, και μαέστροι επίσης, κι αυτό ανεβάζει πολύ το επίπεδο. Το κοινό λοιπόν εκτίθεται σε πολύ καλύτερες εκτελέσεις, υπό καλύτερες συνθήκες και ανεβαίνει έτσι και το επίπεδο του ακροατή. Με την κατάλληλη υποστήριξη από τους θεσμούς και την πολιτεία, αυτό μόνο να βελτιωθεί μπορεί.