Την τρίτη μέρα κατά τας οπερατικάς γραφάς, δηλαδή την τρίτη από τις τέσσερις στιγμές που μια από τις πιο ξεχωριστές φιγούρες στην καρδιά του ελληνικού κοινού που αγαπά ή μαθαίνει να αγαπά την όπερα το συνάντησε και πάλι κάτω από την Ακρόπολη, είδα και εγώ το σκηνικό που «βανδαλίζει» τον ιερό χώρο του Ηρωδείου σύμφωνα με τις βοές του τουίτερ, άκουσα την ορχήστρα την αλλιώς, σε αυτή τη θέση δηλαδή που παλιά έβλεπα τη σκηνή -πόσο θεός ο Βασίλης Χριστόπουλος στην «οργάνωση» αυτής της υπέροχης καθαρότητας-, παρατήρησα έναν πολιτικό και χρονικό «συγχρονισμό», με το Ναγκασάκι του ‘45 να μπαίνει σε ένα έργο του ’04, δέχτηκα με κατανόηση το γυμνασμένο χοροθεατρικό στην εκστασιασμένη περιφορά του -έχασα και τον Παπαϊωάννου φέτος- και έγινα κοινωνός του επαγγελματισμού της πρωταγωνίστριας που «έβγαλε» σχεδόν τη μισή παράσταση με πόνους στο πόδι χωρίς να καταλάβουμε τίποτα παρά μόνο εκείνη τη στιγμή στο τέλος των χειροκροτημάτων και της βαθιάς υπόκλισης που ποτέ δεν κατάφερε.
Η ιστορία γνωστή, ακόμη και στους μη οικείους με το έργο. Γιαπωνέζα ετών 15 που αποκαλείται χαϊδευτικά «πεταλούδα» παντρεύεται Αμερικανό αξιωματικό πιστεύοντας στις υποσχέσεις του και στην αιώνια αγάπη του. Όταν αυτός την εγκαταλείπει για να γυρίσει πίσω στην μητέρα πατρίδα, αυτή παραμένει πίσω με ένα παιδί να ελπίζει στην επιστροφή του. Τρία χρόνια μετά, αυτός θα επιστρέψει με τη νέα του Αμερικανίδα σύζυγο, θα μάθει για το παιδί και θα θελήσει να το πάρει μαζί του. Το οποίο δηλαδή και κάνει. Η Μπατερφλάι τότε, το μόνο που της απομένει είναι να κάνει χαρακίρι.
Μια απλή καθημερινή ιστορία (#not) που μέσα στην τωρινή έκρηξη της πολιτικαλκορεκτικής σκέψης δεν θα μπορούσε όχι μόνο να υπάρξει, αλλά ούτε καν να δημιουργηθεί. Ως σκέψη. Ως πράξη. Ας μείνουμε όμως στο γεγονός πως η «γιαπωνέζικη τραγωδία» του Τζάκομο Πουτσίνι, διάσημη για «τις υπέροχες άριές της, την πρόδηλα μελωδική μουσική και τη δραματική θεατρικότητά της», δεν είναι αναίτια μια από τις δημοφιλέστερες όπερες του ρεπερτορίου. «Αν δεν κλάψει το κοινό στην Μπατερφλάι, δεν έπαιξες Μπατερφλάι!» θα πει ο σκηνοθέτης του στο teaser που φτιάχτηκε για την παράσταση. Κάποια στιγμή, μετά το πέρασμα του διαλείμματος ένιωσα τον εαυτό μου να συγκινείται απρόβλεπτα και ξαφνικά – πραγματικά δεν θυμάμαι τη στιγμή, θυμάμαι όμως ξεκάθαρα τη μουσική να κυλά μέσα μου και τη φωνή της Τσο-Τσο-Σαν να με παρασέρνει στον πόνο της, οπότε υποθέτω πως ήταν μια από αυτές τις στιγμές που ένιωθε μόνη, προδομένη και συναισθηματικά εξαφανισμένη. Μια απλή καθημερινή ιστορία (#yes).
Στο plus one μου, η παράσταση δεν άρεσε και τόσο. Αυτό προσπάθησε να μου πει, όταν το ρώτησα πάνω στη μηχανή. Δεν το πίστεψα- η προσήλωση του πάνω από την αρχαία πέτρα , σε αυτό που έβλεπε, ήταν εμφανής, σαν βράχος όλη την ώρα, κάθε στιγμή. Η σκηνή, εκεί που το ζευγάρι τραγουδά και το δάπεδο γίνεται έναστρος ουρανός, μου άρεσε πολύ, έσπευσε να διευκρινίσει. Έτσι είναι ο έρωτας όταν σου συμβαίνει, του είπα, πατάς στα αστέρια και τραγουδάς όπερα. Γέλασε και δεν είπε τίποτα άλλο.
Θυμάμαι τη Μαντάμα και όχι Μαντάμ, το 2017, με την «αγαπημένη του ελληνικού κοινού» Τσέλια Κοστέα. Στο ίδιο μέρος. Εκστασιασμός. Αν το έχω καλά με το μνημονικό μου, την είχα δει δυο φορές. Μια κανονικά και μια από τα πλάι, στα κρυφά. Η δεύτερη φορά, αυτή η ακανόνιστη, μου έχει μείνει πιο πολύ. Ειδικά εκεί στο τέλος με την κορύφωση του ατελείωτου θανάτου της – ήταν η πρώτη φορά που θα μάθαινα πως στην όπερα κάποιος μπορεί να πεθάνει τώρα αλλά να συνεχίζει να τραγουδά για κάνα μισάωρο ακόμη. Υπήρχε μια υπέρβαση σε εκείνη την ερμηνεία, μια θεμιτή υπερβολή, ένας εκτροχιασμός που με είχε αφήσει άναυδο. Ένιωθα πως είχα μπει στο κιμονό της και σήκωνα μαζί της τα χέρια στο έκθαμβο μαγεμένο κοινό. Με (μας) αποθέωνε. Μπράβο μας. Όχι μπράβο μας.
Δεν έκλαψα όμως. Ούτε μια στιγμή. Θαυμασμός ναι, τεράστιος, αλλά επαφή με το συναίσθημα, Χιούστον έχουμε πρόβλημα. Στην κατά του Πυ εκδοχή – πρώτη του αναμέτρηση με το αριστούργημα του Πουτσίνι – δεν ξέρω τι και πώς συνέβη, αλλά κάποια στιγμή κοίταξα πίσω, μπροστά, δεξιά, αριστερά για να τσεκάρω μη και βλέπουν τον συναισθηματικό εκτροχιασμό μου. Σκεφτόμουν μετά, γιατί μου άρεσε. Γιατί ήταν τίμιο, αποφάσισα. Πολύ τίμιο. Μα πάρα πολύ τίμιο. Πήγε κόντρα σε τόσα, δεν πάτησε στην πεπατημένη. Έφερε χρονικά τα πάνω κάτω. Το είδε πολιτικά – έλεος, πόσο ανάγκη το έχουμε – και μίλησε ξεκάθαρα για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό σε ένα μελόδραμα που κατεξοχήν ως ιστορία βασιζόταν και μιλούσε για αυτό. Διέλυσε το ιερό του χώρου, «έχτισε» σκαλωσιές και έβαλε ολούθε brands για να στηρίξει τη σκέψη του – «πρέπει να τιμήσεις την αρχιτεκτονική ομορφιά, την αισθητική δύναμη του χώρου, τη δύναμη της πέτρας» δήλωσε ο creator Πυ και κάποια στιγμή ας συζητήσουμε σοβαρά για το τι σημαίνει αποκωδικοποιώ και αναπροσαρμόζω κάτι, ιδιαίτερα αν αυτό αγγίζει τα βαριά μας πατροπαράδοτα. Προσωπικά, η όποια ένσταση στη συλλογή των Αμερικανικών brands ακουμπισμένη σε έναν χώρο φτιαγμένο εξαρχής με σεβασμό στη μουσική αλλά και την ανατροπή που τη συνοδεύει, περισσότερο για συντηρητική οπτική την ακούω από ότι οτιδήποτε άλλο.
«Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα μελόδραμα αλλά για μια κάθοδο στην Κόλαση», λέει ο σκηνοθέτης σε κάποιο σημείο του προγράμματος, «λιγότερο συναισθηματική απ’ όσο φαίνεται. Ίσως η εποχή μας να φανεί ευαίσθητη στην αχαλίνωτη σεξιστική βία που εκφράζει ο γιάνκης Πίνκερτον, για τον οποίο το ουίσκι και το δολάριο είναι οι πραγματικοί θεοί. Αυτό είναι που, σε ψυχολογικό επίπεδο, καθιστά ένα έργο πολύ βαθύτερο από αυτό που κατανοεί κανείς με την πρώτη ακρόαση. Η πολιτική των ανθρώπινων σχέσεων στις οποίες κυριαρχεί το χρήμα έρχεται εδώ να παίξει τον ρόλο της ειμαρμένης των τραγωδιών, σαν ένας θεός που δεν ακούει τίποτε σε έναν κόσμο χωρίς ατομική ελευθερία. Και αυτή η ειμαρμένη του χρήματος είναι ένας πέρα για πέρα πραγματικός θεός, κι όχι μόνο ένας μύθος. Η καταστροφή της Ιαπωνίας ως προς την πολιτισμική της ταυτότητα, η μετατροπή της σε αμερικανική αποικία, δεν αποτελεί γεγονός μόνο για το Αρχιπέλαγος. Αφορά το σύνολο του κόσμου, τη στιγμή που η παγκοσμιοποίηση εξαφανίζει όλους τους τοπικούς πολιτισμούς και κλείνει όλους τους πληθυσμούς μέσα στον καπιταλισμό και τον καταναλωτισμό, στην αμερικανική έκδοσή τους. Τα πάντα αγοράζονται, τα πάντα καταστρέφονται, αυτό κατάλαβε ο Πουτσίνι για τον αμερικανικό επεκτατισμό, χωρίς να βλέπει τις απώτερες επιπτώσεις της καταστροφής αυτής. Σήμερα, όχι μόνο η Τσο-Τσο-Σαν αλλά και ολόκληρος ο πλανήτης έχουν πουληθεί, εξευτελιστεί, ταπεινωθεί και εκμηδενιστεί. Το έργο αποκτά μια οικουμενική διάσταση χωρίς να χάσει τη σημασία του ως προς τη μοίρα της Ιαπωνίας».
Αν κάτσω και μετρήσω τις ανατροπές στην οπτική του Ολιβιέ Πυ, θα αριθμήσω πολλές- πέρα από την εμφανή του ανάγκη να ανασύρει από τις σκιές τις πολιτικές ρωγμές της ιστορίας. Και αυτό δεν το συναντάς πολύ συχνά. Πόσο δε, στην όπερα. Η ουσία δεν είναι μόνο αν πετυχαίνει. Το σημαντικό είναι ότι συμβαίνει. Σε μια σειρά εκδοχών της φημισμένης ιστορίας που έχουμε μάθει να «απολαμβάνουμε» με τον ίδιον τρόπο, έχει τρομερό ενδιαφέρον αν κάποιος αποφασίζει να σπάσει τη «γραμμή». Και να ανατρέψει την εικόνα ενώ την ίδια στιγμή παραμένει τελείως με σεβασμό στο συναίσθημα. Οπότε και ανακαλώ. Και συνοψίζω κομβικά σημεία που προσωπικά εκτίμησα και «έμειναν».
Η Μαντάμα Μπατερφλάι είναι Μαντάμα Μπατερφλάι – δεν θα ξεφύγει ποτέ από τη λογική του βερισμού, με τις έντονες αντιπαραθέσεις και την αγάπη προς τις θεατρικές λύσεις. Όπως και να τη ντύσεις, ότι και να την κάνεις, θα είναι το καταραμένο λαβ στορι που στην άκρη της καρδιάς σου θα νιώθεις πάντα παράδοξα -αν είναι δυνατόν- οικείο. Η στιγμή που η άρια un bel di vedremo πλημμυρίζει τις κερκίδες είναι πάντα μια υπέροχη, μοναδική στιγμή. Η νέα θέση της οχρήστρας- μπορεί να επιλέχθηκε για να ακούμε άμεσα τους τραγουδιστές, δεν έχασε όμως τίποτα από την ένταση και την καθαρότητα της, το αντίθετο νομίζω. Η αναφορά στο Butoh, οι σκιές, τα φαντάσματά, οι αναμνήσεις της ιαπωνικής κουλτούρας – «μπες βγες στη βαλίτσα» -, οι «ασπροβαμένοι» που κάποιους «κλασικούς» ξένισαν είναι ξεκάθαρα σημαντικοί στις σκέψεις της μικρής πεταλούδας. Αν μη τι άλλο, εμείς οι μεσογειακοί ευρωπαίοι ξέρουμε να εκτιμούμε και να κατανοούμε μια παραπάνω ενσάνς χοροθεάτρου και επεξηγηματικής σωματικής wtf αναθεώρησης μέσα σε ένα οπερατικό υπερθέαμα. Η μεσόφωνος Αλίσα Κολόσοβα ως υπηρέτρια Σουζούκι – μα τι φωνή! Η συνεχόμενη αίσθηση πως πολιτική θέση και μελόδραμα ταιριάζουν κι ας χάνεται η μάχη σε σημεία – μέσα στο πρόγραμμα κι αυτό. Το υπέροχο 50’ς Dior της Αμερικανίδας συζύγου που δίχασε με τη χρονική του ανακολουθία. Οι μεγάλες αφίσες του μανιταριού να θυμίζουν πως ένα απλό «πάτημα του κουμπιού» είναι αυτό που μας χωρίζει από τον όλεθρο. Και βεβαίως, το ρεσιτάλ επαγγελματισμού που έδωσε η χαρισματική και πανάξια υποκριτικά Άννα Σον. Η Νοτιοκορεάτισσα υψίφωνος είχε ένα ατύχημα κατά τη διάρκεια της παράστασης, αλλά παρά τους έντονους πόνους έφερε εις πέρας την παράσταση – καταλάβαμε ότι κάτι συμβαίνει μόνο όταν χρειάστηκε τη βοήθεια του συμπρωταγωνιστή της για να κατεβεί από τη σκηνή.
Η τέταρτη παράσταση του Σαββάτου είναι φυσικά sold out. Τυχεροί, θα πω, αυτοί που την αναμένουν. Τίποτα άλλο.