ΟΠΕΡΑ

Η «Νεκρή Πόλη» είναι ένα σπάνιο, πολύτιμο έργο!

Η κορυφαία μουσικοπαιδαγωγός και αρχιμουσικός Νάντια Μπουλανζέ (1887-1979) υπήρξε μια ξεχωριστή περίπτωση. Δίδαξε μια σειρά από εμβληματικούς συνθέτες του 20ού αιώνα, όπως οι Άαρον Κόπλαντ, Λέναρντ Μπέρνσταϊν, Άστορ Πιασσόλα και Φίλιπ Γκλας. Σπούδασε σύνθεση στο Ωδείο του Παρισιού. Ευτύχησε να είναι η πρώτη γυναίκα που ανέβηκε στο πόντιουμ της Βασιλικής Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Λονδίνου, της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βοστόνης, της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης και της Συμφωνικής Ορχήστρας της Φιλαδέλφειας.

Έγραψε έργα, λίγα, που παραμένουν ελάχιστα γνωστά. Σταμάτησε να συνθέτει γύρω στην ηλικία των 35 ετών μετά τον θάνατο της αδελφής της Λιλί, εξίσου ταλαντούχας συνθέτριας, καθώς και του μέντορά της Ραούλ Πυνιό. Και βίωσε την απροκάλυπτα σεξιστική ατμόσφαιρα μιας εποχής που την αντιμετώπιζε υποτιμητικά ως «γυναίκα συνθέτρια». Γεγονότα, καταστάσεις που  φαίνεται να κλόνισαν μοιραία την αυτοπεποίθηση της ως δημιουργού.

Το θρυλικό έργο Η νεκρή πόλη,  είναι η μοναδική όπερα που συνέθεσε η Μπουλανζέ, κι αυτή σε συνεργασία με τον Ραούλ Πυνιό. Το τρίτο μόλις ανέβασμα της παγκοσμίως εδώ και πάνω από έναν αιώνα παρουσιάζεται σε πανελλήνια πρώτη –στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ, στο ΚΠΙΣΝ, για πέντε μοναδικές παραστάσεις (η μία έχει ήδη πραγματοποιηθεί, οι τέσσερις επόμενες είναι 21, 24, 26 και 28 Ιανουαρίου). Μια παραγωγή που πραγματοποιείται σε συμπαραγωγή με τον ιδιαίτερο αμερικανικό θίασο Catapult Opera.

Το παρελθόν περιγράφει την γέννηση και τον βηματισμό της Νεκρής Πόλης ως εξής: Προγραμματισμένη για πρεμιέρα στην Οπερά Κομίκ του Παρισιού το 1914, λίγο μετά τον θάνατο του Πυνιό κατά τη διάρκεια μιας συναυλιακής περιοδείας στη Ρωσία την οποία ανέλαβε μετά από σοβαρή εγχείρηση, η Νεκρή πόλη, είναι μια διαστροφική ερωτική ιστορία που εξερευνά την καταστροφική δύναμη της εμμονής και της επιθυμίας ανάμεσα σε τέσσερις χαρακτήρες, τη νεαρή Ήβη, τον αρχαιολόγο αδελφό της Λεονάρδο, τον ποιητή φίλο του Αλέξανδρο και την τυφλή σύζυγό του Άννα, με φόντο την αρχαιολογική ανασκαφή των Μυκηνών. Η τολμηρή όπερα, με το παρακμιακό λιμπρέτο του διαβόητου Ιταλού ποιητή Γκαμπριέλε Ντ’ Αννούντσιο και μουσική που κινείται στην ευρύτερη αισθητική του μουσικού ιμπρεσιονισμού, με αποήχους από την επιδραστική εκφραστική παλέτα του έργου Πελλέας και Μελισάνδη του Ντεμπυσσύ, δεν ανέβηκε ποτέ στην εποχή της εξαιτίας του ξεσπάσματος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά μόλις το 2005 στο Φεστιβάλ της Accademia Musicale Chigiana στη Σιένα, σε νέα ενορχήστρωση με οδηγό τη μόνη πράξη που διασώθηκε ακέραιη από πυρκαγιά του χώρου φύλαξης και, για δεύτερη φορά, σε συναυλιακή μορφή, τον Μάρτιο του 2020 στην Όπερα του Γκαίτεμποργκ της Σουηδίας. Η ενορχήστρωση της παρούσας εκδοχής έγινε, ξανά σε ισότιμη συνεργασία και μετά από ανάθεση του θιάσου Catapult Opera, από τους Αμερικανούς συνθέτες Τζόζεφ Στίλγουελ και Στέφαν Σουίκ υπό την επίβλεψη του Ντέιβιντ Κόντε, ενός από τους τελευταίους προστατευόμενους της Μπουλανζέ πριν τον θάνατό της το 1979.

«Το πιο ελκυστικό στοιχείο της όπερας είναι ότι ήταν ένα έργο για μικρό καστ. Η φωνή μου είναι σίγουρα περισσότερο κατάλληλη για έργα σε ένα πιο οικείο χώρο με ένα επιμελημένο ορχηστρικό σχήμα. Επίσης, αγαπώ κάθε ευκαιρία να υποδύομαι έναν τυφλό χαρακτήρα ως τυφλή καλλιτέχνης και να βοηθώ στην ευαισθητοποίηση για τους τυφλούς στην κοινωνία, πόσο ανεξάρτητοι μπορούμε να είμαστε και ότι μπορούμε να αποτελούμε υπόδειγμα τόσο για τυφλούς όσο και για αυτούς με όραση».

Η μεσόφωνος Λώρι Ρούμπιν που αναλαμβάνει το ρόλο της Άννας μας «ξεναγεί» μέσα σε όλα αυτά που αγάπησε περπατώντας στο μαγικό και παράξενο κόσμο της μεγάλης αρχιμουσικού.  «Με κάθε πρόβα αυτής της όπερας, ανακάλυπτα κάτι καινούριο. Η γλώσσα είναι πολύ ποιητική και αφήνει πολλά στην ερμηνεία και τη φαντασία. Είναι σημαντικό για μένα να είμαι μέρος αυτού του έργου, γιατί πάντα ήθελα να ερμηνεύσω όπερα στην Ευρώπη, τουλάχιστον μία φορά». Και συμπληρώνει τις σκέψεις της με λίγα λόγια για την επαφή της με μια νέα χώρα. «Να είμαι για έναν μήνα στην Αθήνα, είναι κάτι πραγματικά ιδιαίτερο, μια μοναδική εμπειρία. Το να γνωρίζω τον πολιτισμό και την ιστορία εδώ ήταν πραγματικό δώρο. Η ελληνική μυθολογία είναι επίσης μια μεγάλη αγάπη για μένα, και να είμαι βυθισμένη σε αυτήν, είναι ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Για μένα, δεν είναι σημαντικό να αποκτήσω κύρος ή φήμη. Αντιθέτως, ο στόχος μου είναι πάντα να δημιουργώ υπέροχη μουσική με άλλους εξαιρετικούς μουσικούς, και αυτό ακριβώς πετυχαίνει αυτό το έργο σε αυτή την εμφάνιση. Η μουσική αυτού του έργου, είναι ένα κόσμημα που ξαναανακαλύψαμε. Ένα κόσμημα από μια εξέχουσα γυναίκα συνθέτρια που θα αγγίξει πραγματικά το κοινό».

Κλέβουμε λέξεις και από δύο άλλους ερμηνευτές. Η υψίφωνος Μελίσσα Χάρβεϋ μας μιλά για το βαθμό δυσκολίας που διαθέτει ένα ρόλος που εξελίσσεται σε ένα σπάνιο έργο. «Ο ρόλος της Ήβης είναι πολύ πιο λυρικός από τους ρόλους που συνήθως τραγουδώ. Αυτό με αναγκάζει να χρησιμοποιώ την αναπνοή μου με διαφορετικό τρόπο, καθώς και τη φωνή μου. Η τάση μου όταν τραγουδώ πιο λυρική μουσική είναι να τραγουδώ με υπερβολικό βάρος και πίεση. Πρέπει έτσι να θυμίζω στον εαυτό μου ότι όσο τραγουδάω με ανασταλμένη αναπνοή, η φωνή μου θα αναδεικνύεται, και δεν υπάρχει ανάγκη να προσθέτω οτιδήποτε παραπάνω (βάρος)».

Κι ο τενόρος Τζορέλ Ουίλλιαμς για την επαφή του με ένα έργο χαμένο στο έργο. «Ως ένας εκ των ερμηνευτικών καλλιτεχνών, να πω πως έχουμε όλοι μαζί την ευθύνη να μοιραζόμαστε τόσο τις ιστορίες μας όσο και αυτές που δημιουργήθηκαν από τους συγγραφείς της εποχής τους. Όταν σου δίνεται η ευκαιρία να ερμηνεύσεις ένα έργο που σπάνια παρουσιάζεται, υπάρχει μια αίσθηση υπευθυνότητας και προσοχής που συνοδεύει αυτήν την εμπειρία. Η σκέψη ότι δημιουργούμε κάτι ξεχωριστό στην ιστορία είναι εκπληκτική. Καθώς πλησιάζουμε στις παραστάσεις μας, νιώθω ευγνώμον, ενθουσιασμένος και βέβαιος για το έργο που έχουν επιτελέσει οι συνάδελφοί μου, η ομάδα παραγωγής και οι εταιρείες GNO/Catapult Opera. Μαζί, εκμεταλλευόμαστε τις δυνατότητές μας στο υψηλότερο σημείο, και η ελπίδα μου είναι ότι το κοινό θα απολαύσει το αποτέλεσμα της σκληρής μας δουλειάς».

Ιδανικός συνομιλητής της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ στην παραγωγή της Νεκρής πόλης, ο νεοϋορκέζικος θίασος Catapult Opera επιδιώκει να διευρύνει το είδος της όπερας και το κοινό της, δημιουργώντας καινοτόμες παραγωγές που αναδεικνύουν την κλασικά εκπαιδευμένη φωνή. Η Catapult Opera ιδρύθηκε το 2019 από τον Νηλ Γκόρεν (μουσικό διευθυντή και της Νεκρής πόλης), του οποίου το προηγούμενο εγχείρημα, η Gotham Chamber Opera, επιχείρησε και κατάφερε να εκλαϊκεύσει και να νομιμοποιήσει το υποτιμημένο είδος της όπερας δωματίου και να του προσφέρει ισότιμο σεβασμό με εκείνον που αποδίδεται στους πυλώνες του οπερατικού ρεπερτορίου.

Όπερα • Πρώτη πανελλήνια παρουσίαση
Η νεκρή πόλη
Νάντια Μπουλανζέ, Ραούλ Πυνιό
19, 21, 24, 26, 28 Ιανουαρίου 2024
Ώρα έναρξης: 20.30 (Κυριακή: 19.30)
Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής – ΚΠΙΣΝ
Σε συμπαραγωγή με την Catapult Opera
Λιμπρέτο: Γκαμπριέλε Ντ’ Αννούντσιο
Ενορχήστρωση: Τζόζεφ Στίλγουελ, Στέφαν Σουίκ (υπό την επίβλεψη του Ντέιβιντ Κόντε, προστατευόμενου της Νάντιας Μπουλανζέ)
Μουσική διεύθυνση: Νηλ Γκόρεν
Σκηνοθεσία: Ρόμπιν Γκουαρίνο
Σκηνικό: Αντρόμακι Σάλφαντ
Κοστούμια: Κάντις Ντόνελλυ
Σχεδιασμός φωτισμών και προβολές: Τζέσσικα Ανν Ντρέυτον
Ερμηνεύουν: Μελίσσα Χάρβεϋ (Ήβη), Λώρι Ρούμπιν (Άννα), Τζόσουα Ντέννις (Λεονάρδος), Τζορέλ Ουίλλιαμς (Αλέξανδρος)
Μουσικοί: Μαριλένα Δωρή (φλάουτο / πίκολο), Μαρία Σιφναίου (όμποε), Ηλίας Σκορδίλης (κλαρινέτο), Ιουλία Μπαμπέ (φαγκότο), Φίλιππος-Μάριος Σπαταλάς (κόρνο), Σπύρος Σουλαδάκης (πιάνο), Διονύσης Βερβιτσιώτης (βιολί Ι), Βανέσσα Αθανασίου (βιολί ΙΙ), Γιάννης Αθανασόπουλος (βιόλα), Φαμπιόλα Οχέδα (βιολοντσέλο), Γιώργος Αρνής (κοντραμπάσο)
Μετά την πανελλήνια πρεμιέρα, η όπερα Η νεκρή πόλη θα παρουσιαστεί στο NYU Skirball Center for the Performing Arts στη Νέα Υόρκη στις 19, 20 και 21 Απριλίου 2024.Τιμές εισιτηρίων: €15, €20 • Φοιτητικό, παιδικό: €10
Προπώληση: Ταμεία ΕΛΣ (καθημερινά 9.00-21.00 | 2130885700) και www.ticketservices.gr
Δημήτρης Πάντσος