ΘΕΑΤΡΟ

Μήπως ήρθε η στιγμή να αλλάξεις τη ζωή σου;

Ο σκηνοθέτης Παντελής Φλατσούσης είναι λάτρης της προσωπικής αναζήτησης και της διερεύνησης των ορίων ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα. Τα έργα του κρύβουν μέσα τους αρκετή νοσταλγία και άμεσα ή έμμεσα γεννούν ερωτήματα για τη ζωή μας όπως είναι και για το πώς θα θέλαμε να είναι. 

Του αρέσει όμως και η διαδραστικότητα όπως και ο ρόλος της τεχνολογίας όταν βρίσκεται στη διάθεση του θεατή, στοιχεία που είχαμε δει και στην πρωτότυπη παράσταση «New kids on the block» που είχε φιλοξενηθεί στο 15ο Γενικό Λύκειο Αθηνών στην Κυψέλη. Ήταν μια ακροβασία ανάµεσα σε κανονική παράσταση, θέατρο-ντοκουµέντο και ηχητικό περίπατο, με πρωταγωνιστές παιδιά. Πρόσφατα βραβεύτηκε με το βραβείο Κάρολος Κουν Νέου Καλλιτέχνη του Θεάτρου, για τις σκηνοθεσίες του στα έργα: «Ιταλική νύχτα», «Κυψέλη– new kids on the block», «Οι στρατιώτες» και «Λάθος χώρα».

Το νέο του εγχείρημα, διαθέτει όλα όσα προανέφερα στο έπακρο. Η παράσταση “Μετά το τέλος του κόσμου· ένα αρχείο ματαιωμένων σχεδίων” που παίζεται στο θέατρο Κάμιρος στην Κυψέλη δεν είναι μία εύκολη παράσταση, αποτελεί όμως τροφή για πολλή σκέψη. Λίγο πριν την πρεμιέρα της, προηγήθηκαν μια σειρά από podcasts, σαν μια εισαγωγή σ΄έναν κόσμο ματαιωμένων σχεδίων. Η επίσημη πρεμιέρα πραγματοποιήθηκε στις 18 Μαΐου (ένα βράδυ ζεστό στην Αθήνα) και κατά τη διάρκειά της ξέσπασε μια δυνατή καταιγίδα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Έξω από τα τζάμια του θεάτρου αλλά και μέσα μας. Σε έναν μικρό χώρο, είχε στηθεί ένα ραδιοφωνικό, γυάλινο booth. Μέσα του οι δύο πρωταγωνιστές (Γιώργος Κριθάρας, Άλκηστις Πολυχρόνη), το ραδιοφωνικό ζευγάρι που έκανε εκπομπή η οποία έφτανε στα αυτιά των “ακροατών”-θεατών μέσω μικρών πομπών με ακουστικά. Κατά τη διάρκεια της παράστασης, οι “ακροατές” της εκπομπής μπορούσαν να απαντήσουν ανώνυμα σε ερωτήσεις που απηύθυναν οι “ραδιοφωνικοί παραγωγοί” μέσω ενός app στο κινητό τους. 

Η αρχική εντύπωση, όταν προμηθευτήκαμε τους πομπούς και τις οδηγίες για το πώς θα απαντάμε μέσω των κινητών τηλεφώνων μας, ήταν ότι θα πάρουμε μέρος σε κάτι εντελώς διασκεδαστικό, σαν ένα παιχνίδι με την παρέα μας. Από τα πρώτα όμως λεπτά της παράστασης αντιληφθήκαμε ότι το μυαλό μας θα πάει σε βαθιά νερά. Όλοι, λίγο ή πολύ, έχουμε βιώσει κάποια ματαίωση στη ζωή μας. Ακόμα και την περίοδο της πανδημίας ματαιώθηκαν σχέδια, το μέλλον φαινόταν αβέβαιο και μου φάνηκε πολύ λογικό να σκεφτώ ότι η ιδέα προέκυψε τότε. Στην κουβέντα που έκανα με τον Παντελή μετά το τέλος της παράστασης, με διέψευσε. 

«Θα σου φανεί παράξενο, αλλά η σύλληψη προϋπάρχει του covid. Ήρθε δηλαδή και κούμπωσε με την περίοδο της πανδημίας, που όλοι μαζέψαμε απραγματοποίητα σχέδια ή καλύτερα, που όλοι μας κοιτάξαμε αναστοχαστικά τις ζωές μας και τις αντιμετωπίσαμε σαν ένα μεγάλο απραγματοποίητο σχέδιο και ματαιωμένο σχέδιο. Ίσως σχετίζεται με το βίωμα εντός ελληνικής κοινωνίας την τελευταία δεκαετία, μετά από κρίσεις κλπ. Πάντως το απραγματοποίητο σχέδιο για μένα είναι ένα παράγωγο του τρόπου που ζούμε, όχι σήμερα, αλλά θα έλεγε κανείς από τις αρχές του 19ου αιώνα. Παράγουμε σχέδια και προσδοκίες και είναι όμορφο όταν ευοδώνονται, αυτό θέλουμε όλοι, αλλά αυτός ο τρόπος ζωής παράγει και ματαιωμένα σχέδια ίσως και σε περισσότερες ποσότητες από τα υλοποιημένα. Δεν το λέω με διάθεση επικριτική αλλά με διάθεση να βρούμε έναν κοινό τόπο, ένα σημείο που ακουμπάει σε όλες και όλους μας και μας κάνει λίγο πιο ανθρώπινους. Εξάλλου είναι αλήθεια, ότι ένα ματαιωμένο σχέδιο είναι ένα καύσιμο για το μέλλον. Δεν τελειώνει με την μη υλοποίησή του. Επανέρχεται. Και ένα μέλλον θα το δει ως την αφετηρία του για να διαμορφώσει το δικό του παρόν. Δανείζομαι μια καταπληκτική φράση του φίλου και καθηγητή στην Οξφόρδη, Δημήτρη Παπανικολάου: “αποτελεί μια νομολογία του μέλλοντος”. Με αυτή τη λογική μπαίνουμε, βουτάμε στα ματαιωμένα μας σχέδια, στα ματαιωμένα σχέδια όλων μας, ατομικά και συλλογικά».

Παντελής Φλατσούσης

Υπήρχε μια στιγμή που δάκρυσα στην παράσταση. Για την ακρίβεια υπήρχαν 2-3 αλλά προς το παρόν θα επικεντρωθώ σε αυτή. Καθώς με παρέσυραν οι φωνές των πρωταγωνιστών στη ραδιοφωνική τους εκπομπή για τα ματαιωμένα σχέδια, θυμήθηκα ότι κάποτε και για αρκετά χρόνια, εργαζόμουν ως ραδιοφωνική παραγωγός και συνειδητά επέλεξα να σταματήσω για να ασχοληθώ με την έντυπη δημοσιογραφία. Ένα δικό μου ματαιωμένο σχέδιο που τον τελευταίο καιρό θα ήθελα να ανατρέψω και να επιστρέψω σε αυτό που τόσο μου έχει λείψει. Αναρωτήθηκα αν το ραδιόφωνο είναι ένα από τα πράγματα που και ο ίδιος ο Παντελής έχει στο μυαλό του για το δικό του μέλλον.

«Αυτό το ρωτάνε πολλοί, ελπίζω να μην θέλουν να μου πουν κάτι… Αστειεύομαι, απόλαυσα τρομερά τη διαδικασία Podcasts που κάναμε πριν την παράσταση με πέντε εξαιρετικούς, ξεχωριστούς καλεσμένους, τη Βαρβάρα Σαββίδη, τη Λίνα Ρόκου, τον Λευτέρη Σταύρακα, τον Δημήτρη Παπανικολάου και τον Αντώνη Λιάκο. Θα μου άρεσε λοιπόν να κανω ραδιόφωνο, ναι. Η ζωντανή του διάσταση και ταυτόχρονα η αίσθηση ότι λειτουργείς στο κομμάτι το ηχητικό περισσότερο, αφού δεν σε βλέπουν, μου φαίνεται γοητευτική. Άλλωστε τη συνθήκη αυτή τη χρησιμοποιήσαμε πέρα από την οικειότητα που δημιουργεί και πέρα από το γεγονός ότι σαν παιδί και έφηβος άκουγα πολλές ώρες ραδιόφωνο και έγραφα και κασέτες -δεν είμαι τόσο μεγάλος, στο τέλος τους τις πρόλαβα- γιατί μια ηχητική δραματουργία απευθύνεται πολύ περισσότερο στο υποσυνείδητο. Ατομικό και συλλογικό. Στην ουσία πατάμε στην παράδοση αυτού που στα γερμανικά θα λέγαμε Hörspiel, αλλά το θέμα μας δεν είναι να επαληθεύσουμε παραδόσεις ή να πούμε ποια είναι η καλλιτεχνική καταγωγή μας. Να μιλήσουμε για εμάς, για τις ζωές μας θέλουμε, βλέποντάς τες εντός ιστορικού χρόνου και όχι υιοθετώντας έναν αφελή παροντισμό».

Παρακολουθώντας την παράσταση προκύπτουν ένα σωρό υπαρξιακοί προβληματισμοί. Γιατί έχουμε αφήσει τα πράγματα να πηγαίνουν μόνα τους; Γιατί δεν έκανα εκείνο ή το άλλο; Είναι μια γερή γροθιά στο στομάχι αλλά ίσως να είναι και έναυσμα για κάποιους ώστε να προσπαθήσουν να ανατρέψουν τη ματαίωση που έχουν βιώσει με σκοπό να αλλάξουν τη ζωή τους. Να νικήσουν τον φόβο. Να κάνουν την προσωπική τους μικρή ή και μεγαλύτερη, συλλογική επανάσταση. Και αυτή ήταν μια σκέψη που είχε και ο ίδιος. 

«Ναι, μπορεί να συμβεί αυτό. Πιστεύω, στην πραγματικότητα ότι μόνο αν κοιτάξεις κατάματα κάτι που μπορεί να σε φοβίζει και ξεκινήσεις να συνδιαλέγεσαι μαζί του, μπορείς να το νικήσεις. Ακούγομαι λίγο σαν ψυχαναλυτής αλλά δεν το εννοώ μόνο σε ατομικό επίπεδο. Έχω την αίσθηση, ότι πρέπει να δούμε την ύπαρξή μας στην κοινωνία και στην ιστορία και ότι όσο κι αν αυτό φαίνεται λόγιο, δεν είναι. Γιατί η κατανόηση των συγκυριών έχει κάτι, με μια έννοια, θεραπευτικό, τουλάχιστον με τη διάσταση που το θέτεις εσύ Αντιγόνη, της νίκης του φόβου. Βέβαια, ο φόβος όχι απλά έχει επανακάμψει αλλά είναι η κεντρική έννοια πάνω στην οποία χτίζουμε κοινωνίες και διαμορφώνουμε ατομικότητες, τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’90, αν όχι από τα μέσα του 20ου αιώνα. Και με την πανδημία μπήκε στο κέντρο και θα μπορούσαμε να μιλάμε για ανοσολογικές κοινωνίες, όχι μόνο σε σχέση με ο υγειονομικό σκέλος αλλά γενικώς με την αντιμετώπισή μας απέναντι στο άλλο, στο ξένο. Στις αρχές του 20ου αιώνα κυριαρχούσε μια λαχτάρα για το μέλλον, η επιθυμία να το κάνουν τότε οι άνθρωποι αλλιώς. Αν αυτό το πούμε τώρα, ακουγόμαστε αφελείς ως τρελοί. Το μέλλον είναι πηγή φόβου. Τι θα φέρει»;

Είναι αλήθεια ότι το έργο λειτουργεί αρκετά σαν μια επίσκεψη σε ψυχαναλυτή, που μέσα από ιστορίες δικές σου τις οποίες καταθέτεις χάρη στις ερωτήσεις που γίνονται από το ραδιοφωνικό δίδυμο, αρχίζεις να σκέφτεσαι πράγματα που ίσως έχεις καλά καταχωνιασμένα για καιρό στην άκρη του μυαλού σου. Τι συμβαίνει λοιπόν στην περίπτωση εκείνων που φεύγουν νιώθοντας απαισιόδοξοι και βιώνουν ακόμα πιο έντονα τη ματαιότητα; Μετά την πανδημία, τον πόλεμο στην Ουκρανία και την οικονομική κρίση, δεν είναι όλοι έτοιμοι να έρθουν αντιμέτωποι με όσα τους πληγώνουν και να βρουν αισιόδοξο μήνυμα. Εμένα προσωπικά, μου πήρε μέρες για να γυρίσω τούμπα τα συναισθήματά μου. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν μια στεναχώρια για όσα χάθηκαν. Σε δεύτερο χρόνο όμως, καταλάγιασε η καταιγίδα και άρχισα να σκέφτομαι όσα μπορώ να κάνω για να αλλάξω αυτά που δεν μου αρέσουν. Και αυτό είναι το μαγικό στην παράσταση, ότι ακόμα και μέρες μετά μπορεί να σου αλλάξει τον τρόπο σκέψης και συναισθημάτων. Τι θα έλεγε όμως ο ίδιος ο σκηνοθέτης στον θεατή που βλέπει μόνο μαυρίλα στον ορίζοντα; Δυστυχώς η εποχή μας μάς βοηθά στο να νιώθουμε έτσι. 

«Είναι αλήθεια αυτό. Επίσης είναι αλήθεια, ότι το βίωμα του κάθε θεατή είναι προσωπικό, δεν μπορούμε να προδικάσουμε απόλυτα πώς θα εκλάβει μια παράσταση. Θα έλεγα βέβαια ότι βρίσκω εν τέλει την παράσταση αισιόδοξη, χωρίς αυτό να αποτελεί δέσμευση της ελευθερίας κρίσης του θεατή. Μόνο αν δούμε κάποια βασικά στοιχεία της ζωής μας κατάματα μπορούμε να πάμε παραπέρα. Και εγώ βέβαια που το λέω, δεν ξέρω ποιο θα είναι το μέλλον μας. Είδες, αυτό για τον φόβο που λέγαμε παραπάνω! Τι θα γίνει μετά; Όμως, το να δεις μια παράσταση γι’ αυτό το θέμα ή το να την κάνεις, είναι τρόπος να το αντιμετωπίσεις δυναμικά και ίσως να το αλλάξεις. Θα έλεγα επίσης σε αυτόν τον θεατή να εστιάσει σε κάτι ακόμα στην παράσταση, που για μένα είναι σημαντικό: κατά τη διαδικασία της προετοιμασίας, στείλαμε ερωτηματολόγια σε πολλές και πολλούς. Το κείμενό μας είναι οι απαντήσεις τους. Αλλά και μέσα στην παράσταση το κοινό “παίζει” ιδιωτικά και ανώνυμα απαντάει σε ερωτήσεις μέσω ενός ειδικού λογισμικού που έχει φτιαχτεί από τον Κωνσταντίνο Νησίδη ειδικά και μόνο για την παράσταση. Έχω την αίσθηση, ότι έτσι δημιουργείται μια κοινότητα μεταξύ όσων βλέπουν την παράσταση. Και αυτό είναι μια αισιόδοξη, ας το πούμε έτσι, προοπτική κρυμμένη εμμενώς εντός της φόρμας της παράστασης: η δημιουργία μιας κοινότητας. Εξάλλου αυτό είναι το ουσιωδώς πολιτικό στοιχείο του θεάτρου: όχι μόνο τα θέματα, φυσικά και αυτά και το πώς τα πραγματευόμαστε, αλλά το ζωντανό στοιχείο και η αλληλεπίδραση με το κοινό είναι που κάνουν το θέατρο -όχι σήμερα αλλά από πολύ παλιά- να έχει πολύ άμεση σχέση με τη δημοκρατία. Αυτό είναι το ουσιωδώς πολιτικό και αυτό επιχειρούμε να κάνουμε αλλά με νέα μέσα, όπως ένα app. Και αυτό το στοιχείο, οι άλλοι και το ότι δεν είσαι μόνος, είναι το μόνο που μπορεί να νικήσει τον φόβο και να δώσει αυτό που λες αισιοδοξία».

Το “ραδιοφωνικό” πρωταγωνιστικό ζευγάρι, για όλους εμάς που έχουμε μεγαλώσει με ραδιόφωνο και συνεχίζουμε να το αγαπάμε, είναι πραγματικά σαν δύο άνθρωποι που κάνουν για χρόνια μαζί εκπομπή. Οι κινήσεις τους μέσα στο ¨στούντιο”, οι χροιές των φωνών τους, η χημεία μεταξύ τους. Μου έφεραν στο μυαλό παλιές νυχτερινές εκπομπές της ελεύθερης ραδιοφωνίας, τότε που η αλληλεπίδραση με το κοινό ήταν έντονη και λυτρωτική. 

«Είναι τύχη να δουλεύεις με ανθρώπους που εκτιμάς. Με τον Γιώργο Κριθάρα είναι η τρίτη φορά που δουλεύουμε μετά τους Στρατιώτες (2020) και το Εθνικό Ντεφιλέ στο Φεστιβάλ Αθηνών το 2021. Νομίζω υπάρχει συνεννόηση πλέον πολύ καλή, ξέρει τι θέλω, ξέρω πώς το ζητάω από εκείνον και μας ενδιαφέρει να δουλεύουμε μαζί. Απελευθερωτικό στη δουλειά. Με την Άλκηστη Πολυχρόνη αν και την γνωρίζω πολλά χρόνια, δουλεύουμε πρώτη φορά και χαίρομαι πολύ για αυτή τη συνεργασία. Από την πρώτη στιγμή ήμουν βέβαιος, ότι αυτό είναι το τέλειο ραδιοφωνικό ζευγάρι». 

Μέσα από τη διάδραση γεννιούνται νέα, ωραία πράγματα και αυτό είναι σίγουρα το κυρίαρχο στοιχείο της παράστασης “Μετά το τέλος του κόσμου· ένα αρχείο ματαιωμένων σχεδίων”.

Παραστάσεις έως 5 Ιουνίου, Τετάρτη με Κυριακή στις 21:30. Διάρκεια 70′. Εισιτήρια: 15 και 10 ευρώ (φοιτητικό, λοιπές κατηγορίες). Θέατρο Κάμιρος, Ιθάκης 32. Προπώληση: viva.gr
Αντιγόνη Πάντα-Χαρβά