Ένα μουσικοθεατρικό έργο για τέσσερις φωνές και ένα πιάνο. Μια πανελλήνια πρώτη στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ, στο ΚΠΙΣΝ, από τις 11 Απριλίου και για έντεκα παραστάσεις έως τις 26 Απριλίου 2024. Ένας σκηνοθέτης που έχει πατήσει με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο εκτός από το θέατρο και στον κινηματογράφο. Και μια ιστορία γύρω από έναν από τους σημαντικότερους πιανίστες του 20ου αιώνα, τον Γκλεν Γκουλντ σε τροχιά αφορμής για κάτι μεγαλύτερο από αυτό που φαινομενικά διηγείται.
Το θέμα του Αποτυχημένου σου τριβελίζει εύκολα το μυαλό. Πώς αντιδράς μπροστά στο μεγαλείο του άλλου όταν αυτό κινείται στα δικά σου «χωράφια», ειδικά όταν αυτά, όπως νιώθεις δικαιωματικά – γύρευε πώς και γιατί, ανήκαν σε σένα; Πώς καταπολεμάς τη ματαίωση; Πώς αποδέχεσαι εντέλει, ότι η αποτυχία και η επιτυχία μπορεί και να ανήκουν στο ίδιο νόμισμα που έχει σφηνώσει στην τσέπη σου;
Για την ιστορία… η ιστορία του Αποτυχημένου πάει κάπως έτσι: Ένας μεσήλικας μπαίνει σε ένα παρηκμασμένο ξενοδοχείο κάπου στην αυστριακή επαρχία. Λίγες μέρες πριν, έχει λάβει ένα τηλεγράφημα που τον ειδοποιεί ότι ο φίλος του Βέρτχαϊμερ εγκατέλειψε την κοντινή εξοχική κατοικία του και αυτοκτόνησε. Περιμένοντας την ξενοδόχο να εμφανιστεί, ο ανώνυμος αφηγητής πλημμυρίζεται από σκέψεις καθώς αναθυμάται γεγονότα και συνομιλίες της σημαδιακής φιλίας ανάμεσα στον ίδιο, τον Βέρτχαϊμερ και τον Γκλεν Γκουλντ, τον σημαντικότερο πιανίστα του 20ου αιώνα. Πριν από 28 χρόνια, επίδοξοι δεξιοτέχνες πιανίστες και οι τρεις τους, παρακολούθησαν ένα κύκλο μαθημάτων του διάσημου Ρώσου πιανίστα Βλαντιμίρ Χόροβιτς. Η συνάντηση του αφηγητή και του Βέρτχαϊμερ με τον Γκουλντ ήταν συντριπτική. Ακούγοντάς τον να παίζει σε ένα μάθημα τις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ του Μπαχ -το έργο που τον εκτίναξε-, αποφασίζουν να παρατήσουν το πιάνο. Ο μεν αφηγητής καταπιάνεται με τη συγγραφή μιας πραγματείας Για τον Γκουλντ, την οποία μια ζωή σκίζει και ξαναγράφει, ο δε Βέρτχαϊμερ κρατάει επί δεκαετίες σημειώσεις για ένα δοκίμιο με τον τίτλο Ο αποτυχημένος, τον χαρακτηρισμό που του κόλλησε ο Γκουλντ από την αρχή της γνωριμίας τους. Τώρα, σχεδόν ένα χρόνο μετά το θάνατο του Γκουλντ στα 51 του από αποπληξία ενώ έπαιζε τις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ, και λίγες μόλις μέρες μετά την αυτοκτονία του Βέρτχαϊμερ, ο αφηγητής, στοιχειωμένος από την παρουσία των νεκρών συμμαθητών του, θα συναντήσει την ξενοδόχο, πρώην περιστασιακή ερωμένη του Βέρτχαϊμερ, που θα του αφηγηθεί τις τελευταίες μέρες του φίλου του πριν από την αυτοχειρία.
Το πρώτο που σε «χτυπά», μπαίνοντας στον χώρο της Εναλλακτικής, είναι το ιδιαίτερο, τόσο απολαυστικό για το μάτι, σκηνικό της Μυρτώς Λάμπρου. Οι αποχρώσεις ανάμεσα στο πράσινο και το καφέ μοιάζουν να έχουν ξεφύγει από την παλέτα κάποιας από τις πρώιμες ταινίες του Wes Anderson. Η ξεκάθαρη αυτή κινηματογραφική παρεμβολή στη θεατρική γραμμή δημιουργεί οικειότητα, ασφάλεια και χαλάρωση. Το δεύτερο που σε τυλίγει, από τη στιγμή που η παράσταση ξεκινά, είναι μια αίσθηση πως όλα, μα όλα, λειτουργούν κατά πως πρέπει. Κι όπως, ίσως, θα ήθελες. Κι ας μην το ήξερες.
Κλέβω εικόνες και λέξεις, παρακολουθώντας μια από τις αρχικές πρόβες. Ο ρυθμός τσεκάρεται, η κίνηση ελέγχεται ξανά και ξανά, ο λόγος «γυρίζει πίσω» και επαναλαμβάνεται για να κατευθυνθεί σε ακόμη πιο σωστή κατεύθυνση. Μια σκάλα σε λάθος θέση, ένα φως δεν ανάβει τη στιγμή που πρέπει, ένα ποτήρι νερού ακουμπά σε λάθος σημείο. Μικρές λεπτομέρειες που φαινομενικά δεν έχουν δυναμική και αξία, αλλά έχουν τελικά μέσα στο σύμπαν του Έκτορα Λυγίζου. «Το έχει κεντήσει από την πρώτη στιγμή, το έχει στο κεφάλι του από την πρώτη μέρα». Θα μου πει ο Γιάννης -ποιος άλλος θα μπορούσε να καταφέρει έναν τόσο έξοχο Γκουλντ;- Νιάρρος, λίγο αργότερα, στο πρώτο διάλειμμα. «Του προκύπτουν πράγματα στην πρόβα, αλλά τη φόρμα την είχε καθαρή μέσα του. Αυτό είναι ζηλευτό. Είτε σου αρέσει είτε δεν σου αρέσει ο τρόπος που το στήνει, είναι βαθιά συγκινητικό, πολύ συναισθηματικό. Είναι ένας πολύ γλυκός, ένας cool άνθρωπος, ο Έκτορας, για αυτό το δύσκολο που κάνει. Σε αυτόν τον κόσμο που δημιουργεί, αν λίγο από αυτά τα πραγματάκια που φαίνονται μικρής σημασίας κουνηθούν, αρχίζουν και χάνονται όλα και γίνονται χυλός. Για μένα είναι τρελή πρόκληση, γουστάρω που έχω κάποιον να με μυήσει σε αυτή τη φάση».
Χώρος δράσης της παράστασης, όπως και στο αφηγηματικό παρόν του μυθιστορήματος, είναι το φουαγιέ ενός παρατημένου κεντροευρωπαϊκού ξενοδοχείου, όπου ο ανώνυμος αφηγητής ξετυλίγει τις επαναλαμβανόμενες σκέψεις του, ενώ οι δύο νεκροί φίλοι του υπάρχουν συνεχώς γύρω του σαν φαντάσματα, αναπαράγοντας συζητήσεις, αφορισμούς και συμβάντα του κοινού τους παρελθόντος. Αφηγητής είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Βρίσκεται στη σκηνή, πηγαινοέρχεται, ερμηνεύει, σταματά, δίνει οδηγίες, ξεκινά και πάλι. Οι λέξεις είναι εκεί, το ίδιο και ο ρυθμός. Είναι εντυπωσιακά ακριβής ο τρόπος που οι ηθοποιοί «συναντούν» ο ένας τον άλλο, ψιθυρίζω στον Δημήτρη Μυτιληναίο, τον υπεύθυνο κίνησης. «Ο Έκτορας», μου λέει, «είναι ένας σκηνοθέτης που ασχολείται πάρα πολύ, σε ακραίο ίσως βαθμό, με τις κινήσεις και την ακρίβεια τους. Ήδη πριν μπούμε στην πρόβα, μαζί με το κείμενο έχουν δοθεί πολλές οδηγίες. Κάθε λεπτομέρεια, κάθε πόζα, πώς κάθονται, πώς στέκονται. Σε όλα υπάρχει παρέμβαση. Και αυτό βοηθά. Συνδυάζει τον τονισμό της γλώσσας με τον τονισμό της κίνησης και όλα δένουν».
Οι βηματισμοί, επηρεασμένοι από αντίστοιχους μελαγχολικού μπαρόκ ή μαλακού μπαλέτου, κολυμπούν, σχεδόν, στη σκηνή. Αγριάδες δεν υπάρχουν, το μέτρο έχει μια χάρη και μια κομψότητα που λες και συναγωνίζεται αυτή του αφηγητή-Λυγίζου, ειδικά τις στιγμές που με τις εξηγήσεις του καθοδηγεί άνετα και σίγουρα την ιστορία. Τον ρωτώ κάποια στιγμή αργότερα, τι είναι αυτό που τον τραβάει στο σύμπαν του Μπέρνχαρντ. «Με συγκινεί και με κάνει να γελάω», λέει. Ποιο θεωρεί πως είναι το κεντρικό θέμα του Αποτυχημένου; «Η αδυναμία του ανθρώπινου πνεύματος. Ότι ανοίγει περισσότερο από ότι ο άνθρωπος μπορεί να υποστηρίξει, με έναν τρόπο. Όπως και η ματαίωση, και ό,τι αυτή προκαλεί ψυχοσωματικά, τι υγρά βγάζει μέσα από την πίκρα. Γι’ αυτό και το χιούμορ εδώ είναι πικρό».
Ο Μπέρνχαρντ έγραψε τον Αποτυχημένο το 1983, με το γνωστό παραληρηματικό του ύφος, σε μορφή σύντομου μυθιστορήματος που κατάφερε να λειτουργεί συγχρόνως ως μια βιτριολική πραγματεία πάνω στον φθόνο, τη φιλοδοξία, τη φήμη, την ιδιοφυία, την τελειοθηρία. Πάνω σ’ αυτόν τον περίπλοκο καμβά αυτής της επινοημένης φιλίας ανάμεσα σε έναν μυθικό Καναδό κλειδοκυμβαλιστή (όπως αποκαλούσε ο ίδιος ο Γκουλντ τον εαυτό του) και δύο χολωμένους Αυστριακούς που ζουν τη ζωή τους ως αποτυχημένοι πιανίστες, ο Μπέρνχαρντ θα διηγηθεί μια ιστορία για να υπαινιχθεί μια άλλη, πιο διαδεδομένη, στους περισσότερους: Πώς καθορίζεται η αποτυχία, πώς η επιτυχία και πώς διακρίνονται τα όρια – ή η απουσία τους.
Ο Άρης Μπαλής, ο χαρισματικός Βέρτχαϊμερ της παράστασης, θα πει: «Νομίζω ότι οι έννοιες επιτυχία και αποτυχία είναι πολύ σχετικές, και ψεύτικες, γιατί ταυτόχρονα μπορείς να εκλάβεις κάτι που παρουσιάζεται από τον άλλο σαν επιτυχία ως αποτυχία και τούμπαλιν. Μπορεί και ως κατηγορίες αξιολόγησης της πραγματικότητας να είναι πολύ πλασματικές. Αποτυχία και επιτυχία συνυπάρχουν. Για παράδειγμα, όταν κάτι δεν μπορεί να επαναληφθεί στο ίδιο μέγεθος επιτυχίας, είναι αποτυχία». Τον ρωτάω αν συμπαθεί τον χαρακτήρα που ερμηνεύει. «Πάρα πολύ», λέει. «Τον καταλαβαίνω σε επίπεδο ιδεών. Έχει έναν μηδενισμό με τους ανθρώπους και την κοινωνία που κατανοώ, ανεξάρτητα αν ο τρόπος που το διατυπώνει δεν είναι ωραίος αλλά κάπως ξινός. Νομίζω πως ο πυρήνας του έχει μια πολύ διαυγή αντίληψη για την πραγματικότητα. Λέει τα πράγματα με το όνομα τους».
Στο πιάνο, ο Γκουλντ παίζει διαρκώς αποσπάσματα από τις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ. Βασικό εργαλείο της παράστασης είναι η συνεχής συνομιλία του λόγου με τη μουσική: σε μια συνθήκη όπου η χρήση του πιάνου μοιάζει με τη μουσική συνοδεία σε μάθημα χορού, η μουσική μπλέκεται ρυθμικά με την ομιλία, τονίζοντας και ξεκαθαρίζοντας τις μουσικές της ιδιότητες. Ο Γκουλντ-Νιάρρος σιγομουρμουρίζει συχνά τις νότες, ενώ τα χέρια του από «κάτω προς τα πάνω» θυμίζουν τη φημισμένη «στάση παιξίματος» που έγινε viral σε μια εποχή που δεν ήξερε τι σημαίνει η λέξη. Τον ρωτάω κάτι τελευταίο, του ζητάω να μου μιλήσει για τον δικό του Γκλεν. «Ανακάλυψε έναν νέο δρόμο στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύεται ο Μπαχ», μου λέει. «Οι μεγάλοι πιανίστες τον κράζανε, γιατί η κλασική μουσική έχει πολύ βούρδουλα για το πώς πρέπει να παίζεται και αυτός έσπαγε τη φόρμα. Είναι διανοούμενος. Και είναι αυτός που έκανε πρώτος κοπτοραπτική στην κλασική μουσική, που θεώρησε πως το μέλλον της είναι το editing, το στούντιο και το μιξάζ, που έκανε χιτ με τις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ και άνοιξε τον δρόμο στους στουντιακούς ερμηνευτές. Έγινε μούρη! Και, από την άλλη, ο τρόπος που έπαιζε με το καρεκλάκι του. Δεν έπαιζε με το βάρος του κορμιού του και του ώμου, δεν ακολουθούσε τον κανόνα των 90 μοιρών, το πήγαινε αλλιώς, και αυτό άλλαξε όλη τη σχέση των δαχτύλων με το πιάνο, έγινε πολύ πιο επιθετικό, κρεμόταν από το κλαβιέ, γαντζώνονταν από το πιάνο. Με τρελαίνει που την άκουγε έτσι, που ήθελε να παίζει έτσι».
Ο Αποτυχημένος, Τόμας Μπέρνχαρντ
Μουσικό θέατρο
Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής | ΚΠΙΣΝ
Πρώτη πανελλήνια παρουσίαση, πληροφορίες και εισιτήρια εδώ