ΘΕΑΤΡΟ

Μαρτυρίες από τις Βάκχες: Οι τρεις Αγγελιαφόροι εξομολογούνται

Όταν ο θεός Διόνυσος φτάνει στη Θήβα, ο βασιλιάς Πενθέας αρνείται να δει τον πρώτο του εξάδελφο ως Θεό και απαγορεύει τη διάδοση της νέας θρησκείας. Η άρνησή του εγείρει τη μήνι του θεού, ο οποίος, σε μια τραγική αντιστροφή διώκτη και διωκόμενου, οδηγεί τον Πενθέα στον αφανισμό από την ίδια του τη μητέρα. Ο σκηνοθέτης Θάνος Παπακωνσταντίνου και το Εθνικό Θέατρο, στη δεύτερη κάθοδό του στην Επίδαυρο, αναμετράται με τις Βάκχες, «ένα έργο αποκαλυπτικό για το ενδιαφέρον του ποιητή για την έκσταση και τον μυστικισμό».

Οι Βάκχες, η υπέροχη αυτή τραγωδία του Ευριπίδη, αποτέλεσμα της επαφής του με τη διονυσιακή λατρεία, «η τραγωδία των Ελλήνων, των αρχόντων και των λαών, κατά τον σπουδαίο Πολωνό θεωρητικό και κριτικό του θεάτρου Γιαν Κοτ» -όπως διαβάζω στις σημειώσεις-, έρχεται σε ένα καλοκαίρι που οι επισκέψεις στην Επίδαυρο ξεκίνησαν και συνεχίζουν εξαιρετικά καλά, να στηρίξει με τη σειρά της το ωραίο κλίμα και τη φετινή συνήθεια των πολλών χειροκροτημάτων. 

Έχουν πολλά υπέρ τους. Εμπνευσμένο σκηνοθέτη και δυνατή ταυτότητα. Και πολλά νέα παιδιά έτοιμα να δώσουν αυτό το κάτι παραπάνω. Εστιάσαμε στους τρεις Αγγελιαφόρους, και τους ζητήσαμε με μια «φωνή» να μας αποκαλύψουν κι άλλες μαρτυρίες για την εμπειρία τους με τις Βάκχες, πέρα από αυτές που εντέχνως μεταφέρουν επί σκηνής    

Υπάρχει εδώ κάποια μεγάλη πρόκληση; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη έρευνα ή μέθοδος που ακολουθήσατε;

Γιάννης: Πρώτος και βασικός στόχος είναι να μεταφερθεί η ιστορία που αφηγούνται οι αγγελιαφόροι στις δύο ρήσεις τους. Εστιάσαμε πολύ πάνω σε αυτό το κομμάτι με τον Θάνο, και ως σώμα αγγελιαφόρων με τον Φώτη και τον Διονύση. Να καταλάβουμε τι λέμε και γιατί το λέμε. Έπειτα, μέσω δοκιμών πάνω στην πρόβα βρήκαμε και ποιο είναι το μέσο με το οποίο θα αφηγηθούμε την ιστορία αυτή. Όταν υπάρχει συνδιαλλαγή μεταξύ των ηθοποιών και των συντελεστών, κάθε δυσκολία εξομαλύνεται και στο τέλος εκμηδενίζεται.

Διονύσης: Οι αγγελιαφόροι των Βακχών έρχονται για να μεταφέρουν τα όσα συνέβησαν στον Κιθαιρώνα. Η πρόκληση έγκειται στο γεγονός ότι αφηγούνται κάτι το οποίο δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό και κατανοητό με απλή λογική, παράλληλα όμως πρέπει να γίνει πιστευτό. Το έργο τους είναι εξαιρετικά δύσκολο, καθώς μιλούν για γεγονότα υπερβατικά, μαγικά, εξωπραγματικά. Με την Ιωάννα Ρεμεδιάκη και τον Θάνο Παπακωνσταντίνου κάναμε δραματουργική ανάλυση του έργου, με ιδιαίτερη έμφαση στις ίδιες τις ρήσεις. Με τον Φώτη και τον Γιάννη αυτοσχεδιάζαμε για μεγάλο χρονικό διάστημα υπό την καθοδήγηση του Θάνου και της Νάντης Γώγουλου, ώστε να καταφέρουμε μέσα από το σώμα να βρούμε τη λειτουργιά της αφήγησης. Εξετάσαμε επίσης επισταμένα την έννοια του θαύματος και το πώς το αντιλαμβανόμαστε και το εισπράττουμε ως ρόλοι αλλά και προσωπικά.

Φώτης: Η δυσκολία και η πρόκληση αλλά και η ομορφιά αυτού του κειμένου έχουν να κάνουν με τον ποιητικό λόγο. Από εκεί προκύπτουν τα πάντα. Κι επειδή όλοι όσοι συνεργαζόμαστε στην παράσταση καταπιανόμαστε με πτυχές του ίδιου αυτού υλικού, του ποιητικού λόγου, πιστεύω πως λίγο-πολύ ερχόμαστε σε επαφή με παρόμοιες δυσκολίες, προκλήσεις και ομορφιές. Τώρα το πώς κανείς εργάζεται προσωπικά πάνω σε αυτό το υλικό είναι μεγάλη και χρονοβόρα συζήτηση. Προσωπικά προσπάθησα να διαβάζω το κείμενο όσο περισσότερο άντεχα χωρίς να το κάνω αυτόματα.

Υπάρχει κάτι που μάθατε προσωπικά από αυτή τη συμμετοχή και αυτό το ρόλο;

Γιάννης: Ο Ευριπίδης έγραψε τις Βάκχες σε μια εποχή που κυριαρχούσε ο ατομικισμός. Ο Διόνυσος έρχεται για να επαναφέρει τη συλλογικότητα. Αυτό ήταν και το σπουδαιότερο μάθημα που πήρα. Το ποσό σημαντικό είναι το μαζί.

Διονύσης: Ίσως για πρώτη φορά αντιλήφθηκα τόσο καθαρά το πόσο σπουδαίο είναι να παίζεις με δύο εξαιρετικούς ηθοποιούς της γενιάς σου με τους οποίους μοιράζεσαι τα ίδια όνειρα για το θέατρο, την κοινωνία, τη ζωή.

Φώτης: Θα ήταν πολύ νωρίς να σας απαντούσα ότι έμαθα το οτιδήποτε.

Ποια είναι η σημασία των Αγγελιαφόρων στη δραματουργία των Βακχών και πώς προσπαθήσατε να αποδώσετε αυτή τη σημασία στη σκηνή;

Γιάννης: Ο Αγγελιαφόρος στις Βάκχες εισάγει το τι συμβαίνει έξω, μέσα. Έρχεται από το βουνό του Κιθαιρώνα και περιγράφει τα θαύματα που συμβαίνουν εκεί. Η έννοια του θαύματος όμως, δεν έχει μόνο το θετικό πρόσημο με το οποίο είναι συνυφασμένη, καθώς συμπεριλαμβάνει και το σκοτεινό πρόσωπο του Θεού Διονύσου. Περιγράφει εικόνες τόσο ακατανόητες που είναι αδύνατον να λεχθούν. Σκηνικά, ο καθένας μας χρησιμοποιεί, ερήμην του, από ανάγκη, την παρουσία και το σώμα των άλλων δύο για να καταφέρει να αφηγηθεί τα αλλόκοτα θαύματα των Βακχών.

Διονύσης: Οι αγγελιαφόροι έρχονται έξω από την πόλη. Εμφανίζονται για να μεταφέρουν τα πεπραγμένα των Βακχών όπως συνέβησαν στο ιερό βουνό, των οποίων έγιναν οι ίδιοι μάρτυρες, κρυμμένοι πίσω από θάμνους, τόσο κοντά και τόσο μακριά τους ταυτόχρονα, ως παράνομοι θεατές των Διονυσιακών τελετών και οργίων, καθώς μόνο οι μυημένοι μπορούν να δουν και να συμμετέχουν. Βλέπουν και μαθαίνουν πράγματα που πολλοί ενδιαφέρονται να μάθουν, αλλά δεν μπορούν. Εστιάζουν πολύ στη χρήση πολλών και διαφορετικών ρημάτων ώστε να καταφέρουν να εξηγήσουν όσο καλύτερα γίνεται τα ανεξήγητα. Μελετήσαμε εκτενώς τη χρήση τους και επενδύσαμε χρόνο στο να τα εξερευνήσουμε με τρόπο μη προφανή και λογικό.

Φώτης: Η πρώτη ρήση των αγγελιαφόρων στοχεύει στην υπεράσπιση του Διόνυσου απέναντι στον Πενθέα και η δεύτερη στην υπεράσπιση του νεκρού πια Πενθέα απέναντι στον κόσμο. Οι αγγελιαφόροι βλέπουν τις Βάκχες στον Κιθαιρώνα, τις γυναίκες της Θήβας που βακχεύουν και θαυματουργούν, ακούν τη φωνή του Διόνυσου. Η εργασία μας λοιπόν είχε να κάνει με το πώς ένας άνθρωπος αφηγείται ένα θαύμα.

Ζητά ο ρόλος εκφραστικότητα και συναισθηματική ένταση;

Γιάννης: Η προοπτική του Αγγελιαφόρου είναι ουδέτερη. Δεν παίρνει θέση αλλά μέσω της οπτικής του θέτει προβληματισμούς. Με την πρώτη ρήση θέτει στον Πενθέα το ερώτημα: Μήπως αντιστέκεσαι πολύ πιο σκληρά από όσο χρειάζεται; Έχει δει και πιστεύει τα όσα έχει δει. Ως ποιμένας, όντας σε πλήρη συνάρτηση με τη φύση, είναι πιο εύκολο να δεχθεί κάποια πράγματα τα οποία ο Πενθέας αρνείται κατηγορηματικά. Αλλά από την άλλη, με τη δεύτερη ρήση θέτει και στον Χορό που πανηγυρίζει για τον θάνατο του Πενθέα, το ερώτημα: Ήταν δίκαιη μια τόσο σκληρή τιμωρία;

Επίδαυρος. Τι σημαίνει για εσάς; Έχετε εμφανιστεί ξανά σε αυτό το χώρο;

Γιάννης: Η Επίδαυρος είναι ένα κομμάτι των φοιτητικών μου καλοκαιριών, ένας χώρος που μου προκαλούσε και μου προκαλεί δέος, ένας χώρος από τον οποίο απέκτησα πολύ όμορφες αναμνήσεις ως θεατής, που ελπίζω να με γεμίσει με πολύ όμορφες στιγμές και αναμνήσεις και ως ηθοποιό.

Διονύσης: Είναι παιδικό μου όνειρο να παίξω εκεί και θα είναι η πρώτη μου φορά.

Φώτης: Έχω παίξει άλλη μία φορά, πριν δύο χρόνια, ως μέλος του χορού στον Αίαντα του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Αργύρη Ξάφη. Η Επίδαυρος είναι ένας χώρος όπου δίνεται η ευκαιρία παράστασης και κυρίως αναδιαπραγμάτευσης του αρχαίου ελληνικού δράματος.

Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη σκηνή ή στιγμή από το έργο που σας συγκινεί ιδιαίτερα; Πέρα από τη δική σας συμμετοχή;

Γιάννης: Με συγκινεί πολύ το αδιέξοδο και η συνεχής πάλη του Πενθέα, ο οποίος, με την έλευση του Διονύσου, εγκλωβίζεται σε ένα ενδιάμεσο από το οποίο δεν μπορεί να μετακινηθεί ούτε προς τα εμπρός ούτε προς τα πίσω.

Διονύσης: Είναι συγκινητική, δυναμική και ελπιδοφόρα η σκηνική προσφορά των δώδεκα Βακχών (Μαργαρίτα Αλεξιάδη, Στελλίνα Βογιατζή, Χρυσιάννα Καραμέρη, Ελένη Κουτσιούμπα, Μαρία Κωνσταντά, Κλεοπάτρα Μάρκου, Ελένη Μολέσκη, Ειρήνη Μπούνταλη, Τζωρτζίνα Παλαιοθόδωρου, Ιοκάστη-Αγαύη Παπανικολάου, Θάλεια Σταματέλου, Δανάη Τίκου) καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασής μας, από την αρχή μέχρι το τέλος.

Φώτης: Για μένα η κορυφαία στιγμή του έργου – και κορυφαία γενικά για την παγκόσμια δραματουργία πιστεύω – είναι η στιγμή που η Αγαύη βλέπει ότι κρατά το κεφάλι του γιου της στα χέρια της. Αλλά αυτή η στιγμή δεν θα ήταν τίποτα από μόνη της, αν ολόκληρο το έργο προηγουμένως -όλη η κατασκευή του – δεν οδηγούσε προς τα εκεί. Ξεχωρίζω αυτό το έργο γιατί είναι φοβερά αισθησιακό.

Οι “μικροί” ρόλοι μπορούν να κάνουν τη διαφορά σε ένα σύμπαν σαν κι αυτό;

Γιάννης: Δεν έχει σημασία αν ένας ρόλος είναι μικρός ή μεγάλος. Ειδικά σε κείμενα διαχρονικά και τόσο σπουδαία όπως οι Βάκχες, κάθε τι που έχει γραφτεί επιτελεί έναν σκοπό. Συγκεκριμένα, οι αγγελιαφόροι στις Βάκχες έρχονται για να αντιστρέψουν την παροιμία. Έρχονται με χίλιες λέξεις για να περιγράψουν μια τόσο ανοίκεια, επικίνδυνη και συνάμα ελκυστική εικόνα. Μια εικόνα που προκαλεί έλξη από τον ερωτισμό που δημιουργεί η ειδυλλιακή ηρεμία των Βακχών στην αρχή και καταλήγει στον αποτροπιασμό, το δέος και τον φόβο πού δημιουργείται από το απόλυτο κομμάτιασμα του ανθρώπου που εμμονικά αντιστέκεται και ασεβεί προς τη δύναμη της φύσης.

Διονύσης: Σ’ αυτά τα πανάρχαια, πανανθρώπινα ποιητικά κείμενα δεν υπάρχουν μικροί και μεγάλοι ρόλοι. Ένας είναι ο πιο μεγάλος και σημαντικός και πρωταγωνιστικός, αυτός του χορού. Για τον λόγο αυτό είναι εξ αρχής λάθος να εστιάζουμε καλλιτεχνικά στη σημασία των προσώπων και στην ερμηνεία των ηθοποιών. Τα κείμενα αυτά γράφτηκαν για την κοινωνία και παρουσιάστηκαν στην κοινωνία, η οποία γνώριζε πολύ καλά τους μύθους και την πλοκή τους.

Φώτης: Το σύμπαν αυτό φτιάχνεται από όλους. Ο κάθε κρίκος κάνει τη δική του διαφορά, προσθέτει κι έτσι προκύπτει ένας κόσμος συνεκτικός και πλούσιος. Αν κανείς πάει να κάνει τη διαφορά ερήμην των υπολοίπων το σύμπαν καταρρέει.

Τι πιστεύετε πως θα θυμάστε από αυτή την περιοδεία, μετά, όταν ολοκληρωθεί;

Γιάννης: Τους ανθρώπους και τις στιγμές που έζησα με αυτούς.

Διονύσης: Στο τέλος μένουν μόνο οι άνθρωποι.

Φώτης: Τη συνάντησή μου με τον Διονύση και τον Γιάννη και μια πολύ καλή συνεργασία.

Οι Αγγελιαφόροι έχουν το δικό τους παρελθόν

Ο Γιάννης Κόραβος είναι απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου από το 2021, ενώ έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του και στο τμήμα Αξιοποίησης Φυσικών Πόρων & Γεωργ. Μηχανικής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στο θέατρο έχει συνεργαστεί με τον Δημήτρη Καρατζά, τον Δημήτρη Σταυρόπουλο, τη Σοφία Αντωνίου και τη Βαρβάρα Νταλιάνη. Αυτό το διάστημα παρακολουθεί μαθήματα φωνητικής ενώ παράλληλα κάνει και μαθήματα σαξοφώνου.

Ο Διονύσης Πιφέας γεννήθηκε στην Αθήνα και ζει στο Παγκράτι. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο ΤΕΙ Πειραιά και είναι κάτοχος Msc στις Διεθνείς Ευρωπαϊκές Οικονομικές Σπουδές στο Ο.Π.Α.. Μπήκε στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου το 2014 και αποφοίτησε αριστούχος τρία χρόνια μετά. Έχει συνεργαστεί με την Ελένη Ευθυμίου (Εθνικό Θέατρο), με την Κωνσταντίνα Νικολαΐδη (ΙΜΕ), με τον Δημήτρη Τάρλοου (θέατρο Πορεία), με τη Βαλεντίνα Παπαδημητράκη (Δηπεθε Κρήτης), με την ομάδα 4Frontal (θέατρο Μπέλλος) και με την Ελένη Μποζά (Εναλλακτική σκηνή ΚΠΙΣΝ και θέατρο από Μηχανής), με την Ειρήνη Λαμπρινοπούλου (Θέατρο του Νέου Κόσμου), με τον Δημήτρη Αποστολόπουλο (Θέατρο Σταθμός) και με την Δέσποινα Ντορίνα Ρεμεδιάκη (θέατρο Πορεία). Συμμετείχε στην τηλεοπτική σειρά “Κι όμως είμαι ακόμα εδώ” (ΕΡΤ) και “Ζακέτα να πάρεις” (ΕΡΤ). 

Ο Φώτης Στρατηγός γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, στη Δάφνη. Σπούδασε στο τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κι έπειτα στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Ξεκίνησε να εργάζεται ως ηθοποιός το 2020 στο θέατρο Πόρτα.

Οι Βάκχες του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Θάνου Παπακωνσταντίνου, θα παρουσιαστούν στην Επίδαυρο στις 2 και 3 Αυγούστου. Το αναλυτικό πρόγραμμα της περιοδείας θα ανακοινωθεί σύντομα.
Δημήτρης Πάντσος