ΘΕΑΤΡΟ

Η Ορέστεια, το αντίδοτο στον τηλεοπτικό μας πολιτισμό

Σκέψου ότι είσαι στην Επίδαυρο και παρακολουθείς την Ορέστεια. Του Θεόδωρου Τερζόπουλου. Και σκέψου μετά το άλλο. Αν δεν δεις ή ακούσεις έντονες ή και πιο χαλαρές διαφωνίες, μετά το πέρας της παράστασης, κάτι θα έχει πάει λάθος. Νόμος. Ή απλά είσαι σε άλλο θέατρο. Αυτά αξίζουν, αυτά σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο και αν όχι καλύτερο άνθρωπο, σίγουρα πιο εύθυμο. Και η Επίδαυρος το προσφέρει απλόχερα.

Η τρίωρη (και μισή) Ορέστεια, σε μια επιστροφή αστρονομικών μεγατόνων που έκανε για μήνες την θεατρική καρδιά να χτυπά σε φουλ παλμούς, είχε όλα τα φόντα γι’ αυτό. Το έλα να διαφωνήσουμε για το τι είδαμε, τι νιώσαμε, τι έλεγε ο ποιητής και πώς το «μετέφρασε» ο νέος ποιητής, ήταν εκεί μπροστά μας. Αρχικά. Γιατί, τις επόμενες ώρες, την άλλη μέρα, κάπως αυτό λειάνθηκε, η δεύτερη σκέψη σαν να επιβλήθηκε της πρώτης, ήταν πιο εύκολο να βάλεις τα πράγματα στη θέση τους, την τελετουργία της ανάμνησης ή την τελετουργία σκέτο, αυτό που παρορμητικά αισθάνθηκες και ίσως και πρόσκαιρα απέρριψες, τον στομφώδη τρόπο της εκφοράς που οδηγεί «ευδιάκριτα» στον «παλιό τρόπο», την έξοχη Σοφία Χιλλ να προσπαθεί να παρουσιάσει -κόντρα σε άλλη κατεύθυνση;- κάτι άλλο μέσα από τους τόσο εύστοχους λαρυγγισμούς της. ‘Η τη δυσκολία με την οποία δέχτηκες την Αθηνά, ιδεολογικά ή απλώς εντελώς σκηνικά.

Ασχέτως τι είχαμε στο μυαλό μας και τι ζητήσαμε -ξεκινώντας ο καθένας από τις «επαγγελματικές» ή «ερασιτεχνικές» αφετηρίες του-, η τριλογία του Αισχύλου από τον Θεόδωρο Τερζόπουλο έγινε, νιώθω, για να την χειροκροτήσουμε όρθιοι στο τέλος χωρίς να μας νοιάζει πότε θα ξανακουμπήσουμε το κουρασμένο μας σώμα πίσω στο κάθισμα. Για πόσο καιρό ακόμη άραγε, η ξεχωριστή συγκινητική εικόνα του σκηνοθέτη πίσω από την ομάδα του θα μας συνοδεύει; Τότε δηλαδή που μέσα σε αυτό το εξαγνιστικό ευχαριστώ του κοινού, αυτός απέδιδε με τον τρόπο του σεβασμό, σε αυτούς που ανέβηκαν στο «άρμα» του,  με τόσο ασκητισμό!

Ήμουν εκεί την πρώτη μέρα. Που η σημαία της Παλαιστίνης ήταν «κρυμμένη» στα καθίσματα. Που δεν φύγαμε έχοντας στη φαρέτρα των συναισθημάτων μας αυτό το κάτι παραπάνω. Σκέφτομαι όμως πόσο πιο ενθουσιώδεις ήταν όσοι άγγιζαν τον τερζοπουλικό κόσμο για «πρώτη φορά», και ήταν αρκετοί, πολλοί δηλαδή, ήταν ευδιάκριτο, το έβλεπες στο κουρασμένο από τον τηλεοπτικό πολιτισμό βλέμμα τους. Πόσο ξαφνιασμένοι, μουδιασμένοι και εντελώς παραδομένοι ήταν – και αυτό ίσως ήταν και το μεγαλύτερο κέρδος της βραδιάς (επί δύο).

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αυτός ο άρτιος τρόπος θεάτρου, ο τόσο κανονικός, χωρίς νεοτερισμούς και μοντερνιές -σύμφωνα με τα δεδομένα της σημερινής εποχής, σκηνικά και κοστούμια δια χειρός ιδίου Τερζόπουλου τα λες και «εκτός»- τους συνάρπασε. Διαρροές πέραν του πάνω πάνω διαζώματος δεν έβλεπες να προκαλείται. Όλοι ήταν εκεί. Βιδωμένοι στη θέση τους. Και πέρα από εκεί.

Πέρσι τέτοια εποχή τσακωνόμασταν πάνω στην πρόταση της Κιτσοπούλου. Φέτος όλοι έσφιξαν τα ζωνάρια και πήραν ανάσα. Το «έργο» θα παιζόταν αλλιώς. 

Οι παλιοί, ξαφνιασμένοι από αυτό το υπέροχο ξαφνικό hype που μάζεψε σχεδόν είκοσι χιλιάδες σε δύο απανωτά sold out -ποιος να το έλεγε και ποιος να το πίστευε- ενέδωσαν στην γκρίνια που κάποιο υποτυπώδες μπιφ αποζητούσε. Κάτι στην πολιτική θέση εκεί στο τρίτο μέρος τους ξένισε, ή έστω τους αποσυντόνισε. Το ακούω, και περνάω στην επόμενη σκέψη, που αφορά αυτά τα είκοσι υπέροχα πλάσματα του χορού. Αυτά που «δεινοπάθησαν» το περισσότερο. Στις τρεις ώρες και τα δέκα λεπτά, από τις τρεισήμιση ώρες, επί σκηνής. Που έδωσαν το χίλια τοις εκατό του εαυτού τους. Που έσκαψαν στην γεωμετρία, το μέτρο και την άσκηση, με αξίνες τα χέρια τους, και σύστησαν τη φημισμένη Μέθοδο με τον πιο γενναιόδωρο και ακούραστο τρόπο. Που ήθελες να σηκωθείς όρθιος κάθε δύο λεπτά και να τους πεις περάστε, εκεί είναι το συμβόλαιο σας για τα επόμενα δέκα χρόνια, δεν παίζει κάτι άλλο, ό,τι κόντρα σε αυτό θα ήταν έγκλημα. Ο Ν. που διέκοψε τις διακοπές του και πήρε το καράβι από την Πάρο πρωί πρωί για να προλάβει βράδυ να είναι εκεί, ως αιώνιος τερζοπουλικός φαν -το επόμενο πρωί θα ήταν πίσω με το πρώτο πρωινό- την χάρηκε κι ας μην της παραδόθηκε όπως ίσως περίμενε. Χαιρετήσαμε την απουσία μικροφώνου και ας μην βοηθούσε όλους τους ηθοποιούς, συμφωνήσαμε για τη διαφορά του τερζοπουλικού «τρεμουλιάσματος» στον χορό -έτσι όπως οι μισοί έψαχναν να συναγωνιστούν τεχνικά τους πιο έτοιμους σε αυτό, τόσο αδιανόητα δύσκολο ούτως ή άλλως-, διαφωνήσαμε -όχι πολύ- πάνω στην «ευκολία» του εκκωφαντικού ηχητικά κλεισίματος.

Μικρές λεπτομέρειες σε έναν ωκεανό καλοσύνης και πολιτιστικής ευγλωττίας. Αυτά παθαίνεις όταν πηγαίνεις κάπου που αγαπάς, με κάποιους που το αγαπάνε περισσότερο, αποφάσισα.

Και κάπως έτσι, ευτυχώς, κάτσαμε στα αυτονόητα. Μετρώντας σε ιεραρχία τα πιο συναρπαστικά μας. Ο ταξιδιώτης από την Πάρο των διακοπών, είπε για αυτή τη ματωμένη πλάτη του Νίκου Ντάση στον “Αγαμέμνων” και το σπάνιο στην ολοκλήρωση του πέταγμα των χεριών προς τα πίσω, μέχρι να μη βλέπεις χέρια αλλά φτερά, και την αργή καταραμένη βαριά εσωστρεφή του άνοδο μέσα από το πλήθος έως το πάνω διάζωμα- σε σημείο που έβλεπες μόνο αυτό, το τι γινόταν στη σκηνή εκεί μπροστά σου, σαν να μη σε αφορούσε, τόσο απόκοσμα δυνατό ήταν. Και εγώ, είπα για την Κασσάνδρα. Που όταν ξεκίνησε να μιλά, έμεινα μέσα έξω ακίνητος, και όταν ξεκίνησε να τραγουδά εξαφανίστηκα στον χρόνο, γιατί ό,τι και να πούμε για την Ορέστεια του Τερζόπουλου στην Επίδαυρο, και κυρίως για το περίφημο δικό του αγαπημένο τρίτο μέρος με τις Ευμενίδες, λίγο θα είναι, έτσι, προσωπικά κι αυθαίρετα όμως θα το πω: η Κασσάνδρα της επί ετών συνεργάτιδας του Θεόδωρου -και μέλους του συγκροτήματος Pagan- Έβελυν Ασουάντ, με τους ανατριχιαστικούς ανατολίτικους λαρυγγισμούς της, είναι ό,τι ωραιότερο και συγκλονιστικότερο θα δεις φέτος στο θέατρο. Αρχαίο και νέο. Και αν εμπιστεύεσαι αυτό που κάνει την ψυχή σου να ταξιδεύει πέρα από θεωρήσεις, αποφάσεις, ιδέες, αναλύσεις, αντάρες και βαρύγδουπες δηλώσεις θεωρητικής ανακατωσούρας που πολλοί εκτιμούν και λιγότεροι κατανοούν, μείνε σε αυτό και δεν χρειάζεσαι τίποτα άλλο. Γιατί το «αυτό» είναι που εξηγεί πολλές φορές το «γιατί»!

Υ.Γ.: Δίπλα, εντελώς μα εντελώς δίπλα, καθόταν δύο κυρίες. Η μία μιλούσε συνέχεια, ψιθυριστά στη διπλανή της. Η άλλη δεν μιλούσε. Άκουγε, δεχόταν -προφανώς καλοδεχόταν- την επεξηγηματική φλυαρία της φίλης της. Ήταν χαλαρές. Ήταν στη βεράντα τους. Ήταν προφανώς σε μια Επίδαυρο που μόνο αυτές κατανοούσαν. The end!

Η περιοδεία της Ορέστειας συνεχίζεται στο Θέατρο Δάσους στις 19.7 και τελειώνει στο ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ- Ειρήνη Παπά στις 14.9. Όλο το πρόγραμμα εδώ 

Δημήτρης Πάντσος

Share
Published by
Δημήτρης Πάντσος