Ακούω πολλούς τελευταία, συνήθως μεσήλικες, να ασκούν κριτική στις γενιές των 20, 25, 30 ετών (βάζοντας μάλιστα και γενικευτικές ταμπέλες, όπως γενιά Z, post Z, late millennials κτλ) για έλλειψη κινήτρων: ότι οι μεγάλες εταιρείες τους προσλαμβάνουν και τους απολύουν γιατί δεν τους ενδιαφέρει η φιλοδοξία της ανέλιξης, ότι δεν θέλουν η εργασία να καταλάβει όλη τους τη ζωή, για μια στάση απολιτίκ, ότι αρκούνται να σκρολάρουν για ώρες στο κινητό πίνοντας κάποιο ακατανόητο υβρίδιο καφέ, ότι υπολογίζουν πως αν είναι να ζουν με 400 ευρώ μπορούν να ζουν και χωρίς 400 ευρώ, ότι κάθονται και σκέφτονται αντί να πράττουν.
Μια παρέα προερχόμενη από αυτές τις γενιές έκανε πρόσφατα μια παράσταση πρωτότυπη, με ένα θέμα μη αναμενόμενο, για… μια γιαγιά. Τη γιαγιά κάποιου Δημήτρη – και τη γιαγιά του κάθε μέλους του θιάσου (και τελικά τη δική μας). Αυτή η νεαρή παρέα βρήκε τον τρόπο να πει μια ιστορία με υλικά του σήμερα, μέσα από ένα παρελθόν και ένα παρόν που χαρακτηρίζεται από μια συναισθηματική αφάνεια. Τη σχέση του κάθε ενός και καθεμιάς από εμάς με την γιαγιά μας, ένα άτομο αυτονόητο αλλά καθόλου προφανές. Αγνοώντας το χίπστερ της μόδας του τίποτα και την επιφανειακότητα του εκκεντρικού, το τύπου ακτιβιστικό μανιφέστο “τι θέλει να πει η γενιά μας τώρα”, αποφάσισε να μας επιτεθεί και να μας αφοπλίσει με την αγάπη.
Σε μία σύνθεση κειμένων των μελών της ομάδας, που προέκυψαν από τις δικές τους βιωματικές ιστορίες και τις προσωπικές τους αφηγήσεις, η παράσταση μας μίλησε για το παρελθόν, για τη σχέση με τη γιαγιά, την ανάκληση και την ρεμβαστική ατμόσφαιρα εκείνης της ακαταμάχητης τρυφερότητας που απομένει από την παιδική μας ηλικία, ανακαλώντας την μυρωδιά μιας αγκαλιάς, ενός “γιαγιαδίστικου” καναπέ, για τις ανομολόγητες ιστορίες που ποτέ δεν θα ειπωθούν στα σπίτια μας, για τις αβάσταχτες σιωπές των γυναικών του παρελθόντος, για τη μυστική συμμαχία των μικρών παιδιών με εκείνη τη γιαγιά που δεν μιλάει για τίποτα μα καταλαβαίνει τα πάντα.
Νέοι καλλιτέχνες αισθάνονται ότι θέλουν να μιλήσουν για αυτές τις ζωές, τις δικές τους και των άλλων, τις παρωχημένες ζωές, μέσα στη φρενίτιδα της αιώνιας νεότητας, της νεαρολαγνείας που προτεραιοποιεί η δυτική πραγματικότητα μετά τον κορονοιό, την επιθυμία να παραμείνουμε νέοι και άφθαρτοι – επιθυμία κυρίως αυτών των μεσήλικων που ανέφερα παραπάνω, που αποκτούν τα οικονομικά μέσα και τα ματαιόδοξα κίνητρα ώστε να μην αφήνουν τη σκυτάλη στους επόμενους, να επιμένουν στο δικό τους ναρκισσιστικό όραμα του “για πάντα”. Ούτε η γιαγιά ούτε το εγγόνι έχουν και θέση σε όλο αυτό το ξέσπασμα. Πολύ γέροι και πολύ νέοι για να μονοπωλούν τις οικογένειες, πολύ αδύναμοι για να προτείνουν το αφήγημα της γενιάς τους, βρίσκονται στα σκοτεινά δωμάτια, μεταξύ τους, για λίγη παρέα.
Στην Ελλάδα, πολύ συχνά οι άνθρωποι έχουν της εμπειρία μιας γιαγιά ή ενός παππού στο σπίτι, ή στο κάτω σπίτι ή στο πάνω σπίτι, ή στις 3μηνες διακοπές το καλοκαίρι. Οι ζωές τους -όσο και αν πραγματικά μοιράζονται με την οικογένεια-, ως προς το τι ήταν κάποτε πριν γίνουν οι μάνες μάνες και οι γιαγιάδες γιαγιάδες, είναι συνήθως συμπληρωματικές, γραφικές, κωδικοποιημένες.
Στην παράσταση δεν ακουγόταν ανάσα. Ακούγονταν μύτες που ρουφούσανε το κλάμα, από όλα τα σημεία του θεάτρου, μπουφάν που σέρνονταν στις αγκαλιές των φίλων στο διπλανό κάθισμα, απαλά χαϊδέματα σε μαλλιά.
Νομίζω ότι εδώ δίνεται μια απάντηση για το πού μπορεί να πάει το θέατρο στο εξής. Τι έχουν να αποκαλύψουν οι επόμενες γενιές: το διαγενεακό τραύμα, την οικογενειακή θαλπωρή, την ιστορική συνέχεια, την προφορική ιστορία ως μέσο διάδοσης των κοινωνικών αγώνων, την αφήγηση μέσα από την αγάπη και την καθιέρωση της προσωπικής μνήμης – όπλο απέναντι στην ισοπέδωση του ανέκφραστος σημερινού κόσμου μας.
Οι νέοι καλλιτέχνες μπαίνουν στην τέχνη ανεπιτήδευτα και, μορφωμένοι -και με το παραπάνω- όπως είναι σήμερα, υιοθετούν, όπως έκανε ο Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος στην παράστασή του ΜΑ ΓΚΡΑΝ’ ΜΑ, όλες τις νέες τεχνικές της σκηνής και της αφήγησης, με στόχο να μας πουν μια ή και πολλές ιστορίες χωρίς να επιδιώκουν την ετυμηγορία των κριτικών αλλά τη συγκίνηση των θεατών.
Αυτή η νεότερη γενιά, παρά την οκνηρότητα που της επισύρεται, μοιάζει να δίνει μια απάντηση, φανερή και σε άλλες παραστάσεις των τελευταίων χρόνων. Μιλά από την καρδιά, βομβαρδίζει ανελέητα τον θεατή με αγάπη και πλήθος άλλα συναισθήματα – όλα αυτά τα μη κουλ που προέρχονται από τα οικογενειακά και προσωπικά μας άλυτα. Να που το θέατρο λέει την αλήθεια… Παραδίδεται στους νεότερους και τους εύχομαι να μην ξαναχρειαστούν σχήματα, προσχήματα και παρωχημένα κείμενα, παρά μόνο τη στοχαστική και ελεύθερη πράξη της αγάπης.