Δε χρειάζεται περισσότερο από λίγα λεπτά της ώρας, ούτε καν ένα ολόκληρο επεισόδιο, για να καταλάβει κανείς ότι τα δύο μεγάλα χαρτιά του The Young Pope (αυτής της πολύ φιλόδοξης συμπαραγωγής μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού που κάνει διαδοχικά πρεμιέρα στην Ευρώπη αυτές τις μέρες – στα μέρη μας 28/10 στον ΟΤΕ TV) ο σκηνοθέτης Παόλο Σορρεντίνο και ο πρωταγωνιστής Τζουντ Λο κάνουν στ’ αλήθεια το κέφι τους σε αυτό το διάλειμμα που ξαποσταίνουν στη μικρή οθόνη. Ή βρίσκονται σε μεγάλα κέφια, θα μπορούσε να αλλάξει κάποιος ελαφρά τη διατύπωση. Κι αν αυτό το «κέφι», ο ανοικονόμητος δημιουργικός οίστρος, δε λείπει ποτέ από τον Σορρεντίνο και κάνει τις ταινίες του να ισορροπούν στη λεπτή γραμμή μεταξύ αριστουργήματος κι αστοχίας, ο βρετανός ζεν πρεμιέ μάλλον χρειαζόταν ένα one man show. Για να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα μιας καριέρας που κάπου μεταξύ Δρ. Γουότσον (στα πρόσφατα Σέρλοκ Χολμς), Γουές Άντερσον (στο The Grand Budapest Hotel), διαχοχικών επανασυνδέσεων με τη Σιένα Μίλλερ (δεν είναι πια μαζί) και διαδοχικών γεννητουριών (έχει πέντε παιδιά με τρεις διαφορετικές συντρόφους), έμοιαζε να χρειάζεται κάτι πομπώδες για να ανανεωθεί.
Κι ο ρόλος του παιδιού που γεννήθηκε Λένι Μπενάρντο στις ΗΠΑ, μεγάλωσε με καλόγριες σε ορφανοτροφείο, ακολούθησε «ακαδημαϊκή θρησκευτική καριέρα» κι ανήλθε σε ηλικία μόλις 47 ετών –εξού και Νεαρός Πάπας– στο ανώτατο αξίωμα του θρησκευτικού ηγέτη 1 δισεκατομμυρίου ανθρώπων μοιάζει ιδανικός. Σαφώς «αβανταδόρικος», όπως ορίζει ένα κλισέ των κριτικών. Γιατί ο Πάπας Πίος o XIII δεν γεμίζει κανένα από τα κουτάκια της «θέσης», έτσι όπως τα φανταζόμαστε έχοντας αφετηρία είτε την πραγματικότητα είτε τη μυθοπλασία. Πίνει κόλα με γεύση κεράσι για πρωινό, καπνίζει απροκάλυπτα κι αρειμανίως (αλλάζοντας τον κάνονα των προκάτοχών του… μόνο για εκείνον) κι αναφέρει ως παράδειγμα υποδειγματικού μάρκετινγκ στη σχετική διευθύντρια του Βατικανού τον Banksy και τους Daft Punk (επειδή δε δείχνουν ποτέ το πρόσωπό τους).
Είναι αυτή στάση ενός ανθρώπου που πιστεύει στην ίδια την ύπαρξη του Θεού; Ή μήπως αυτα είναι τα χαρακτηριστικά ενός παντοδύναμου CEO της πιο ισχυρής πολυεθνικής του πλανήτη μας, της Καθολικής Εκκλησίας;
Μπαίνει με τον πιο δυναμικό τροπο σε ένα περιβάλλον που διαχρονικά είναι συνδεδεμένο με ίντριγκες γύρω από τη νομή μιας απέραντης εξουσίας, μια εξουσία που ο Νεαρός Πάπας δεν είναι διατεθειμένος να μοιραστεί με κανέναν. Ούτε με καν με τους consiglieri καρδινάλιους που τον βοήθησαν να παρακάμψει στην κούρσα διαδοχής τον μέντορά του για να μπορεί να στέκεται εκείνος στο μπαλκόνι της πλατείας του Αγίου Πέτρου με εκατοντάδες χιλιάδες πιστούς από κάτω να κρέμονται από τα χείλη του. Δείχνει εξαρχής ένα μακιαβελικό πρόσωπο, εφαρμόζει την υψηλή τέχνη του «διαίρει και βασίλευε», συμπεριφέρεται αλαζονικά, δεν σκοπεύει να τηρήσει καμία ισορροπία παρά τις συστάσεις. Και, φυσικά, δημουργεί εχθρούς σε χρόνο ρεκόρ.
Είναι «χριστιανικά» όλα αυτά; Είναι στάση ενός ανθρώπου που, υποτίθεται, έχει αφιερώσει τη ζώη του στο θέλημα του Θεού; Ακόμα ακόμα, είναι στάση ενός ανθρώπου που πιστεύει στην ίδια την ύπαρξη του Θεού; Ή μήπως είναι χαρακτηριστικά ενός παντοδύναμου CEO της πιο ισχυρής πολυεθνικής του πλανήτη μας, της Καθολικής Εκκλησίας; Ο Τζουντ Λο είναι μετριοπαθής στις συνεντεύξεις του: «υποδύομαι ένα ρόλο που υποδύεται ένα ρόλο», δηλώνει παντού απαντώντας γενικόλογα όσον αφορά τα δικά του θρησκευτικά πιστεύω. Μπροστά στην κάμερα του Σορρεντίνο όμως, τουλάχιστον στα δύο πρώτα επεισόδια που είδαμε, δίνει ρεσιτάλ. Εκμεταλλεύεται το τεράστιο γήπεδο και απλώνει το ερμηνευτικό του παιχνίδι. Είναι ταυτόχρονα μοχθηρός και νάρκισσος, ανασφαλής και μηχανορράφος, είρων και ηγεμών.
Δίπλα του η Ντάιαν Κίτον, στα 70 της φοράει ράσα για να παίξει την Αδελφή Μαίρη που μεγάλωσε τον Λένι – πολύ μακριά από την κάποτε εικόνα της ως Annie Hall ή σύζυγος Κορλεόνε. Και, παραδίπλά του, κάποιοι ενδιαφέροντες δεύτεροι ρόλοι –ίσως στο ξεδίπλωμά τους, θα κερδηθεί ή θα χαθεί η απογείωση της σειράς- από τους οποίους ξεχωρίζει ο καρδινάλιος Βοϊέλο (κάτι σαν το comic relief του καστ, τον υποδύεται ο Σίλβιο Ορλάντο) και υπόσχεται πολλά ως πιθανός αντίπαλος ο καρδινάλιος Ντυσολιέ (Σκοτ Σέπερντ).
Το The Young Pope μπορεί να ανάψει και πάλι την σπίθα στην καριέρα του Τζουντ Λο, αλλά ανήκει εξίσου και στον Πάολο Σορρεντίνο. Που όλοι ξέρουμε ότι τα καταφερνει καλύτερα από καθετί στο να περιγράφει, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο, ποιητικά την σχέση αιτίου-αιτιατού που υπάρχει ανάμεσα σε εξουσία και διαφθορά. Το έχει κάνει έξοχα στις δύο καλύτερες ταινίες του, το Il Divo και το La Grande Bellezza, όχι τυχαία αυτές που έχουν ιταλικό ISO. Κι εδώ, κατεβάζοντας όσο χρειάζεται –όχι πολύ- τους τόνους για να προσαρμοστεί στο τηλεοπτικό context (το ίδιο και ο εκπληκτικός διευθυντής φωτογραφίας και των ταινιών του, Λούκα Μπιγκάτσι) χρησιμοποιεί πάλι τα ίδια μέσα: υπερρεαλιστικές σφήνες (όπως το απίθανο σήμα-εναρκτήρια σεκάνς ή αργότερα… ένα καγκουρό), έντονα χρώματα, γκροτέσκα απεικόνιση των ισχυρών προσώπων (πολλά κοντινά πλάνα δυσανάλογου μεγέθους σε σχέση με το background), ευφυή χρήση του πλήθους που, ο έλεγχός του έτσι κι αλλιώς, είναι το διακύβευμα της σειράς.
Ο Σορρεντίνο έχει σκηνοθετήσει και τα δέκα επεισόδια της πρώτης σεζόν (συνυπογράφει και το σενάριο). Η πρεμιέρα της περασμένης Παρασκευής στην Ιταλία κάθισε μπροστά στην τηλεόραση περίπου 1 εκατομμύριο συνδρομητές, σχεδόν τους τριπλάσιους από το Game of Thrones και λιγότερους μόνο από την πρεμιέρα της δεύτερης σεζόν του Gomorrah. Είπαμε, ο Σορρέντινο ξέρει να μιλάει στον κόσμο μέσω των συμπατριωτών του, αν και ακόμα δεν υπάρχει κάποια αντίδραση από το Βατικανό που σίγουρα θα βοηθούσε στο hype. Μεγάλο στοίχημα βέβαια είναι να περάσουν και στην Αμερική τα «ευρωπαϊκά» κόλπα του, η σειρά θα ξεκινήσει εκεί στο ΗΒΟ τον Φλεβάρη του 2017.
Μέχρι τότε θα έχουμε δει τον πρώτο κύκλο και θα ξέρουμε αν όντως βγήκε «λευκός καπνός» για την καλύτερη (ή έστω μια από τις καλύτερες) τηλεοπτική σειρά της χρονιάς.