Categories: ΜΟΥΣΙΚΗ

Χρειαζόμαστε πραγματικά έναν καινούριο δίσκο των Who;

Η συνταγή είναι λίγο πολύ γνωστή. Την έχουμε ξαναδεί και ξαναακούσει. Μπάντα βαρέων βαρών, με τις εποχές της μεγάλης δόξας της να έχουν περάσει ανεπιστρεπτί και με τον τραπεζικό λογαριασμό της να έχει αρχίσει να αδειάζει επικίνδυνα ξαναζεί μια δεύτερη «δημιουργική νιότη» και μετά από χρόνια -ή και δεκαετίες- επιστρέφει στα πράγματα με νέα δουλειά που συνοδεύεται από περιοδεία. Ο μουσικός τύπος και οι fans, βετεράνοι κι όψιμοι, στρώνουν(;) το κόκκινο χαλί και τα στοιχήματα δίνουν και παίρνουν εν αναμονή του νέου υλικού.

Πρόσφατα οι Who ανακοίνωσαν πως θα επιστρέψουν με νέα δουλειά ύστερα από 13 χρόνια. Οι μπαμπάδες του mod -τα δύο εναπομείναντα μέλη δηλαδή, ο Pete Townshend και ο Roger Daltrey– δουλεύουν πάνω σε νέο υλικό κι όπως είπε ο Townshend, θα πρέπει να αναμένουμε «σκοτεινές μπαλάντες, heavy rock πράγματα και πειραματική electronica». Πριν το σχολιάσουμε, να πούμε πως για την προώθηση του δίσκου, οι Daltrey-Townshend θα περιοδεύσουν στις ΗΠΑ, μαζί με μια τοπική ορχήστρα σε κάθε στάση της περιοδείας. Μια τουρνέ που, σημειωτέον, θα είναι πιθανότατα και η τελευταία τους κατά τα λεγόμενα του Daltrey.

Κι αυτό, βέβαια, δεν είναι το πρώτο comeback των Who. Για την ακρίβεια, αυτό είναι ένα σχετικά …μικρό comeback σε σχέση με τον τελευταίο τους δίσκο, το Endless Wire (2006), που κυκλοφόρησε με διάστημα 24 ολόκληρων χρόνων από το It’s Hard του 1982.

Το ερώτημα είναι: Χρειαζόμαστε πραγματικά έναν νέο δίσκο των Who;

Ας εξετάσουμε και τις δύο όψεις του νομίσματος. 

Who’s Next?

Πριν αρχίσετε τον εξάψαλμο περί ρετρολαγνείας, περιφερούμενων δεινοσαύρων κι άλλα τέτοια όμορφα κοσμητικά, κοιτάξτε λίγο πίσω στο χρόνο. Η παλιοσειρά δεν μας έχει εντυπωσιάσει και λίγες φορές …ξυπνώντας από τον λήθαργο. Το 2013 ο David Bowie ακριβώς μια δεκαετία μετά το χλιαρό Reality, παίρνει το εξώφυλλο του Heroes, βάζει ένα λευκό τετράγωνο πάνω στο πρόσωπό του και γράφει τη σελίδα …της επόμενης μέρας. Ή αλλιώς, κυκλοφορεί το The Next Day, ίσως την καλύτερη δουλειά του από την εποχή του Let’s Dance (1983). Την ίδια χρονιά, κι όσο τα αδέρφια Gallagher έτρωγαν τα τσανάκια τους, οι Suede επιστρέφουν μετά από έντεκα χρόνια απουσίας με το Bloodsports και καταφέρνουν μια εικοσαετία μετά τις μέρες δόξας της brit pop να κερδίσουν τα εύσημα σχεδόν σύσσωμης της κριτικής. 

Ο Morrissey από την άλλη, το 2004 επιστράτευσε τα…”irish blood, english heart” του κι έγραψε το “First Of The Gang To Die” ή αλλιώς, έναν από τους indie ύμνους της προηγούμενους δεκαετίας (κι όχι μόνο). Όλα αυτά στο εξαιρετικό You Are The Quarry που έφτασε στα χέρια μας από τον Moz μετά από επτά χρόνια δισκογραφικής απουσίας (και φαγούρας). Σε αρκετά διαφορετικό κλίμα, θα ήταν άδικο να μην αναφέρουμε τους A Tribe Called Quest που το 2016 κι ενώ είχαμε να ακούσουμε από αυτούς από το 1998, αποφασίζουν να ρίξουν αυλαία στην καριέρα τους με το δίσκο We Got It from Here… Thank You 4 Your Service και να μας κάνουν να μαζέψουμε διακριτικά το σαγόνι μας, αποδεικνύοντας πως στην εποχή που βασιλεύει το trap μπορείς να του βάλεις τα γυαλιά με το να εξακολουθείς να ακούγεσαι σαν γνήσιο προϊόν της Ανατολικής Ακτής.

Ακόμη κι αν δεν έλειψε ποτέ τυπικά από τα πράγματα όσο ζούσε, αξίζει να αναφέρουμε και τον Johnny Cash που το 1994 με το American Recordings εγκαινίασε μια σειρά δίσκων με διασκευές, προτείνοντας πραγματικά κάτι στο οποίο δεν τον είχαμε ξανακούσει. Και με εκτελέσεις σαν αυτή του “Hurt” κατάφερε να φτάσει στα ακουστικά ανθρώπων που αγνοούν τόσο ότι το κομμάτι προέρχεται από τους Nine Inch Nails όσο και το τι συνέβη το 1968 στις Φυλακές Folsom.

Αυτά είναι μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα μουσικών που έζησαν μια καλλιτεχνική αναγέννηση και θα μπορούσαν να υπάρξουν ενθαρρυντικά για ό,τι αναμένουμε να ακούσουμε από τους Who. Δεν παύουν βέβαια να μένουν αυθαίρετες εικασίες. Μπορούμε όμως να σταθούμε περισσότερο στο εξής: ότι ένας νέος δίσκος αποτελεί το «αναγκαίο κακό» για να βγουν οι Who στον δρόμο, μιας και ο Daltrey έχει δηλώσει πως δεν θα έκανε κάτι τέτοιο αν δεν υπήρχε νέο υλικό. Στην τελική, θα έχουμε (μάλλον) την τελευταία ευκαιρία να τους δούμε ζωντανά (και μάλιστα με ορχήστρα). Κάτι είναι κι αυτό. Ή, μάλλον, δεν είναι και λίγο.

The Who Sell Out

Ας αφήσουμε στην άκρη τους συναδέλφους τους κι ας πιάσουμε τους ίδιους τους Who. Την ιστορία την έχουμε ξαναζήσει και μάλιστα όσο ήταν ακμαιότεροι. Δεν γίνεται όμως παρά να μείνεις μουδιασμένος ακούγοντας το Endless Wire του 2006. Οι Daltrey-Townshend μοιάζουν να …πατούν επί πτωμάτων (αυτά των Keith Moon και John Entwistle πιθανότατα) κι ακούγονται σαν κακέκτυπα των εαυτών τους. Η εμφανώς ταλαιπωρημένη φωνή του Daltrey κινείται πάνω στις άνευρες συνθέσεις του Townshend κι όσο κι αν προσπαθούν να διαβούν στα ηχητικά σημεία του χάρτη στα οποία κάποτε περπατούσαν με κλειστά μάτια, σχεδόν δεν αντέχεις να βγάλεις εις πέρας ολόκληρη την ακρόαση του δίσκου. 

Αν αυτό βγήκε μετά από 24 χρόνια, δεν ξέρω γιατί θα έπρεπε να ελπίζουμε οτιδήποτε αξιόλογο για τη νέα τους δουλειά και να μην είμαστε καχύποπτοι ως προς την επιτακτική βιοποριστική ανάγκη που συνιστά, περισσότερο από επιθυμία για μια ουσιαστική νέα καλλιτεχνική πρόταση. Φυσικά και γνωρίζουμε πως τα πράγματα στην μουσική βιομηχανία δεν είναι ρομαντικά, αλλά οι πιθανότητες -με τα χειροπιαστά στοιχεία που έχουμε- δεν είναι με το μέρος των Who. Όπως και οι Stooges, για παράδειγμα, που επέστρεψαν με δύο απογοητευτικούς δίσκους (The Weirdness, κυρίως, το 2007 και Ready To Die, 2013), έχουν χάσει το ηχητικό momentum εδώ και δεκαετίες. Για να μην παρεξηγούμαστε, αυτό δεν είναι κακό. Αλλά αν κανείς θέλει να ακούσει τους Who, ξέρει ακριβώς σε ποιους δίσκους αξίζει να ανατρέξει.

Εδώ φυσικά ανοίγει αναπόφευκτα η κουβέντα περί νοσταλγίας. Ωστόσο, παρά τον καιροσκοπισμό των συλλεκτικών box sets που κάθε λίγο και λιγάκι μας ταΐζουν με ακυκλοφόρητο υλικό που, κατά βάση, δεν θα άξιζε να ακούσει ούτε ο ίδιος ο ηχολήπτης του εκάστοτε δίσκου, καμιά φορά μοιάζουν μια πολύ τιμιότερη κίνηση από ένα νέο δίσκο…με το ένα πόδι στον τάφο. Τουλάχιστον υπονοούν εμμέσως πλην σαφώς πως «θα στα πάρουμε γι’ αυτό για το οποίο μας αγάπησες». Μήπως θα ήταν άραγε πολύ προτιμότερο να δούμε στα ράφια άλλη μια γυαλιστερή έκδοση του Tommy, παρά κάτι που δε θέλει να ακούσει κανείς; Κι όχι μόνο αυτό, αν αποφασίσει να πάει να δει τους Who ζωντανά να αναγκαστεί να το υποστεί επί σκηνής σε ένα σεβαστό κομμάτι του λάιβ;

Το να προσμένει κανείς να ακούσει τον νέο δίσκο των Who, είναι σαν να περιμένει από τραυματισμένο παίκτη στον πάγκο του γηπέδου να βάλει γκολ. Κι αυτό μοιάζει ακόμη πιο στενόχωρο όταν οι παίκτες για τους οποίους γίνεται λόγος κάποτε μιιλούσαν για τη γενιά τους και φώναζαν “I hope I die before I get old”…

Ελένη Τζαννάτου

Share
Published by
Ελένη Τζαννάτου