Ο Mike Scott, ακούραστος ηγέτης των Waterboys, σήκωσε το τηλέφωνο από το προσωπικό του στούντιο στο Δουβλίνο, στο οποίο περνάει πολύ από τον χρόνο του. Μπορεί να έχουν περάσει αισίως 36 χρόνια από τον πρώτο, ομώνυμο δίσκο της μπάντας, αλλά ο Scott δεν το βάζει κάτω, υπογράφοντας ανά τακτά χρονικά διαστήματα νέες δουλειές, με πιο πρόσφατη το Where The Action Is, που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2019.
Με αυτή την αφορμή έρχονται Waterboys στα μέρη μας για δύο ζωντανές εμφανίσεις (21 και 22 Νοεμβρίου στο Piraeus 117 Academy). Είπαμε λοιπόν πολλά με τον Mike Scott: για την δημιουργικότητα, το στοίχημα της αυτοβιογραφίας, το Δουβλίνο αλλά και τους εκλεκτούς φίλους του, όπως τον Mick Jones των Clash και τους U2. Όλα αυτά αφού λύσαμε μία μικρή παρεξήγηση:
-Ναι, ο κύριος Scott;
-Ναι, εγώ είμαι αυτός.
-Καλησπέρα, είμαι η Ελένη από την Αθήνα, χαίρομαι που μιλάμε.
-Περίμενα να με καλέσει η Popaganda.
-Όχι, Popaganda είναι το όνομα του μέσου.
-Ααα, εντάξει. Πώς είπαμε λοιπόν το όνομά σου πάλι;
Ας ξεκινήσουμε από την τελευταία δουλειά των Waterboys, το Where The Action Is. Δημιούργησα τον δίσκο κατά μεγάλο μέρος από το σπίτι μου. Έχω home studio και δουλεύω σε αυτό σχεδόν κάθε μέρα. Εδώ έφτιαξα τους τελευταίους δύο δίσκους των Waterboys, το Where The Action Is και το Out of All This Blue. Για μερικά κομμάτια βέβαια μπήκε μεγάλη μπάντα σε στούντιο ηχογράφησης.
Στο κομμάτι “Take Me There I Will Follow You” από το Where The Action Is είναι έντονο το χιπ χοπ στοιχείο. Είναι λοιπόν ένα είδος που εκτιμάτε; Υπάρχει πολλή δημιουργικότητα στο χιπ χοπ. Μου αρέσει που σε αυτό μπορεί να υπάρξει κάθε ρυθμός, κάθε groove, κάθε ηχητικό εφέ.
Κάποιοι χιπ χοπ καλλιτέχνες που ξεχωρίζετε; Μου αρέσει πολύ ο Kendrick Lamar.
Ήταν τελικά ο Bob Dylan ο πρώτος ράπερ με το “Subterranean Homesick Blues”; Στην πραγματικότητα, ακολουθούσε τον Chuck Berry.
Bob Dylan ή Neil Young; Μου αρέσουν και οι δύο για διαφορετικούς λόγους.
Tο κομμάτι “London Mick” αφορά τον Mick Jones των Clash. Πέρα από τις ιστορίες που ακούμε στους στίχους, υπάρχει κάποια άλλη που να ζήσατε με τον Jones και να θέλετε να τη μοιραστείτε; Είδαμε μαζί το This Is Spinal Tap σε ένα σινεμά στο Λονδίνο το 1984.
Το “Piper at the Gates of Dawn” κλείνει τον δίσκο. Οι στίχοι προέρχονται από το ομώνυμο κεφάλαιο στο The Wind in the Willows του Kenneth Grahame. Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο απόσπασμα; Πάντα αγαπούσα αυτό το κεφάλαιο του βιβλίου. Κι ένιωθα ότι θα λειτουργούσε μαζί με μουσική.
Η στενή σχέση που έχετε με την λογοτεχνία βοήθησε όταν πριν μερικά χρόνια γράφατε την αυτοβιογραφία σας, Adventures of a Waterboy; Υποθέτω πως ναι. Διαβάζω βιβλία όλη την ώρα.
Όταν έχετε να γράψετε ένα βιβλίο για την ζωή σας και την δουλειά σας, πόσο εύκολο είναι να κάνετε τον «απολογισμό» και να αποφασίσετε τι θα αφήσετε έξω; Δούλεψα πολύ τον σχεδιασμό του βιβλίου. Ανέτρεξα στις αναμνήσεις μου και διάλεξα τα πράγματα που ένιωθα ότι ήταν πιο σημαντικά. Βέβαια, δεν είναι ασυνήθιστο για μένα να ανατρέχω στην ζωή μου, δεν το έκανα για πρώτη φορά όταν έγραφα το βιβλίο.
Σε μια παλαιότερη συνέντευξη είχατε πει ότι το μόνο που έχει αλλάξει στον τρόπο που γράφετε μουσική είναι ότι πλέον χρησιμοποιείτε τον υπολογιστή αντί για φύλλα χαρτιού. Πιστεύετε πως το μέσο στο οποίο γράφει κάποιος, παίζει τον ρόλο του στο τελικό αποτέλεσμα; Φυσικά και παίζει ρόλο. Όταν γράφω ένα καινούργιο κομμάτι σε υπολογιστή, δουλεύω πολύ πιο γρήγορα. Αντί να σβήνω και να γράφω εξ’ αρχής έναν στίχο όταν τον αλλάζω, απλά διορθώνω το σημείο που θέλω. Ο υπολογιστής με διευκολύνει.
Έχετε βιώσει ποτέ writer’s block; Πιστεύω πως είναι φυσικό όλοι όσοι δημιουργούν να έχουν ήσυχες περιόδους. Η δημιουργικότητα δεν κυλάει πάντα. Μερικές φορές χρειάζεσαι λίγη ξεκούραση. Πιστεύω πως το writer’s block είναι αυτό που συμβαίνει όταν οι άνθρωποι δεν αποδέχονται ότι χρειάζονται ξεκούραση και εξακολουθούν να το ζορίζουν.
Τί κάνετε όταν σας συμβαίνει; Αν δεν μου έρχονται ιδέες, απλά κάνω κάτι άλλο. Δεν το σκέφτομαι καν.
Πίσω στην περίοδο 1986-1988 που φτιάχνατε το Fisherman’s Blues κάνατε μαραθώνια sessions. Πλέον είναι δυνατόν να σπαταλήσει κανείς τόσο χρόνο για να φτιάξει έναν δίσκο; Δεν χρειάζομαι τόσο χρόνο πια. Το Fisherman’s Blues ήταν μια μοναδική στιγμή. Ήξερα πως να στήσω την μπάντα και να παίξουμε ζωντανά στο στούντιο, αλλά δεν ήξερα τι να κάνω με το αποτέλεσμα. Οπότε συνέχιζα να ηχογραφώ. Και η δισκογραφική συνέχισε να μας δίνει λεφτά για να ηχογραφούμε. Αυτό δεν θα συνέβαινε τώρα, το παιχνίδι παίζεται αλλιώς. Επίσης, τώρα δουλεύω πολύ γρηγορότερα. Ξέρω καλύτερα τον εαυτό μου και πώς να τελειώνω δίσκους.
Επίσης πίσω στα 80s η μουσική των Waterboys χαρακτηρίστηκε “Big Music”… Δεν χαρακτήρισα ποτέ την μουσική μου “Big Music”. Είχα ένα κομμάτι που λεγόταν “The Big Music”…
Ναι, το ξέρω. Ε, ήταν μια μεταφορά. Το εννοούσα πιο πολύ πνευματικά. Ήταν οι δημοσιογράφοι που χαρακτήρισαν την μουσική των Waterboys, “Big Music”.
Σωστά. Τί σας κάνει να νιώθετε πιο ευγνώμων, οι παλαιότεροι φανς που ακολουθούν ακόμη πιστά την μουσική των Waterboys ή νέα γενιά που ανακαλύπτει την παλαιότερη μουσική σε δεύτερο χρόνο; Φυσικά είμαι ευγνώμων και για τα δύο.
Για να ξαναγυρίσουμε στα 80s, ήταν ενοχλητικές όλες αυτές οι συγκρίσεις που ήθελαν τους Waterboys να είναι «οι νέοι U2»; Μα ήταν ανοησίες. Δεν μας άρεσαν ποτέ οι U2. Ήταν μια εντελώς διαφορετική μπάντα από εμάς.
Πάντως ανοίγατε για τους U2 πίσω στα μέσα των 80s… Ναι.
Πώς τους θυμάστε λοιπόν σαν τύπους; Ήταν ωραίοι τύποι, μου άρεσαν. Συζητούσαμε διάφορα, είχαν ωραίες ιδέες.
Έχετε ζήσει σε πολλές διαφορετικές πόλεις. Πιστεύετε πως ο τόπος στον οποίο γράφετε μουσική παίζει τον ρόλο του σε αυτή; Ναι, αλλά μόνο έναν μικρό ρόλο. Γιατί υπάρχει μια μέθοδος με την οποία γράφω. Ένα τραγούδι εξακολουθεί να είναι ένα τραγούδι. Αλλά, για παράδειγμα, το Δουβλίνο είναι μια πολύ δημιουργική πόλη για μένα. Το βρίσκω πολύ εύκολο να γράφω εδώ. Όμως αν είμαι στην Νέα Υόρκη ή το Λος Άντζελες ή σε άλλα μέρη, γράφω λίγο διαφορετικά αλλά όχι κάτι φοβερό. Εξακολουθώ να είμαι εγώ όπου κι αν βρίσκομαι.
Το Δουβλίνο είναι μια ωραία πόλη για να ζει κανείς; Ναι, είναι μια πολυπολιτισμική πόλη. Υπάρχουν εδώ άνθρωποι από όλο τον κόσμο. Και η Ιρλανδία έχει εξελιχθεί σε μια πολύ ελεύθερη χώρα. Παλαιότερα ήταν πολύ συντηρητική, αλλά αυτό έχει αλλάξει και είμαι πολύ χαρούμενος που μένω εδώ. Είναι πρωτοποριακή χώρα. Αισθάνομαι ελπίδα εδώ.
Προτιμάτε το Δουβλίνο ή το Εδιμβούργο, από όπου κατάγεσαι; Αγαπώ και το Εδιμβούργο πολύ, δεν τίθεται κάποιο θέμα ανταγωνισμού.
Και η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου: Για πόσο ακόμη θα κάνετε μουσική; Θα κάνω για πάντα μουσική, τίποτα δεν πρόκειται να με σταματήσει.