Η Γιούσρα Μαρντίνι, μια ταλαντούχα κολυμβήτρια που είχε αγωνιστεί για τη Συρία στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2012, μαζί με τη μεγαλύτερη αδερφή της Σάρα -επίσης κολυμβήτρια-, εγκατέλειψαν το σπίτι τους στη Δαμασκό τον Αύγουστο του 2015. Πήραν τον πολυταξιδεμένο και συχνά θανατηφόρο δρόμο προς μια ζωή με περισσότερη ασφάλεια. Οι δύο αδερφές βρέθηκαν στο Αιγαίο, σε μια λέμβο με προορισμό τη Λέσβο. Γνωστή ιστορία. Η μηχανή χάλασε και η βάρκα άρχισε να παίρνει νερό. Οι δύο αδερφές βούτηξαν στην παγωμένη θάλασσα δεμένες με σχοινιά και βοήθησαν τη λέμβο με τους 18 πρόσφυγες/-ισσες να φτάσει στη στεριά. Μια διαδρομή που με τη λέμβο θα έπαιρνε 45 λεπτά μετατράπηκε σε τρισίμιση ώρες κολύμπι προς τη σωτηρία.
«Ο αθλητισμός όχι μόνο έσωσε τις ζωές μας», λέει η Γιούσρα Μαρντίνι. «Ο αθλητισμός μου έμαθε να δουλεύω σκληρά για να πετύχω τους στόχους μου, να είμαι υπομονετική, να είμαι ανθεκτική. Έτσι έχουμε μεγαλώσει. Δεν τα παρατάμε ποτέ και πάντα προσπαθούμε να δίνουμε τον καλύτερό μας εαυτό». Μετά από 25 ημέρες, έφτασε μαζί με την αδερφή της στο Βερολίνο και εκεί συνέχισε την κολύμβηση, καταφέρνοντας να ενταχθεί στην Ολυμπιακή Ομάδα Προσφύγων της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής για το Ρίο 2016. Το Ρίο 2016 σηματοδότησε την πρώτη συμμετοχή της Ολυμπιακής Ομάδας Προσφύγων, η οποία ανακοινώθηκε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τον Οκτώβριο του 2015, ως απάντηση στην παγκόσμια προσφυγική κρίση που είχε δει εκατομμύρια ανθρώπους εκτοπισμένους.
Μαζί με εννέα άλλους συναθλητές από Αιθιοπία, Νότιο Σουδάν, Συρία και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, η Μαρντίνι έστειλε ένα μήνυμα ελπίδας και ένταξης σε εκατομμύρια εκτοπισθέντα με τη βία άτομα σε όλο τον κόσμο, εμπνέοντας με τη δύναμή της. Έγινε, έτσι, η νεότερη Πρέσβειρα Καλής Θέλησης για την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και επέστρεψε ξανά στην Ολυμπιακή σκηνή για το Τόκιο 2020, μαζί με 28 πρόσφυγες.
Η ταινία ακολουθεί τη 17χρονη Γιούσρα και την 20χρονη Σάρα (την οποία υποδύονται η Nathalie και η Manal Issa, αντίστοιχα) στην καθημερινότητά τους στη Δαμασκό, πριν αυτή διαταραχθεί από την κλιμάκωση του εμφυλίου πολέμου στη Συρία. Αυτό που ξεκίνησε ως ειρηνική διαμαρτυρία υπέρ της δημοκρατίας και κατά του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ το 2011 κλιμακώθηκε σε πόλεμο όταν η κυβέρνηση απάντησε στους αντιφρονούντες με βία, σκορπώντας τον θάνατο. Πριν να ξεσπάσει ο πόλεμος όμως, οι αδερφές έκαναν μαθήματα κολύμβησης με προπονητή τον πατέρα τους, διασκέδαζαν με τις παρέες τους και περνούσαν χρόνο με την οικογένεια και το πουλί τους Lulu (στην πραγματικότητα είχαν μια γάτα).
Το σχέδιό τους είναι να πάνε στη Γερμανία και να υποβάλουν αίτηση για οικογενειακή επανένωση. Μετά από ένα δύσκολο ταξίδι και ένα μίγμα διακρίσεων, αντιμεταναστευτικών πολιτικών και μπόλικου κοινωνικού στιγματισμού και βίας διεφθαρμένους λαθρέμπορους και ευρωπαίους πολίτες, φτάνουν στο Βερολίνο, όπου η Γιούσρα μπαίνει σε έναν τοπικό κολυμβητικό σύλλογο και κερδίζει χορηγία από τον προπονητή Sven, ο οποίος την εκπαιδεύει για να ενταχθεί στην πρώτη ομάδα προσφύγων στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο το 2016.
«Είδα την ταινία για πρώτη φορά με την αδερφή μου και τη μία κλαίγαμε, την άλλη γελούσαμε και μετά ξανακλαίγαμε», θυμάται η Yusra. «Έκαναν καταπληκτική δουλειά. Τα δύο κορίτσια που έπαιξαν τους χαρακτήρες μας ήταν αληθινές αδερφές από τον Λίβανο, οπότε κατάλαβαν το παρελθόν μας». Ο παραγωγός Στίβεν Ντάλντρι δήλωσε σχετικά: «Η Γιούσρα μάς θυμίζει το ανθρώπινο κόστος της τραγωδίας και το απίστευτο σθένος, την προσπάθεια και την ελπίδα μιας νεαρής γυναίκας που παλεύει για ένα μέλλον. Το όνειρο της Γιούσρα να ζήσει ειρηνικά είναι η ιστορία της εποχής μας».
«Αυτή η ταινία είναι πολύ σημαντική για μένα και την αδερφή μου, γιατί θέλουμε να μοιραστούμε την ιστορία μας με τον κόσμο και να δείξουμε ότι οι πρόσφυγες εξακολουθούν να έχουν όνειρα και μπορούν να φτάσουν τους στόχους τους ακόμα κι αν περάσουν δύσκολα ταξίδια», είπε η Μαρντίνι. «Αυτή η ταινία μου δίνει την ευκαιρία να συνεχίσω να ευαισθητοποιώ για τις δυσκολίες και τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες και να κάνω τους ανθρώπους να καταλάβουν ότι το να γίνεις πρόσφυγας δεν είναι επιλογή».
«Οι άνθρωποι σε αντιμετώπιζαν σαν να έχεις κάποιο είδος ασθένειας, σαν να μην είσαι άνθρωπος», είχε πει η Σάρα σε σχέση με την βαριά ταυτότητα της προσφυγιάς που κουβαλούσαν πάνω τους, γεγονός που φάνηκε κι από το γεγονός ότι τον Αύγουστο του 2016, που επέστρεψε στη Λέσβο, ως επαγγελματίας ναυαγοσώστρια και μέλος της διασωστικής οργάνωσης ERCI, συνελήφθη με την κατηγορία ότι ήταν μέλος παράνομου κυκλώματος διακίνησης προσφύγων.
Η Σάρα ήταν ένα από τα τρία προφυλακισμένα άτομα που κατηγορούνταν από τις ελληνικές διωκτικές αρχές για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και έμεινε 107 μέρες στη φυλακή. Η διεθνούς φήμης ακτιβίστρια ξαναβρήκε την ελευθερία της, αφού αποφυλακίστηκε με εγγύηση 5.000 ευρώ. Σύμφωνα με το Time, η Σάρα λέει ότι έλαβαν την αγγλική μετάφραση του φακέλου της υπόθεσής τους μόλις τον Νοέμβριο και την περασμένη εβδομάδα μπόρεσε να επιστρέψει σε ελληνικό δικαστήριο για να υποβάλει ένα υπόμνημα που δηλώνει ότι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι είναι αθώοι. Τώρα, περιμένει το δικαστήριο του Ιανουαρίου.
Πίσω στο Βερολίνο, θέλει να επικεντρωθεί στην ψυχική της υγεία: «Θέλω να το δουλέψω και ελπίζω να επιστρέψω στο σχολείο» είπε. Τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας κατάφεραν και έφτασαν στην Ευρώπη το 2016 και τώρα ζουν στο Βερολίνο.
Η Γιούσρα, έχοντας αναταράξει και προκαλέσει το στερεότυπο του καταπιεσμένου πρόσφυγα, είναι η απόδειξη ότι η κατάσταση και η ταυτότητα της προσφυγιάς δεν είναι μονολιθική και ελπίζει ότι η ταινία θα σβήσει την εσφαλμένη αντίληψη ότι οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τη χώρα τους επειδή θέλουν να απολαύσουν τους πόρους της χώρας υποδοχής τους: «Δεν είναι μια πολυτελής ζωή, πρέπει να συμπληρώσουμε πάρα πολλά χαρτιά, μερικοί άνθρωποι πέφτουν σε κατάθλιψη, άλλοι δεν γίνονται αποδεκτοί από τις κοινωνίες υποδοχής τους – πρέπει να αφήσουν πίσω τους τα πάντα».