«Η Βιβλιοθήκη δεν είναι ατέρμονη, αλλά κυκλική. Αν λοιπόν βρισκόταν κάποιος αιώνιος ταξιδευτής που θα μπορούσε να τη γυρίσει ολόκληρη, μετά από αιώνες οδοιπορίας μέσα σ’ αυτήν θα ανακάλυπτε πως τα ίδια βιβλία επαναλαμβάνονται συνέχεια με την ίδια πάντα αταξία (που αφού επαναλαμβάνεται ακατάπαυστα θα μπορούσε να συνθέσει αυτή η ίδια μια τάξη πραγμάτων). Αυτή η χαριτωμένη ελπίδα μου είναι το μόνο πράγμα που φωτίζει τη μοναξιά μου»
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Κάθε δημόσια βιβλιοθήκη χαρακτηρίζεται από σιωπή. Τι ορίζουμε ως σιωπή; Την απουσία κάθε θορύβου. Ισχύει. Στις βιβλιοθήκες δεν υπάρχει θόρυβος, υπάρχουν όμως ήχοι. Οι σελίδες που γυρνούν, τα πλήκτρα που πατιούνται (πια σε κάθε βιβλιοθήκη ο καθένας μπορεί να έχει μαζί του το λάπτοπ του), ένα βαρύ βιβλίο που ακούμπησες στο τραπέζι, ένας ψίθυρος από τον διπλανό σου που κάτι σου ζητά. Με μια ψιθυριστή φωνή στα αυτιά σου ξεκινάει και η ακουστική περφόρμανς The Quiet Volume, που από την Παρασκευή 11/10, και για τους επόμενους μήνες, είναι προσβάσιμη στο κοινό της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο ΚΠΙΣΝ.
Η περφόρμανς είναι δημιούργημα των βρετανών καλλιτεχνών Ant Hampton και Tim Etchells και για την εξέλιξη της είναι απαραίτητη η συμμετοχή δύο ατόμων. Στο αναγνωστήριο της Βιβλιοθήκης στον δεύτερο όροφο, δύο άνθρωποι φίλοι ή και άγνωστοι μεταξύ τους, έχουν τη δυνατότητα να μοιραστούν μια κοινή αναγνωστική εμπειρία. Όμως κατά πόσο η ανάγνωση μπορεί να μετατραπεί από μια μοναχική συνήθεια σε μια εμπειρία σύμπραξης;
«Το να προσπαθείς να διαβάσεις μαζί με κάποιον άλλο καταντάει διεστραμμένο, όπως έχει πει πολύ επιτυχημένα ένας φίλος Αργεντίνος συγγραφέας», λέει γελώντας ο Ant Hampton. «Στο κοινό διάβασμα αναπτύσσεται μια έντονη οικειότητα. Επειδή υφίσταται η εσωτερική φωνή, αυτή που ακούμε μέσα στο κεφάλι μας όταν διαβάζουμε και που μετατρέπει τα σύμβολα σε λέξεις και γνώριμες έννοιες το να υπάρχουν ταυτόχρονα δύο άνθρωποι που ακούν την ίδια εσωτερική φωνή έχει κατά κάποιο τρόπο την αίσθηση της διείσδυσης μέσα στο κεφάλι του άλλου».
Κάθομαι στη θέση μου. Βάζω τα ακουστικά μου. Αριστερά μου κάθεται η Χρύσα. Φοράει και αυτή τα δικά της ακουστικά. Η κάθε μία παίρνει οδηγίες από την ψιθυριστή φωνή. Δεν ξέρω τι ακούει η Χρύσα, δεν ξέρει τι ακούω εγώ. Σε λίγο όμως η καθεμιά μας θα έχει ενδείξεις για το τι ακούει η άλλη.
Στην αρχή η φωνή με προτρέπει να εστιάσω στους ήχους της βιβλιοθήκης, τους ανεπαίσθητους πλην γνώριμους ήχους που δημιουργούν μια αίσθηση ασφάλειας και οικειότητας∙ μετά να ρίξω μια ματιά γύρω μου, στους ανθρώπους που αποφάσισαν να περάσουν το απόγευμα της Παρασκευής στο αναγνωστήριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Ένα κόκκινο τετράδιο βρίσκεται ακουμπισμένο πάνω στο λευκό τραπέζι, η φωνή με προτρέπει να το ανοίξω, το κάνω και με την άκρη του ματιού βλέπω ότι και η Χρύσα δίπλα μου κάνει το ίδιο. Διαβάζω το κείμενο ενώ ακούω τη φωνή να συνεχίζει να μου δίνει οδηγίες και έκπληκτη παρατηρώ ότι όποιες διαπιστώσεις κάνει είναι εύστοχες. Την ακούει να λέει ότι πλέον διαβάζω πιο γρήγορα, ότι σκέφτομαι εκείνο ή το άλλο καθώς διατρέχω το κείμενο και νιώθω σαν να με παρακολουθεί κάποιος. Ίσως απλώς οι συνήθειες του αναγνώστη στον δυτικό κόσμου του 21ου αιώνα είναι τόσο αναμενόμενες που είναι απολύτως εύκολο να προβλεφθούν. Ο τρόπος που λειτουργούμε όταν διαβάζουμε έχει γίνει αντικείμενο μελέτης από τους επιστήμονες, δεν θα έπρεπε να με ξαφνιάζει λοιπόν αλλά σίγουρα το να παρατηρείς τι κάνεις ενώ διαβάζεις μετατοπίζει την ίδια την ανάγνωση, και όχι το κείμενο, στον πυρήνα της προσοχής σου.
Αυτό νομίζω ότι είναι ούτως ή άλλως ο στόχος της συγκεκριμένης περφόρμανς. Να μας γυρίσει στο βασικό, πρώιμο στάδιο ανάγνωσης ώστε παρατηρώντας πια -ως έμπειροι αναγνώστες- να κατανοήσουμε τον τρόπο που διαβάζουμε.
Σύντομα, η Χρύσα και εγώ θα κληθούμε να χρησιμοποιήσουμε τα βιβλία που βρίσκονται πάνω στο λευκό τραπέζι. Είναι τρομερά ενδιαφέρουσα η στιγμή που η φωνή, μας προετοιμάζει να βυθιστούμε στο κείμενο του Περί Tυφλότητας του Ζοζέ Σαραμάγκου. Είναι ίσως η πιο ενδιαφέρουσα στιγμή, καθώς μας καθοδηγεί να φανταστούμε ένα αστικό τοπίο, δρόμους μποτιλιαρισμένους, αυτοκίνητα, φασαρία και κακό και μετά μας δίνει την οδηγία να ανοίξουμε και να διαβάσουμε το βιβλίο του νομπελίστα Πορτογάλου, που ξεκινάει με έναν οδηγό που τυφλώνεται ξαφνικά σε ώρα κυκλοφοριακού χάους. Αυτή η μετάβαση με έκανε να σκεφτώ πόσο κρίσιμη είναι η στιγμή που θα αποφασίσεις να ανοίξεις ένα βιβλίο και να ξεκινήσεις το διάβασμα. Τι κάνεις πριν; Τι σκέφτεσαι; Πλένεις πιάτα και μετά τσουπ μέσα σε 5 δευτερόλεπτα είσαι έτοιμος να μπεις σε έναν κόσμο που σε χαρακτηρίζουν ως μαγκλ ενώ όλοι οι υπόλοιποι έχουν στην κατοχή τους από ένα μαγικό ραβδί;
Καθώς προχωράει η περφόρμανς η Χρύσα κι εγώ διαβάζουμε ταυτοχρόνως το ίδιο βιβλίο, το δάχτυλο της μίας καθοδηγεί το μάτι της άλλης καθώς διατρέχει τις γραμμές σύμφωνα με τις οδηγίες, μετά οι ρόλοι αλλάζουν, μια στιγμή που σε κάνει να νιώσεις λες και είσαι πάλι στο σχολείο, τότε που μάθαινες ανάγνωση και το δάχτυλο λειτουργούσε ως κλειδί αποκωδικοποίησης των περίεργων συμβόλων που γέμιζαν τη λευκή σελίδα μπροστά σου, των συμβόλων που πάσχιζες να μετατρέψεις σε «τραπέζι», «μήλο», «τόπι».
Δεν είναι εύκολο να συγχρονιστείς με τον δίπλα σου, όχι μόνο γιατί ο κάθε αναγνώστης έχει το δικό του ρυθμό αλλά γιατί και οι οδηγίες που μας δίνονται προσπαθούν να διαταράξουν την σύμπνοια δημιουργώντας μια παιγνιώδη αλλά και κάπως αγχωτική διάθεση. Αναρωτιέμαι: «O δικός μου ρυθμός έχει πρόβλημα; Τι λάθος κάνω;».
Η κορύφωση περνάει, η κάθε μία έχει πάλι μπροστά της το δικό της βιβλίο, η σύμπραξη τελείωσε, η ανάγνωση ξαναγίνεται μοναχική. Αν και διαβάζοντας τις τελευταίες λέξεις της σελίδας μια αμφιβολία μου γαργαλάει το μυαλό. Η δική μου εσωτερική φωνή πού βρίσκεται σε σχέση με την εσωτερική φωνή του συγγραφέα που έγραψε το βιβλίο; Είμαι τελικά ποτέ μόνη μου όταν διαβάζω ή έχω ένα ολόκληρο, λογοτεχνικό σύμπαν να με παρακολουθεί πίσω από την πλάτη μου; Δεν έκανα αυτή την ερώτηση στον Tim Etchells. Ο κάθε αναγνώστης έχει τη δική του απάντηση διαβάζοντας οποιοδήποτε κείμενο, ακόμη και αυτό που μόλις ολοκληρώσατε την ανάγνωσή του.