Το συστήνω ανεπιφύλακτα. Κάντε λίγο αποχή. Και η πίστη σας στις τηλεοπτικές σειρές, αυτήν την πολύ υψηλού επιπέδου οικιακή ψυχαγωγία (διασκέδαση θα με διορθώσουν ορισμένοι, ξεκίνησαν και οι πανελλήνιες), θα ανανεωθεί. Προσωπικά, έφτασα σε σημείο βρασμού, παρακολουθώντας για αρκετά χρόνια 4-5 σειρές ταυτόχρονα. Μετά από διάλειμμα, σχεδόν 1-1.5 χρόνου που έβλεπα τα απολύτως βασικά –δηλαδή Mad Men– ξαναμπήκα με τα μούτρα. Κι από το φετινό χειμώνα, μακριά από την εκβιαστική φρενίτιδα για το Game of Thrones, αλλά και το Vinyl που αποδείχθηκε μάλλον κατώτερο των προσδοκιών, υπήρξαν δύο σειρές που χωρίς να υποστηριχθούν από υστερικό μάρκετινγκ κέρδισαν τον γυρισμένο προς τα πάνω αντίχειρα του word of mouth.
The Night Manager και American Crime Story: The People v. OJ Simpson, δύο εξαιρετικές επιλογές ακόμα και για binge watching (σερί παρακολούθηση, με διακοπή μόνο για τουαλέτα όταν το απροχώρητο φλερτάρει με το ρεζίλι). Τροφή για σκέψη: και οι δύο, αν κι εντελώς διαφορετικές, ολοκληρώνονται σε μια μόνο σεζόν, σε αντίθεση με τις περισσότερες πολυδιαφημισμένες που αρμέγουν την επιτυχία τους και συνεχίζονται ατέρμονα μέχρι τελικά να φθαρούν…
Πόσες φορές ήρθε το βράδυ, ας πούμε μια καθημερινής (ή ακόμα και Κυριακής), και θέλατε να δείτε κάτι «ελαφρύ, να μην προβληματιστούμε κιόλας πριν μας πάρει ο ύπνος»; Εκατομμύρια. Ο Night Manager εκπληρώνει ακριβώς αυτήν την ανάγκη. Home entertainment, ακριβώς όπως θα έπρεπε να είναι. Μια πανάκριβη παραγωγή που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα που έγραψε ο πατριάρχης του κατασκοπικού μυθιστορήματος, 85χρονος σήμερα, Τζον Λε Καρρέ. Έχοντας χτίσει τον συγγραφικό του μύθο σε συνθήκες Ψυχρού Πολέμου, ο Λε Καρρέ δεν έφτιαχνε ήρωες με άδεια να σκοτώνουν αρκεί να το κάνουν με στυλ όπως ο Τζέιμς Μποντ του Ίαν Φλέμινγκ ή ανέκφραστες μηχανές που προσπαθούν μέσω της απαράμιλλης δεξιότητας να ξεπεράσουν το παρελθόν τους σαν τον Τζέισον Μπορν του Ρόμπερτ Λάντλαμ (για να θυμηθούμε τους δύο πιο διάσημους κινηματογραφικούς πράκτορες). Οι ήρωες του Λε Καρρέ είναι πάντα τσαλακωμένοι, συχνά ηθικά αμφίσημοι, αρκετές φορές καταβεβλημένοι από τα εσωτερικά ερωτήματα για την αξία του σκοπού τους.
Ο Τζόναθαν Πάιν (τον υποδύεται, σκοράροντας άριστα στην πρόβα τζενεράλε για να πάρει το χρίσμα του επόμενου 007, ο Τομ Χίντλστον) δεν είναι σαν κι αυτούς. Είναι, άλλωστε, ο ήρωας του πρώτου μυθιστορήματος του Λε Καρρέ μετά την πτώση του Τείχους και του Υπαρκτού Σοσιαλισμού. Οι απαραίτητες προσαρμογές του διασκευασμένου σεναρίου τον θέλουν βρετανό στρατιώτη που έχει αποσυρθεί μετά τον πόλεμο στο Ιράκ κι έχει αναζητήσει λύτρωση στην Αίγυπτο ως υπεύθυνος της νυχτερινής βάρδιας σε πολυτελές ξενοδοχείο. Θα μπλεχθεί όμως στην αναταραχή της Αραβικής Άνοιξης και στα απόνερα των γεγονότων της πλατείας Ταχρίρ θα δεθεί συναισθηματικά με την ερωμένη ενός αφιονισμένου Αιγύπτιου εμπόρου όπλων. Στη μεγάλη εικόνα, υπάρχει και ο Ρίτσαρντ Ρόπερ (ο Χιου “Dr. House” Λόρι σε έναν δεύτερο μεγάλο ρόλο για να τον θυμόμαστε κι έτσι), ο μεγαλύτερος έμπορος όπλων στον κόσμο. Το ένα φέρνει το άλλο, και ο ήρωάς μας βρίσκεται στρατολογημένος από μια μονάδα της MI6 με αποστολή να μπει στον στενό κύκλο του Ρόπερ και να τον ξεσκεπάσει. Παρότι, ο Ρόπερ είναι σχολαστικά προσεκτικός και έχει απίστευτα υψηλές διασυνδέσεις.
Κοσμοπολιτισμός με γυρίσματα σε Κάιρο, Λονδίνο, ελβετικές Άλπεις, Μαγιόρκα, Ντέβον και Μαρακές, όπως άλλωστε επιβάλλει το είδος. Μαεστρικά ενορχηστρωμένο σασπένς από τη δανέζα Σούζαν Μπίερ που έχει γυρίσει όλα τα επεισόδια (με μια ντουζίνα κινηματογραφικές ταινίες στο παλμαρέ της). Εξαιρετικοί δεύτεροι ρόλοι, από την κουκλάρα femme fatale Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι στον απολαυστικό Τομ Ολάντερ ως γκέι «τσιράκι» του κακού που έχει υποψίες από την αρχή και την Ολίβια Κόλμαν που παίζει την ασυμβίβαστη πρακτόρισσα που συνεργάζεται με τον κεντρικό ήρωα. Αλλά, πάνω απ’ όλα ένα τρομερό μπρα ντε φερ, ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές. Ο Χιντλστον λάμπει στα κοστούμια του, λέει όσα χρειάζεται μιλώντας λίγο και φωτίζει την οθόνη όταν χαμογελά, φανερώνοντας το τεράστιο star potential του. Κι ο Λόρι, απλά μοιράζει ύφος. Και φλέγμα. Και λίγη αγάπη στην Εθνική Ελλάδας και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το Night Manager είναι φτιαγμένο με τις καλύτερες πρώτες ύλες. Αλλά, χωρίς αυτούς τους δύο δε θα ήταν τόσο απολαυστικό για να προβάλλεται τώρα και στην Αμερική από το AMC, ενώ έχει αγοραστεί από 180 τηλεοπτικά δίκτυα σε όλον τον κόσμο…
«Οι άνθρωποι, Μάρσια, έχουν το δικαίωμα να μάθουν την άληθεια», λέει σε κάποιο σημείο του προτελευταίου επεισοδίου o βοηθός εισαγγελέας Κρίστοφερ Ντάρντεν στην επικεφαλής της εισαγγελικής ομάδας του, ενώ προσπαθούν να πείσουν τους ενόρκους για την ενοχή του Ο.Τζ. Σίμπσον στην πολύκροτη υπόθεση διπλής δολοφονίας που, κυριολεκτικά, συντάραξε τις ΗΠΑ 1994-95. Είναι όμως έτσι; Η κοινή γνωμη εκτός από δικαίωμα, έχει άραγε και την επιθυμία να μάθει (και να δεχθεί) μια αλήθεια που δεν την βολεύει; Και, φυσικά, ποτέ μια «αλήθεια» δεν μπορεί να είναι βολική για όλα τα κομμάτια που συναπαρτίζουν την κοινή γνώμη…
Αυτό είναι το βασικό διακύβευμα της, κατά την ταπεινή μου γνώμη, καλύτερης σειράς της φετινής χρονιάς. Το The People v. OJ Simpson ήρθε να εξαργυρώσει την επιτυχία δύο άλλων πραγμάτων: το πολύ δυνατό τρέχον trend της αμερικάνικης τηλεόρασης να βασίζεται σε real crime stories δημιουργώντας ντοκιμαντέρ με όρους μυθοπλασίας (βλέπε The Jinx, Making A Murderer) και την σταδιακή επαναφορά του anthology (σειρές με μια διαφορετική ιστορία κάθε σεζόν) ως λειτουργικό format μετά από 5, λιγότερο ή περισσότερο, ενδιαφέρουσες σεζόν American Horror Story.
Όμως το The People v. OJ Simpson δεν είναι ούτε ντοκιμαντέρ, ούτε μια σειρά που θέλει να φωτίσει αν «ο Ορένθαλ Τζέιμς Σίμπσον σκότωσε ή όχι την πρώην σύζυγό του και τον εραστή της το βράδυ της 12ης Ιουνίου του 1994». Δεν είναι καν μια σειρά με κεντρικό ήρωα τον Ο. Τζ. Σίμπσον (που τον υποδύεται κάπως υπερβολικά, ως ελαφρά παραφωνία σε ένα υποδειγματικό καστ, ο Κούμπα Γκούντινγκ Τζρ.). Είναι, όσο βαρύγδουπο κι αν ακούγεται, μια σειρά για την αμερικάνικη κοινωνία. Για την αμερικάνικη κοινωνία τότε, 2 χρόνια μετά τα περίφημα LA Riots του 1992 με τα οποία ξεκινά ο πιλότος κι αφορούσαν την εξέγερση στο Λος Άντζελες που ακολούθησε την αθώωση των αστυνομικών που σάπισαν στο ξύλο τον Ρόντνει Κινγκ. Και για την αμερικάνικη κοινωνία ακόμα και τώρα που ο Ντόναλντ Τραμπ, μιντιακός εργολάβος αλλά και μιντιακό κατασκεύασμα, απειλεί την ανθρωπότητα με την υποψηφιότητά του.
Η σειρά δραματοποιεί τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξήχθη η πολύκροτη δίκη που διήρκεσε 9 ολόκληρους μήνες (από τον Ιανουάριο ως τον Οκτώβριο του 1995) καθηλώνοντας τους Αμερικάνους μπροστά στις τηλεοράσεις τους. Κάτι που βέβαια είχε γίνει ήδη από τις επομένες μέρες του φονικού όταν όλη η Αμερική παρακολουθούσε live στο CNN την καταδίωξη του OJ στο λευκό Ford Bronco. Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν μάλιστα ότι η υπόθεση Σίμπσον έκλεψε το thunder από το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου του 1994 που διεξαγόταν εκείνες τις μέρες προσπαθώντας επιτέλους να επιβάλλει το soccer και στην αμερικάνικη αγορά (ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ της σειράς 30 on 30 έχει γυριστεί επ’ αυτού).
Πολύ γρήγορα η ομάδα υπεράσπισης μετέτρεψε το επίδικο της υπόθεσης σε φυλετικό διακύβευμα. Η υπερασπιστική της γραμμή ακόμα και σήμερα διδάσκεται στα πανεπιστήμια. Την αποτελούσαν ο σταρ δικηγόρος των σταρ Ρόμπερτ Σαπίρο (ένας φα-ντα-στι-κός Τζον Τραβόλτα), ο “I’m black and I’m proud” Τζόνι Κόχραν και ο Ρόμπερτ Καρντάσιαν (ναι, ο Μπαμπάς Τους που τον παίζει με emo υπερπροσπάθεια ο Ντέιβιντ «Ρος από το Φιλαράκια» Σουίμερ), μαζί με τους καλύτερους εξειδεικευμένους συνεργάτες στη χώρα. Με το που άνοιξαν οι φυλετικοί ασκοί του Αιόλου, η υπόθεση ξέφυγε. Κι άνοιξαν οι πόρτες ενός εκκωφαντικού πολιτικού και μιντιακού τσίρκου που μετατόπισε τη συζήτηση. Οι πρωταγωνιστές της υπόθεσης έγιναν ξαφνικά τα πιο διάσημα πρόσωπα στις ΗΠΑ (χωρίς απαραίτητα να μπορούν να αντέξουν την πίεση), ο λαϊκισμός χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για να σαγηνεύσει λευκό και μαύρο ακροατήριο αντίστοιχα, οι αποδείξεις για ενοχή ή αθωότητα πέρασαν σε τελευταία μοίρα. Η μαύρη Αμερική αναζητούσε δικαίωση –τι ειρωνεία- στο πρόσωπο ενός σταρ που δήλωνε στο απόγειο της δόξας του «δεν είμαι μαύρος, δεν είμαι λευκός, είμαι απλά ο OJ». Αδιαφορώντας αν σκότωσε ή όχι, στο πρόσωπό του ήθελε να εκδικηθεί δεκαετίες (αν όχι αιώνες) διακρίσεων κι αυθαιρεσίας από το σύστημα των λευκών που εδώ το αντιπροσώπευε το αμαρτωλό αστυνομικό τμήμα του Λος Άντζελες με το ρατσιστικά βεβαρυμένο πρόσφατο ιστορικό.
Για όσους την έχετε ξεχάσει, δε θα αποκαλύψω την ετυμηγορία. Έτσι κι αλλιώς, η σειρά βλέπεται και ως ένα υψηλής έντασης δικαστικό δράμα (το οποίο παίρνει μάλιστα -διακριτικά- θέση όσον αφορά την αλήθεια). Περισσότερο όμως αξίζει να δείτε πως αυτός ο γιος μιας νοσοκομειακής υπαλλήλου κι ενός σεφ/διάσημης drag queen που πέθανε από AIDS το 1986, αφού έγινε ο μεγαλύτερος παίκτης αμερικάνικου football στα 70s και πέρασε στο Χόλιγουντ παίζοντας σε μια ντουζίνα ταινίες, αφού έβγαλε εκατομμύρια δολλάρια και κοιμήθηκε με εκατοντάδες όμορφες γυναίκες, δίχασε την Αμερική όσο κανένας άλλος σταρ στην ιστορία.
Και τη διχάζει ακόμα. Στις 11 Ιουνίου περιμένουμε στο ABC το, παραγωγής ESPN και διάρκειας 7.5 ωρών(!), ντοκιμαντέρ O.J.: Made In America…