Υπάρχει μία παράξενη αίσθηση οικειότητας στην επαφή μας με τα βιβλία. Ίσως επειδή αυτή ξεκινάει από πολύ νωρίς. Πρόκειται για μία επαφή -αρχικά- οπτική, που γίνεται αναγκαία απτική και σχεδόν πάντα ηχητική – στις σελίδες που γυρίζουν η μία μετά την άλλη. Όταν ανακατεύεται και η όσφρηση τότε είναι μία μάλλον ολιστική εμπειρία. Στην έκθεση A Library Show, στην γκαλερί της Ελευθερίας Τσέλιου, όλες αυτές οι αισθήσεις διεγείρονται, μέσα από τα βιβλία καλλιτεχνών (artist’s books) και τα δύο videos που παρουσιάζονται, ώστε τα έργα αυτά να γίνονται απολύτως προσβάσιμα, υπό έναν μόνο όρο: να τη επισκεφτείς.
Συναντήσαμε την Ελευθερία Τσέλιου και τον καλλιτέχνη Δαυίδ Σαμπεθάι, έναν από τους καλλιτέχνες που συμμετέχουν στην έκθεση και από τον οποίο ξεκίνησε η ιδέα της και συζητήσαμε για αυτήν την επιτυχημένη μετατροπή της γκαλερί σε βιβλιοθήκη.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα της έκθεσης The Library Show; Ε.Σ.: Πρόκειται για μια έκθεση με βιβλία καλλιτεχνών (artists’ books). Η ιδέα για την έκθεση αυτή προέκυψε για πρώτη φορά έναν χρόνο πριν, σε μία συζήτηση που είχαμε με τον Δαυίδ, όπου μεταξύ άλλων μιλήσαμε ξανά για το μεγάλο ενδιαφέρον του για τα βιβλία καλλιτεχνών και για την ιδέα του για μια σχετική έκθεση. Στη διάρκεια του χρόνου αυτού και μέσα από συζητήσεις που είχαμε και με άλλους καλλιτέχνες – συνεργάτες της γκαλερί, η ιδέα αυτή εξελίχθηκε στην παρούσα μορφή της, που παρουσιάζουμε στο ‘The Library Show’ μέχρι τις 10 Ιουνίου 2017. Η έκθεση μπόρεσε να πραγματοποιηθεί επειδή πολλοί από τους καλλιτέχνες – συνεργάτες της γκαλερί έχουν ασχοληθεί με τη δημιουργία και την κατασκευή αυτού του είδους βιβλίων. Κάποιοι μάλιστα από αυτούς όπως ο Γιώργος Χατζημιχάλης, ο Κύριλλος Σαρρής και ο ίδιος ο Δαυίδ, πέραν των δικών τους βιβλίων, μας παραχώρησαν για τη διάρκεια της έκθεσης αυτής, βιβλία και άλλων καλλιτεχνών από τις προσωπικές τους συλλογές. Βιβλία καλλιτεχνών δανειστήκαμε και από ιδιωτικές συλλογές και από καλλιτέχνες που συνεργάζονται με άλλες γκαλερί καθώς και από εκδόσεις που ασχολούνται συστηματικά με το αντικείμενο αυτό.
Πώς τελικά μπορεί ο χώρος της γκαλερί να μετατραπεί σε μία βιβλιοθήκη και ποιος είναι ο στόχος αυτής της αλλαγής; Ε.Σ.: Ο σκοπός μας για την έκθεση αυτή ήταν η γκαλερί, που παραμένει γκαλερί, να μιμηθεί για το διάστημα αυτό, στη μικρή κλίμακα που μας επιτρέπεται φυσικά, μια δημόσια, μη δανειστική βιβλιοθήκη. Για τον σκοπό αυτό δημιουργήσαμε έναν χώρο αναγνωστηρίου, όπου ο επισκέπτης μπορεί κάθε φορά να κάθεται με το βιβλίο που έχει επιλέξει και φορώντας – για ευνόητους λόγους – τα γάντια που του δίνουμε, να ξεφυλλίσει με άνεση τα βιβλία καλλιτεχνών της βιβλιοθήκης μας. Με τον τρόπο αυτό θέλαμε να αποφύγουμε την αμηχανία που αναπόφευκτα προκύπτει όταν παρουσιάζει κανείς τα βιβλία αυτά σε εκθέσεις, όπου συνήθως παρουσιάζονται ανοιγμένα σε μία σελίδα μέσα σε κάποια βιτρίνα ώστε να παραμένουν, όπως και πρέπει, προστατευμένα, χάνοντας όμως έτσι τη δυνατότητα ο επισκέπτης να δει τις υπόλοιπες σελίδες του εκάστοτε βιβλίου.
Μιλήστε μας για τα βιβλία που παρουσιάζονται και την διαδικασία επιλογής τους. Δ.Σ.: Η διαδικασία επιλογής των βιβλίων (και των δημιουργών τους) που φιλοξενούνται στην έκθεση ξεκίνησε μετά το καλοκαίρι του ’16 με δύο γενικά κριτήρια. Τι θα θέλαμε εμείς οι ίδιοι να δούμε ως επισκέπτες σε μια έκθεση βιβλίων τέχνης καθώς και τι θα έκανε κάποιον που δεν έχει ξαναέρθει σε επαφή με βιβλία καλλιτεχνών να τα αγαπήσει; Κατ’επέκταση, γνωρίζαμε από την αρχή ότι δεν θέλαμε να «στήσουμε» τη βιβλιοθήκη μας με τρόπο που θα δημιουργούσε σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στα βιβλία καταξιωμένων καλλιτεχνών και άλλων λιγότερο γνωστών, ή Ελλήνων και ξένων, γιατί θα έδινε αρχειακό χαρακτήρα στην έκθεση και θα αλλοίωνε την ατμόσφαιρα βιβλιοθήκης. Έτσι, στα ράφια συνυπάρχουν τελείως διαφορετικά σε περιεχόμενο, υλικά, μορφή και προσέγγιση βιβλία καλλιτεχνών.
Δηλαδή: Δ.Σ.: Κάποια αποτελούν έργα εννοιολογικής τέχνης και έχουν επίδραση στον αναγνώστη ως αντικείμενα προτού καν τα εξερευνήσει, όπως το καταπληκτικό Under The Canopy του Απόστολου Καραστεργίου που καταπιάνεται με την δράση και εξαφάνιση του ελβετού ακτιβιστή Bruno Manser στις ζούγκλες του Βόρνεο. Κάποια άλλα, όπως τα βιβλία του Γιάννη Μιχαηλίδη, ρίχνουν φως στον συνεχή πειραματισμό και την επιθυμία ενός τρομερού ζωγράφου με μακρά πορεία να εκπλήσσει τον εαυτό του, και κάνουν τον θεατή να θέλει να ζωγραφίσει. Βιβλία όπως το Hollywood Boulevard του Εd Ruscha ή το No Place Like LA του Αντωνάκη, είναι σαν love letters των καλλιτεχνών για την αγαπημένη τους πόλη. Άλλα, όπως το Polaeroids του Nobuyoshi Araki ή η Katirameni της Στέλλας Ασέμι και της Χριστίνας Τζιάλλα εκπέμπουν σεξουαλικότητα και χιούμορ. Καλλιτέχνες όπως ο Γιώργος Χατζημιχάλης και ο Κύριλλος Σαρρής χρησιμοποιούν τα βιβλία καλλιτεχνών σαν μέσο με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και εκτός από τα προσωπικά τους βιβλία έχουν συνεργαστεί σε ένα από τα καλύτερα κατά τη γνώμη μου βιβλία της έκθεσης, την Αλληλογραφία. Βιβλία όπως το Life? Or Theatre? της Charlotte Salomon ή τα δικά μου First Book of Life και Second Book of Life έχουν έντονο υπαρξιακό χαρακτήρα και είναι καθαρά ζωγραφικά. Φυσικά, η βιβλιοθήκη μας δεν θα μπορούσε να είναι ολοκληρωμένη χωρίς βιβλία που πιέζουν τα όρια του βιβλίου καλλιτέχνη όπως τα περίτεχνα κατασκευασμένα βιβλία του Ηλία Κοέν και της Μαρίας Ευσταθίου που όταν τα ανοίγεις συνειδητοποιείς ότι είναι μικρά αρχιτεκτονήματα, ή τα βιβλία της Σοφίας Σταυροπούλου όπου οι γεμάτες ζωή ζωγραφιές της έχουν ραφτεί σε πάνινες σελίδες. Τέλος, φιλοξενούμε στη βιβλιοθήκη μας το σύνολο των καταλόγων δύο ελληνικών καλλιτεχνικών εκδόσεων, του Ιδρύματος Δέστε και της Cube Art, που μας παραχώρησαν ευγενικά.
Ο εικαστικός καλλιτέχνης με κάποιο τρόπο γίνεται ο ίδιος συγγραφέας – με την ευρεία του όρου έννοια- και άρα τα εικαστικά συνδέονται με την λογοτεχνία, έστω υπό τον αφηγηματικό χαρακτήρα των σελίδων που εναλλάσσονται, την ίδια στιγμή που διαχωρίζονται από αυτήν. Τι πιστεύετε; Δ.Σ.: Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να αναφέρω ότι στην περίπτωση των βιβλίων καλλιτεχνών το κατά πόσο αφηγηματικό ή μη είναι ένα βιβλίο δεν αλλάζει τη ταυτότητα του ως «βιβλίο». Κάποια βιβλία έχουν ισχυρούς δεσμούς με τη λογοτεχνία σε αντίθεση με άλλα που υιοθετούν μοναχά την μορφολογία ενός βιβλίου ως αντικείμενο. Το αν αυτό καθιστά τους δημιουργούς τους περισσότερο ή λιγότερο «συγγραφείς» δεν μπορώ να το απαντήσω γιατί η έννοια του συγγραφέα μέσα από μια τέτοια συζήτηση μπορεί να γίνει από πολύ συγκεκριμένη ως πολύ αφηρημένη. Πάντως συμφωνώ απόλυτα ότι η εναλλαγή σελίδων ενός βιβλίου καλλιτέχνη ή όχι προσδίδει μια αφηγηματικότητα ακόμα και αν αυτή δεν είναι η βασική λειτουργία του σύμφωνα με τον δημιουργό του. Επίσης, όπως στη λογοτεχνία υπάρχουν διαφορετικές αφηγηματικές τεχνικές, έτσι και στα βιβλία καλλιτεχνών η αφηγηματικότητα μπορεί να πάρει διαφορετικές μορφές. Ένα καλό παράδειγμα είναι το βιβλίο A Humument του Tom Phillips, που έχει ίση σχέση με τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική, και δανείζεται τη μέθοδο cut-up του William Burroughs, σε αντίθεση με τα βιβλία της Μαρίας Ευσταθίου και του Ηλία Κοέν που αναφέραμε πριν, που γυρνώντας της σελίδες κυριολεκτικά μεταμορφώνεται ο χώρος εντός του βιβλίου.
Ποιος είναι, κατά τη γνώμη σας, ο ρόλος της απτικής επαφής του επισκέπτη με το υλικό του βιβλίου και τι είναι αυτό που διαφοροποιεί την έκθεση αυτή; Δ.Σ.: Η λέξη κλειδί σε όλο αυτό το εγχείρημα είναι η προσβασιμότητα. Είναι πολλές οι φορές που έχω βρεθεί σε καταπληκτικές εκθέσεις όπου τυχαίνει κάποιο από τα εκθέματα να είναι βιβλίο τέχνης αλλά βρίσκεται κάτω από μια βιτρίνα χωρίς καμία πρόσβαση στο περιεχόμενο του. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα βιβλία αυτά δεν υπάρχουν διαθέσιμα σε κάποια έκδοση ή τουλάχιστον σε ψηφιακή μορφή, οπότε είναι καταδικασμένα να μείνουν κρυμμένα σε κάποιο μουσειακό ή ιδιωτικό αρχείο. Εμείς στη γκαλερί, είμαστε λίγο περισσότερο ευέλικτοι από ένα μουσείο στο να κάνουμε προσβάσιμα βιβλία τέχνης στο κοινό υιοθετώντας το πλαίσιο μιας μικρής βιβλιοθήκης. Ο μεγαλύτερος φόβος μας και το μεγαλύτερο στοίχημα όταν προετοιμάζαμε την έκθεση ήταν αρχικά να μην καταστραφεί ή κλαπεί κάποιο βιβλίο και ταυτόχρονα να νιώθουν άνετα οι επισκέπτες να πάρουν τα βιβλία στα χέρια τους και να τα ξεφυλλίσουν ή να τα διαβάσουν και να μην τα κοιτάζουν ως απλά εκθέματα. Δεν είναι συχνό φαινόμενο να πηγαίνεις σε μια έκθεση που η γκαλερί σε ενθαρρύνει να πιάσεις και να έρθεις σε άμεση επαφή με τα εκθέματα.
Τι έχει συμβεί δηλαδή; Δ.Σ. Ευτυχώς η ανταπόκριση του κόσμου μέχρι τώρα ήταν φανταστική και σέβονται τα βιβλία και την ευθραυστότητα τους ενώ ταυτόχρονα νιώθουν άνετα να κάτσουν και δύο ή τρεις ώρες στη γκαλερί εξερευνώντας τη βιβλιοθήκη όπως είχαμε οραματιστεί. Μετά από αυτήν την πολύ ενθαρρυντική αρχή είναι σίγουρο ότι το Library Show είναι κάτι που αξίζει να επαναλάβουμε παρά τα ρίσκα και την δυσκολία οργάνωσης μιας τέτοιας διαφορετικής έκθεσης
Στην υπερκορεσμένη απο εκθέσεις Αθήνα της documenta14, τι είναι αυτό που θα κάνει κάποιον ‘Ελληνα ή ξένο να δεί την έκθεση; Ε.Τ.: Αρχικά να σημειώσω πως δε θεωρώ πως οποιαδήποτε πόλη έχει ποτέ αρκετές εκθέσεις τέχνης. Ειδικά αν πρόκειται και για καλές ή και εξαιρετικές εκθέσεις, όσο περισσότερες υπάρχουν και μπορούμε να επισκεφθούμε, τόσο το καλύτερο. Στο πλαίσιο αυτό, η έκθεσή μας επιτρέπει στον επισκέπτη όχι μόνο να βρεί συγκεντρωμένο σε έναν χώρο έναν μεγάλο αριθμό βιβλίων καλλιτεχνών που θέλουμε να πιστεύουμε πως καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα του είδους αυτού αλλά και να έρθει σε επαφή με τα βιβλία αυτά ως αντικείμενα που μπορεί ο ίδιος να περιεργαστεί. Σε αυτή τη διαδικασία συμβάλλουν και τα δύο videos που παρουσιάζουμε, αυτό του Κύριλλου Σαρρή και αυτό του Ulises Carrion που παραθέτουν έναν εναλλακτικό τρόπο ανάγνωσης του βιβλίου καλλιτέχνη μέσω του video. Αν κάποιος λοιπόν ενδιαφέρεται για τα artists’ books, το Library Show είναι μία καλή ευκαιρία για να δεί μια τέτοια έκθεση, κάτι που δε συμβαίνει συχνά στην Αθήνα. Η ανάγκη μας άλλωστε για να έρθουμε και εμείς οι ίδιοι σε επαφή με αυτά τα βιβλία ήταν ένας απο τους βασικότερους λόγους που κάνουμε την έκθεση αυτή.