Υπήρχε μια εποχή που στα αεροδρόμια το πιο συχνό θέαμα ήταν οι επιβάτες να κουβαλάνε τη χειραποσκευή, το μαξιλαράκι τους και ένα από τα βιβλία της τριλογίας Millennium του πρόωρα χαμένου σουηδού συγγραφέα Στιγκ Λάρσον. Από αυτά τα τρία must, μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το τελευταίο (αν κι έχουμε μια πολύ καλή ιδέα για ταινία για το θαυματουργό μαξιλαράκι… Χόλιγουντ πάρε μας τηλέφωνο), κάπως περισσότερες φορές από όσες ήταν απαραίτητο: τρεις σουηδικές ταινίες με την Νούμι Ραπάς στο ρόλο της ψυχρής χάκερ-τιμωρού Λίσμπετ Σαλάντερ κι ένα χολιγουντιανό ριμέικ του Κοριτσιού με το Τατουάζ που έδωσε έναν faux αέρα πρεστίζ σε ό,τι είχε προηγηθεί χάρη στο άγγιγμα του σκηνοθέτη Ντέιβιντ Φίντσερ: από την ανακάλυψη της Ρούνεϊ Μάρα ως το soundtrack-σημείο αναφοράς των Trent Reznor και Atticus Ross.
Στο καινούργιο, καθυστερημένο κινηματογραφικό σίκουελ εκείνου του ριμέικ Το Κορίτσι στον Ιστό της Αράχνης (ας το λέμε Dragon Tat-two μεταξύ μας), που βασίζεται στη συνέχεια των βιβλίων του Λάρσον από τον Ντέιβιντ Λάγκερκραντζ, κανένα από τα προαναφερθέντα ηχηρά ονόματα δεν επιστρέφει (πρώτο καμπανάκι), αλλά ένα σωρό άλλοι ταλαντούχοι άνθρωποι παρόλα αυτά χαραμίζονται: από τον Φέντε Άλβαρεζ, πολλά υποσχόμενο σκηνοθέτη του θρίλερ-έκπληξη Μην Αναπνέεις και του ριμέικ του Evil Dead, και τη Βασίλισσα της μικρής οθόνης Κλερ Φόι στον ομώνυμο ρόλο, ως την Βίκι Κριπς που έσκισε στην Αόρατη Κλωστή κι εδώ περιορίζεται σε 1-2 σκηνές του άχαρου ρόλου της «άλλης γυναίκας» και τον Λακίθ Στάνφιλντ (Αtlanta) σε εντελώς λάθος ρόλο πράκτορα της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας των ΗΠΑ. Παρά το ξεκίνημά της, η ταινία δεν ενδιαφέρεται να καταγγείλει τη διαιώνιση της ανδρικής βίας έναντι των γυναικών αλλά προτιμά κάτι πιο ρεαλιστικό (not), όπως η κλοπή πυρηνικών κωδικών από μια σκιώδη οργάνωση κι ο αγώνας της Σαλάντερ να σώσει τον κόσμο και να λύσει τα εναπομείναντα οικογενειακά της τραύματα που περισσότερο η αχρείαστη σουηδική προφορά της παρά οποιαδήποτε ματιά στον ψυχισμό της δεν της επιτρέπει να εκφράσει. Μένουμε, λοιπόν, με μια τυποποιημένη περιπέτεια κυνηγητών, εκρήξεων και ψευτο-αγχωτικών progress bars σε οθόνες υπολογιστών, που παρά τις σκηνές δράσης της είναι παραδόξως και πολύ ήσυχη.
Τι ξεχάσαμε; Α, τον Μίκαελ Μπλόμκβιστ (Σβέριρ Γκούντνασον του Borg vs. McEnroe), γιατί τον ξέχασε και η ίδια η ταινία, υποβιβάζοντας την πιο ουσιώδη σχέση της Σαλάντερ στην πλοκή κι αφήνοντας το δημοσιογράφο να τρέχει πολύ πιο πίσω από τα γεγονότα και αντί να κατεβάζει το κορνιζαρισμένο τεύχος του περιοδικού του από τον τοίχο σαν κανονικός άνθρωπος για να βρει την πληροφορία που ψάχνει στις σελίδες του, να πετάει το κάδρο στο πάτωμα και να το σπάει.
Μήπως αυτός είναι ο πραγματικός ψυχοπαθής;
Με μηδενική φήμη, πέραν του στιβαρού ονόματος του Τζέι Τζέι Έιμπραμς στην παραγωγή, καταφτάνει στις αίθουσες και το Overlord, ένα υβρίδιο πολεμικής ταινίας και αιματηρού θρίλερ που αξίζει να δείτε για την ασταμάτητη δράση και τις b-καταβολές του, αλλά από το οποίο θα σας προτείναμε να μείνετε μακριά αν τα λυγισμένα κόκκαλα και η ακραία δυσμορφία δεν είναι του γούστου σας. Η ταινία του Τζούλιους Έιβερι ξεκινάει σαν outtake της Διάσωσης του Στρατιώτη Ράιαν, με μια ομάδα αμερικανών αλεξιπτωτιστών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου να προσγειώνεται σε ένα χωριό της Γαλλίας προκειμένου να ανατινάξει έναν πυλώνα ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης (αυτό το αντιγράψαμε από το δελτίο τύπου) που θα εμποδίσει τους Γερμανούς από το να προλάβουν ουσιαστικά την απόβαση στη Νορμανδία, που θα ακολουθήσει σε λίγες ώρες μετά από αυτή την αποστολή.
Αυτό το εναρκτήριο μισάωρο δεν προετοιμάζει κανέναν για τον τρόμο που καραδοκεί στη συνέχεια και προσποιείται ωραιότατα ότι κερδίζει επάξια μια θέση στο ρεαλιστικό πολεμικό ρόστερ των τελευταίων ετών, από την κλασική ταινία του Σπίλμπεργκ ως τον Αντιρρησία Συνείδησης του Μελ Γκίμπσον (ΟΚ, ανοίξαμε πολύ τη χρονική ψαλίδα.) Ενώ οι στρατιώτες κρύβονται στο σπίτι μιας αναμενόμενα cute Γαλλιδούλας και σχεδιάζουν τον αιφνιδιασμό των Ναζί, ένας από εκείνους διεισδύει στο υπόγειο του παραπλήσιου πύργου κι έντρομος ανακαλύπτει… κάτι φρικτό που κανονικά θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη για το θεατή, αλλά η διαφημιστική καμπάνια της ταινίας θεώρησε ότι πρέπει να αποκαλύψει στα τρέιλερ.
Γιατί, διαφημιστική καμπάνια; Εμείς θα μείνουμε κάπου ανάμεσα στα υπονοούμενα και τις συγκρίσεις που μπορεί να σας δώσουν μια εικόνα του τι σας περιμένει, καθώς στο δεύτερο μισό του, το Overlord μετατρέπεται στο Άδωξοι Μπάσταρδη σκηνοθετημένο από τον Φρανκ Χένενλοτερ, τον καλτ μαέστρο body horror θρίλερ όπως το Brain Damage και το Toxic Avenger. Αν οι αντοχές σας σας το επιτρέπουν, θα διασκεδάσετε με τις ηλίθιες επιλογές των μελλοντικών θυμάτων μιας τυπικής ταινίας τρόμου, θα αηδιάσετε με το παρατραβηγμένο γκροτέσκο θέαμα και όταν στεγνώσει όλο αυτό το αίμα ίσως βρείτε κι ένα κάπως βαθύτερο ερώτημα σχετικά με την ηθική ευθύνη των «καλών» και των «κακών» σε μια πολεμική αναμέτρηση. Κυρίως, όμως, θα ανακουφιστείτε όταν τελειώσει (εκτός αν είστε βετεράνοι φαν του τρόμου και θεωρήσετε κότες όσους ψαρώνουν με κάτι τόσο basic)…