Η τριλογία της Παρακμής στις Νύχτες Πρεμιέρας

Όσο σκέφτομαι πως η τριλογία της Penelope Spheeris θα προβληθεί στις Νύχτες Πρεμιέρας, τόσο περισσότερο μου καρφώνεται μια εικόνα στο κεφάλι: κάποιος που δεν έχει ιδέα από την πανκ πηγαίνει στην προβολή του πρώτου μέρους και στο τέλος της ταινίας (προϋποθέτοντας ότι άντεξε να κάτσει μέχρι τότε) βλέπει τον Lee Ving να ρίχνει γροθιές σε μια κοπέλα που έχει ανέβει επί σκηνής και κατόπιν να λέει ότι οι ομοφυλόφιλοι που παρευρίσκονται στο κοινό πρέπει να πεθάνουν. Πόσο εύκολα θα διακρίνει τον χαρακτήρα του συγκροτήματος, το ανορθόδοξο χιούμορ και την προσβλητική μεριά του rock ‘n’ roll μύθου που μέρα με τη μέρα ξεχνιέται για χάρη της πολιτικής ορθότητας; Θα κατατοπιστεί ως προς το τι σήμαινε punk στην αυγή του 1980; Διττή απάντηση: ναι και όχι. Κάτι που ισχύει και για το glam metal, το οποίο εξετάζεται στο δεύτερο επεισόδιο, αλλά θα νιώσει και λίγο χειρότερα όταν δει τις ψυχοπλακωτικές εικόνες της λούμπεν ζωής των gutter punks στο τρίτο και τελευταίο επεισόδιο.

Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν η Spheeris, ξαδέρφη του Κώστα Γαβρά, έδειξε κοινωνικό ενδιαφέρον για τις υποκουλτούρες τις οποίες βάλθηκε να απεικονίσει στην τριλογία της ή απλά, παρασυρμένη από τον καθωσπρεπισμό της εποχής ήθελε να επιβεβαιώσει την κοινή γνώμη που ήθελε τις συγκεκριμένες μπάντες και τα συγκροτήματα της εποχής ως κάτι άθλιο, βρώμικο και προβληματικό, στήνοντας και μερικά σκηνικά για το αληθοφανές του πράγματος. Όπως δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι και για την καταγωγή του τίτλου της τριλογίας της προέρχεται από την κριτική του Lester Bangs στο Fun House των Stooges ή παραφράζει την Παρακμή της Δύσης του Oswald Spengler –το οποίο ο Darby Crash διαβάζει στο πρώτο μέρος; Πάντως, είτε ηθελημένα, είτε άθελα της, η Spheeris καταφέρνει να απεικονίσει το κλίμα μιας Αμερικής της οποίας η νεολαία ψάχνει αποκούμπι στη μουσική και τις αγέλες που δημιουργούνται μέσα από αυτήν.

Πετυχημένα, το πρώτο μέρος καταφέρνει να μας εισάγει σε μια γενιά μη προβεβλημένων καλλιτεχνών, νεαρών σε ηλικία, που απογοητευμένοι από τη ζωή αναζήτησαν την έκφραση του πνευματικού τους δαίμονα μέσω γρήγορης και δυνατής μουσικής. Την άρνησή τους να μιλήσουν για την ομορφιά της αγάπης και να ξύσουν αλήθειες που πονάνε. Οι Black Flag (προ Henry Rollins, με τον Ron Reyes στο μικρόφωνο) παίζουν το Depressed και μένουν σε μια εγκαταλειμμένη εκκλησία. Ο Keith Morris, νεαρός και χωρίς τζίβες, έχει φύγει από τους Black Flag και ωρύεται τους στίχους των Circle Jerks. Οι X εμφανώς υπό την επήρεια ουσιών χτυπάνε «σπιτικά» τατουάζ και μιλούν για το πόση αηδία τους προκαλεί η οργανωμένη θρησκεία. Οι Catholic Discipline μπασταρδεύουν το punk με το new wave και οι Alice Bag Band δίνουν μια γεύση θηλυκής οργής. Και φυσικά συστηνόμαστε με την απόλυτη φιγούρα της αυτοκαταστροφής, τον Darby Crash των Germs, ποτέ νηφάλιο, να παρακαλάει το κοινό να του δώσει λίγη μπύρα, ενώ τον ζωγραφίζει με ανεξίτηλους μαρκαδόρους. Χαρακτηριστικό είναι πως η Spheeris, προκειμένου να παίξουν οι Germs, τους οποίους είχαν απορρίψει όλα τα κλαμπ της εποχής λόγω καταστροφικής συμπεριφοράς, έστησε ένα live σε μια ενοικιαζόμενη σκηνή. Τόσο μεγάλη σημασία είχε να ακουστούν οι φιλοσοφικά ποιητικοί στίχοι του Crash ζωντανά στην ταινία της. Γενικώς, βλέπουμε παιδιά ανήσυχα μεν, που φλερτάρουν διαρκώς με την αυτοκαταστροφή δε, που ο κόσμος δεν τους χωρά και προτιμούν το βάλτο από τα ψεύτικα φώτα. Η γοητεία της παρακμής απεικονίζεται άρτια, έστω και αν οι προθέσεις μένουν άγνωστες και οι οπαδοί παρουσιάζονται ως μπερδεμένα παιδιά τα οποία αρέσκονται σε καταχρήσεις και μπλεξίματα με το νόμο τον οποίο μισούν.

Κάτι το οποίο περνά σε ένα πιο «φιλελεύθερο» μοτίβο στο δεύτερο μέρος, όπου οι μουσικοί παρουσιάζονται αποκλειστικά σαν μηχανές του σεξ, ντυμένες με θηλυπρεπείς προδιαγραφές. Μπορεί εκείνη την εποχή το glam να ήταν επίσης μια αντίδραση για τα μυαλά του κόσμου, αλλά οι καλλιτέχνες που παρουσιάζονται, όπως και οι οπαδοί τους, δε δείχνουν να συμμερίζονται τους προβληματισμούς των προηγούμενων. Ο Ozzy Osbourne φτιάχνει πρωινό σε μια κουζίνα, σκηνή της οποίας το ρεαλισμό η Spheeris διέψευσε μετά από χρόνια, ο Lemmy των Motorhead, λακωνικός και καυστικός, σχολιάζει αυτή τη νέα μορφή μουσικής, οι Paul Stanley και Gene Simmons (Kiss) μιλάνε για τις γυναίκες με τρόπο ναρκισιστικό και φαλλοκρατικό. Οι toxic twins, Steve Tyler και Joe Perry των Aerosmith υπερηφανεύονται για τις καταχρήσεις τους, ο Nick Holmes των WASP σε μια σκηνή ανθολογίας μπεκροκοπά σε μια πισίνα με τη μητέρα του να τον παρακολουθεί αμίλητη, ενώ τις μπάντες που εμφανίζονται και ζωντανά δεν τις διακρίνει η πρόθεση να μιλήσουν για κάτι άλλο πλην των σεξουαλικών τους ικανοτήτων, της θηλυπρεπούς τους εμφάνισης και των ναρκωτικών ουσιών που λαμβάνουν καθημερινά. Και το πόσο συστημική υπήρξε αυτή η μορφή «επανάστασης» φαίνεται όταν οι London ερμηνεύουν το “Russian Winter” καίγοντας μια σημαία της Σοβιετικής Ένωσης. Εκεί φαίνεται ότι, όσο και να προσπαθούσε να προκαλέσει αυτή η σκηνή, πάντα θα υμνούσε τις απολαύσεις που προσφέρει η χώρα τους και τα μπλεξίματα της με αυτή θα τελείωναν στο φαίνεσθαι, χωρίς να προσπαθούν να κρίνουν οτιδήποτε άλλο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι οπαδοί αποτελούν δείγματα white trash νοοτροπίας, με τις γυναίκες να υπάρχουν απλά για να κάνουν σεξ με ωραίους άντρες (κατά προτίμηση μέλη κάποιας μπάντας, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν ατυχώς να θίξουν και το θέμα της κακής αντιμετώπισης από τους άντρες) και τους άντρες να νοιάζονται μόνο για το πώς θα παρτάρουν ή πως θα φαίνονται σαν τα ινδάλματά τους. Μπορεί η διαφορά τους να μην είναι μεγάλη με τα νεαρά παιδιά που έψαχναν για καυγάδες στο πρώτο μέρος, άλλα όταν το θεμέλιο πάνω στο οποίο γίνεται η ομαδοποίηση είναι αυτό, η έννοια της παρακμής αλλάζει όψη. Μια παρακμή που μπορεί να εννοείται από τον τίτλο με κοινό τρόπο, αλλά χρωματίζεται διαφορετικά, ως αυτοπροκαλούμενη και όχι ακούσια, κάτι που, για μια ακόμα φορά, η Spheeris καταφέρνει να αποτυπώσει και να δημιουργήσει μια cult ταινία που η metal σκηνή θυμάται ως must. Συμβολικός κηδευτής του εν λόγω κινήματος, ταυτόχρονα προάγγελος της έκρηξης του thrash και συσσωρευμένα πικρόχολος, αρνητής της feelgood προηγούμενης συμπεριφοράς και χωμένος στα ναρκωτικά, ο Dave Mustaine των Megadeth, κλείνει το ντοκιμαντέρ με το “In My Darkest Hour”, μιλώντας περί μίσους και θανάτου.

Η τριλογία κλείνει το 1998, με τις gutter punk εικόνες των έφηβων punks που ζουν άστεγοι και επαίτες στο Λος Άντζελες, ζητιανεύοντας ώστε να αγοράσουν μπύρες, ναρκωτικά και φαγητό (τρίτο στην κατάταξη). Εδώ τον πρώτο λόγο δεν τον έχουν οι μπάντες (εκτός των πολιτικοποιημένων Naked Aggression), αλλά τα παιδιά. Παιδιά που έφυγαν από τα σπίτια τους, είτε οικειοθελώς είτε επειδή διώχθηκαν βιαίως, που αρνούνται να πιάσουν δουλειά και ζουν σε παρακμιακά κοινόβια που βρωμάνε εμετό. Κάτι σαν την πραγματική ιστορία –και την κάθε ανάλογη ιστορία- πίσω από το Suburbia του 1983. Ο Keith Morris ξαναεμφανίζεται για να πει ότι η ζεστασιά της δεκαετίας του ’80 σε ανάλογες περιπτώσεις δε βρίσκεται πλέον. Οι συνεντευξιαζόμενοι δείχνουν τα τραύματά τους από διένεξεις με το νόμο ή με νεοναζί, μιλούν για τις εξαρτήσεις τους από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, για τις κακοποιήσεις που δέχτηκαν από τα σπίτια τους, για τους φίλους που έχασαν λόγω του σκληρού τρόπου ζωής.

Αν και κοινωνιολογικά ορμώμενο, το τελευταίο αυτό κεφάλαιο της τριλογίας, δείχνει μια σαφώς πιο θλιμμένη και όχι τόσο ψυχρά παρατηρητική ματιά στην έννοια της παρακμής. Αυτή τη φορά, η παρακμή είναι κοινωνική και ωθεί τη νεολαία σε μια νέου είδους συναδέλφωση. Κάτω από τη στέγη μιας άλλης παρακμής από αυτή που υφίσταται κοινωνικά, αλλά ταυτόχρονα ως άμεσο προϊόν της. Αλήθειες που πικραίνουν αλλά δεν εξετάζονται ακροθιγώς, λειτουργώντας περισσότερο ως μια μορφή ψυχανάλυσης των συνεντευξιαζόμενων, με τα συμπεράσματα που βγαίνουν να είναι κάπως γενικευμένα αλλά εντελώς πραγματικά.

Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να παρατηρήσουμε πως η δουλειά της Spheeris δεν είναι τόσο σφαιρική, καθώς τα όσα συμβαίνουν παρουσιάζονται μόνο μέσα από τα μάτια των εμπλεκομένων με ελάχιστο αντίλογο. Αντικατοπτρίζει τις αλήθειες τους, αλλά ταυτόχρονα δε δίνει και στον αντίλογο κάποιο βήμα αντίθεσης –εκτός ίσως από τη συντηρητική, καθώς πρέπει επιτηρήτρια στο δεύτερο και τον αστυνομικό στο τρίτο μέρος-, αφήνοντας μέσω του τίτλου και των συνεντεύξεων το θεατή να τα κρίνει ως παρακμιακά. Ενώ υποτίθεται πως ο καθένας μπορεί να κάνει τις εκτιμήσεις του σε σχέση με αυτά που βλέπει, ο σχεδόν μονόπλευρος τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται δε δείχνει την άλλη όψη, αυτή στην οποία υποτίθεται πως αντιτίθενται για να δείξει και τη δική τους παρακμή και, εν τέλει, να δείξει την πλήρη εικόνα. Ο τρόπος με τον οποίο φαίνονται τα όσα περιστατικά είναι ειδωμένος με τη ματιά του τότε και όχι με την «εξυπνάδα» της εποχής του ίντερνετ. Και γι’ αυτό αποτελεί σημαντικό κοινωνικό τεκμήριο της εκάστοτε εποχής, είτε αυτή λέγεται 1980, είτε τέλη ’90. Γιατί επιτρέπει μια περιήγηση σε αυτά που έμελλαν να αφήσουν ιστορία, αλλά ο συντηρητισμός δεν ήθελε να προβάλλει. Ας μην είναι οι πληρέστερες φιλμικές μελέτες πάνω στις εν λόγω υποκουλτούρες, ήταν το πρώτο βήμα για να κυκλοφορήσουν αργότερα γνωστά ντοκιμαντέρ όπως το Metal: A Headbanger’s Journey, το Get Thrashed και το American Hardcore, αλλά και ταινίες όπως το Wassup Rockers. Και γι’ αυτόν το λόγο, πρέπει να θεωρείται ως ο πιονέρος αυτού που σήμερα μπορούμε να ανακαλύπτουμε ευκολότερα και αξίζει σεβασμό, ως ένας σημαντικός πρόγονος.


The Decline of Western Civilization, Πέμπτη 24/9, 22:00, Odeon Όπερα 1 | The Decline of Western Civilization Part II: The Metal Years, Κυριακή 27/9, 21:45, Odeon Όπερα 1 | The Decline of Western Civilization Part III, Κυριακή 4/10, 17:45, Ιντεάλ
Φοίβος Κρομμύδας

Share
Published by
Φοίβος Κρομμύδας